Η είδηση ότι ο Τζακ Νίκολσον στα 76 του χρόνια αποφάσισε να τερματίσει την καριέρα του ως ηθοποιού θα έπρεπε να συνοδεύεται από ένα «μάλλον» ή, ακόμη καλύτερα, από ένα διαβολικό χαμόγελο -το σήμα κατατεθέν του. Διότι από τον αρχέτυπο δαίμονα της υποκριτικής πρέπει να περιμένει κάποιος πάντα τα πάντα, ακόμη και να βρει τον τρόπο να υπερνικήσει τη γεροντική άνοια που έχει στραγγαλίσει πλέον τη δυνατότητά του να απομνημονεύει τις ατάκες του. Τυπικά, ο Νίκολσον έχει σταματήσει να εργάζεται από το 2010 και την ήδη λησμονημένη κομεντί «Ποιον από τους Δύο;», έχοντας αποφασίσει, πιθανότατα, να περάσει ήσυχα στο παρασκήνιο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Σον Κόνερι. Εάν όμως ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους του αμερικανικού σινεμά αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να αποχωριστεί τον κόσμο του Χόλιγουντ, αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι η βιομηχανία του κινηματογράφου είναι εξίσου διατεθειμένη να αποχωριστεί τη μορφή του -και τους μορφασμούς του. Οι ρόλοι του στη «Λάμψη», στη «Φωλιά του Κούκου», στο «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές», την «Τσάιναταουν» ή ακόμη και το «Καλύτερα δε γίνεται» είναι η ίδια η ιστορία του Χόλιγουντ -και κάτι ακόμη πιο σοβαρό: Επηρέασαν τη ζωή ανθρώπων και κυρίως όσων έκαναν το ολέθριο σφάλμα να αναμετρηθούν μαζί του. Ο Χιθ Λέτζερ, στα 28 του χρόνια, βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση υπνωτικών. Το κοινό μυστικό στους κύκλους της show-biz είναι ότι η πραγματική αιτία του θανάτου του ήταν ο Τζακ Νίκολσον. Το σφάλμα που αποδείχθηκε μοιραίο για τον Λέτζερ ήταν ότι βάλθηκε να ξεπεράσει τον Νίκολσον στο ρόλο του «Τζόκερ» στην αναβίωση του Μπάτμαν. Δεν θα τα κατάφερνε ποτέ, εφόσον ο Νίκολσον δεν ερμήνευε τον παρανοϊκό καταστροφέα, δεν υποδυόταν, αλλά ήταν ο Τζόκερ.
Σε μία απο τις τελευταίες του ταινίες, το 2006, όταν ο Μάρτιν Σκορσέζε τον έπεισε να αναλάβει το ρόλο του αρχιμαφιόζου στον «Πληροφοριοδότη», ο Τζακ Νίκολσον βρέθηκε ανάμεσα σε κάποιους από τους πιο φερέλπιδες επιγόνους του, τον Λεονάρντο ντι Κάπριο και τον Ματ Ντέιμον. Θεώρησε ότι έπρεπε να δώσει ένα μάθημα στους νεοσσούς, κάνοντας τον ήρωα που υποδυόταν ακόμη πιο τρελό και επικίνδυνο από ό,τι όριζε το σενάριο. Στη σκηνή όπου ανέκρινε τον ντι Κάπριο, ο Τζακ έκρινε ότι δεν ήταν αρκετά τρομακτικός. Την επόμενη ημέρα εμφανίστηκε στο γύρισμα αναμαλλιασμένος και παραμιλώντας. Οταν οι κάμερες άρχισαν να γράφουν, ο Νίκολσον σεληνιάστηκε. Ο Σκορσέζε του είχε δώσει την άδεια να αυτοσχεδιάσει και έτσι κανείς, ούτε ο ντι Κάπριο γνώριζε τι ετοίμαζε. Με το μάτι του να γυαλίζει και εν μέσω παροξυσμού, ο Τζακ άδειασε ένα μπουκάλι ουίσκι που είχε μαζί του πάνω στο τραπέζι, του έβαλε φωτιά και ταυτόχρονα κόλλησε ένα πιστόλι στο κεφάλι του εμβρόντητου ντι Κάπριο. Οι μόνες λέξεις που μουρμούρισε ο Νίκολσον στο τέλος του γυρίσματος ήταν «αυτά γίνονται όταν με αφήνουν ελεύθερο».
Τζακ ο άτρωτος
Η ικανότητα του Τζακ Νίκολσον να επηρεάζει τη ζωή όσων έρχονται σε επαφή με τα έργα της τέχνης του ή, ακόμη περισσότερο, με τον ίδιον προσωπικά πιστοποιείται πχ από τις μαρτυρίες που έχουν καταθέσει δεκάδες από τις κατά καιρούς ερωμένες του. Αλλωστε, σε αυτές απέδωσε το πόσο δημοφιλής έγινε η κοκαΐνη στο Χόλιγουντ, ένα παραισθησιογόνο που διαδόθηκε κυρίως επειδή τη δεκαετία του '60 το προτιμούσε ο Νίκολσον, προωθώντας το με την ατάκα «το γουστάρουν οι γυναίκες, γιατί βοηθάει στο σεξ».
Από την άποψη των καταχρήσεων ο Τζακ Νίκολσον ανήκει στους αδιαφιλονίκητους πρωταθλητές, καθώς τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και, κυρίως το μανιακό κυνήγι της ερωτικής ηδονής τον εξέθετε διαρκώς σε κινδύνους που θα είχαν στείλει προ πολλού στο χώμα ή, έστω, πίσω από κάποια κάγκελα κάποιον λιγότερο ανθεκτικό, ή λιγότερο ευφυή. Ο Νίκολσον όμως δεν επέτρεψε στον εαυτό του να πέσει θύμα των αδυναμιών του, κατάφερε να επιβιώσει -και μάλιστα με αξεπέραστο στιλ- παρά τους λοφίσκους της κόκας και του LSD αλλά και μιας μεραρχίας θηλυκών -από τις συμπρωταγωνίστριές του, ηθοποιούς, τραγουδίστριες, μοντέλα έως τη Μάργκαρετ Τριντό, την σύζυγο του τέως Καναδού πρωθυπουργού- με τα οποία επέμενε να συνευρίσκεται χωρίς προφυλάξεις. Στην αρχή της δεκαετίας του '60, όταν η Σάντρα Νάιτ, η μόνη σύζυγος που είχε ποτέ ο Νίκολσον, στράφηκε στη θρησκεία για να ξεφύγει από το διαρκές ψυχεδελικό ταξίδι της σχέσης της με τον Τζακ, εκείνος δήλωσε ότι «δεν μπορώ να ανταγωνιστώ το Θεό». Ωστόσο, φαίνεται ότι μπορούσε. Διότι ο Τζακ Νίκολσον δεν κατάφερε απλώς να βγει ζωντανός και αρτιμελής από το ντελίριο των ουσιών και του αυτοκτονικά, ιδιαίτερα αφότου εμφανίστηκε το AIDS, ελεύθερου σεξ, αλλά δικαιούται να κομπάζει ότι θριάμβευσε: Με κάποιο απίθανο και μαγικό τρόπο, ενώ περνούσε το χρόνο του άγρια φτιαγμένος από κάποια ουσία και διαρκώς περικυκλωμένος από γυναικεία κορμιά που παραδίνονταν πρόθυμα στην σεξουαλική του λαιμαργία, κατόρθωσε να προταθεί 12 φορές (κάτι που αποτελεί ρεκόρ) για Οσκαρ, το οποίο και κέρδισε τρεις φορές, ανάμεσα σε δεκάδες άλλα βραβεία που του απονεμήθηκαν ειδικώς ή γενικώς για την προσφορά του στην 7η τέχνη. Αντίθετα πχ από τον Μάρλον Μπράντο, ο Νίκολσον κατόρθωσε επίσης να μην κατρακυλήσει σε κάποια σοβαρή κρίση, προσωπική και καλλιτεχνική, παραμένοντας στην κορυφή επί πέντε δεκαετίες. Φυσικά, δεν ήταν όλες οι ταινίες στις οποίες συμμετείχε αριστουργήματα, φαίνεται όμως ότι το ταλέντο και η ακτινοβολία της προσωπικότητάς του τον κατέστησαν άτρωτο στις κακές κριτικές. Επίσης, πουλώντας πολύ αποτελεσματικά τον εαυτό του σαν εκκεντρικό και ασυμβίβαστο, ο Τζακ Νίκολσον έγινε πλούσιος κυρίως απορρίπτοντας, τουλάχιστον κατ' αρχήν, προτάσεις. Οι παραγωγοί του «Μπάτμαν» χρειάστηκε να ανεβάσουν την προσφορά τους στα 6 εκ. δολάρια προκειμένου να πείσουν τον Τζακ να παίξει τον «Τζόκερ», ο ίδιος όμως απαίτησε να έχει ποσοστά σε οτιδήποτε εμπορεύσιμο που είχε σχέση με την ταινία, κάτι που του απέφερε τελικά δεκαπλάσιο όφελος από την ήδη αστρονομική για το 1989 αμοιβή του.