Είναι δύσκολο να βγάλει ένας ηθοποιός από πάνω του το προσωπείο του ρόλου της τηλεόρασης, ειδικά αν έχει συστηθεί στο κοινό αποκλειστικά μέσω αυτής για αρκετά χρόνια. Στην πρεμιέρα της παράστασης "Μήδεια, ένα μανιασμένο ποίημα" όμως η Δήμητρα Ματσούκα, σχεδόν το κατάφερε.
Η ηθοποιός, κράτησε ένα δύσκολο κείμενο με έναν αξιοπρεπή τρόπο. Στο έργο ο συγγραφέας Ζαν-Ρενέ Λεμουάν αντλεί από τις πηγές του μύθου και της τραγωδίας, από τα μυστήρια του έρωτα και του πόθου, αλλά κι από τα πιο μύχια τραύματα της προδοσίας, της συμμόρφωσης και της ενοχής για να συνθέσει το τραγούδι μιας πολλαπλής εξορίας.
Η Μήδεια, εξόριστη όχι μόνο από την πατρική γη και την οικογένεια, αλλά κι από τον ίδιο της τον εαυτό και την ταυτότητά της, πιστή σύντροφος στην εξορία του αγαπημένου της, μονίμως περιπλανώμενη, διαρκώς ξένη, απαρνημένη εντέλει κι από τον έρωτα, που όρισε τη ζωή της, πασχίζει να θυμηθεί, να αναβιώσει την ιστορία της, να συμφιλιωθεί με τον ίδιο της τον εαυτό.
Η απόλυτη μοναξιά της Μήδειας αρθρώνεται ακριβώς σ’ αυτό το σημείο, εκεί όπου συναντιέται η ερωτευμένη και προδομένη γυναίκα με τη μαύρη πριγκίπισσα, αντικείμενο εκμετάλλευσης και χλεύης σ’ έναν κόσμο που αρνείται την διαφορετικότητα.
Με μια εξαιρετική μετάφραση από την Έφη Γιαννοπούλου, υπέροχο κοστούμι για την πρωταγωνίστρια από τη Μαρία Παπαδοπούλου και μια λιτή αλλά νευρώδη σκηνοθεσία από τον Λευτέρη Γιοβανίδη, η Ματσούκα ξεκίνησε δειλά, υποδυόμενη αυτό που όλοι ξέρουμε από την τηλεόραση ως Δήμητρα Ματσούκα, με μια υποκριτική υπερβολή που δεν σε άφηνε να χαθείς στην αφήγηση της τραγικής ηρωίδας, αλλά αργά και σταθερά μεταμορφώθηκε σε μια εμμονική, μανιασμένη και αλλόφρων Μήδεια, η οποία κατέληξε εξουθενωμένη, να ατενίζει τον άνδρα που αγάπησε και τα δύο δολοφονημένα της παιδιά, μέσα από την διαστρεβλωμένη της πραγματικότητα.
"Η ευτυχία δεν είναι φτιαγμένη για εμάς τους θνητούς" μονολογεί η Μήδεια σαν παραδομένη στην μοίρα της. Η δολοφονία των παιδιών της είναι για αυτήν η μόνη διέξοδος για να εκδικηθεί τον Ιάσονα (ο φόνος είναι για αυτήν η αντιστροφή του έρωτα) και να αντιταχθεί σε μία κοινωνική θέση, αυτή της ερωμένης, που την αρνείται καθώς την βρίσκει αναξιοπρεπή.