Η καρδιά του Νίκου Παναγιωτόπουλου δεν χτυπά πια, αλλά το σινεμά του θα είναι για πάντα ζωντανό. Ακούγεται κλισέ όλο αυτό αλλά ισχύει απ’ άκρη σ’ άκρη: ο Νίκος Παναγιωτόπουλος αφήνει πίσω του μια σημαντική κινηματογραφική κληρονομιά. Ασυμβίβαστος στο όραμα και την αγάπη του για τον κινηματογράφο, πειραματίστηκε με όλα τα κινηματογραφικά είδη, τα τίμησε, τα ανακάτεψε, τα μπόλιασε και τα έκανε δικά του.
Αγάπησε την Αθήνα όσο λίγοι: οι ταινίες του στέκονται ταυτόχρονα ως αυτόνομα έργα μυθοπλασίας αλλά και ως περήφανα «ντοκιμαντέρ», τα οποία περιέχουν πολύτιμο αρχειακό υλικό της πόλης (και της χώρας ολόκληρης σε κάποιες περιπτώσεις), αλλά και αφουγκράζονται τον παλμό της εκάστοτε περιόδου. Οι ταινίες του Παναγιωτόπουλου είναι βουτηγμένες στο «τώρα», έχουν παρουσία «εδώ», ακόμα κι όταν κοιτούν πίσω. Τον ίδιο άλλωστε δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον. Με αφορμή τη 17η και τελευταία ταινία του, «Κόρη του Ρέμπραντ», που κυκλοφόρησε πριν από δύο μήνες, είχε δηλώσει σε πρόσφατή του συνέντευξη στο «ΘΕΜΑ»: «Ανατρέχω (σ.σ.: στο παρελθόν) αλλά όχι για να διορθώσω κάτι. Οσο μεγαλώνει κανείς, γίνεται όλο και πιο ανθεκτικός στο να ακολουθήσει το κοπάδι, το κοινό, το μέλλον. Σ’ αυτές τις ηλικίες συνομιλεί κανείς με τον θάνατο. Το μέλλον δεν το αντιμετώπισα ποτέ ως μια αξία, ενώ όλη η ανθρωπότητα στηρίζεται σ’ αυτό. Οι πρωτοποριακοί καλλιτέχνες πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι το αύριο θα τους δικαιώσει. Και να τους δικαιώσει, δεν έχει καμία σημασία».
«Αθήνα - Κωνσταντινούπολη»
Οι σπουδές στη Σορβόνη
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου του 1941 στη Μυτιλήνη. Σπούδασε Σκηνοθεσία Κινηματογράφου στην Αθήνα και ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός σκηνοθέτης σε ελληνικές αλλά και ξένες παραγωγές. Την περίοδο 1960-1973 έζησε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στο Ινστιτούτο Φιλμολογίας της Σορβόνης. Την ίδια περίοδο συνήθιζε να περνά τον χρόνο του στη γαλλική Σινεματέκ, την περιβόητη ταινιοθήκη του Παρισιού. Το 1973 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου έζησε και εργάστηκε έκτοτε. Η σύντροφός του από τότε, η ενδυματολόγος Μαριάννα Σπανουδάκη, τον συνόδευσε σε όλα του τα πρότζεκτ. Το 1974, στα πρώτα βήματα του νέου ελληνικού σινεμά, έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, τα «Χρώματα της Ιριδας», μια σπουδή πάνω στο παράλογο, με σαφείς τις επιρροές από το ευρωπαϊκό σινεμά, αλλά με ένα ιδιότυπα ελληνικό φίλτρο.
Στην καρδιά της ιστορίας ένας μουσικοσυνθέτης, ο οποίος βιώνει υπαρξιακή κρίση: στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας σε μια παραλία, εμφανίζεται ξαφνικά ένας άντρας που κρατά μια ομπρέλα. Χωρίς να αρθρώσει λέξη, αρχίζει να περπατά προς το νερό και προχωρά και προχωρά έως ότου εξαφανιστεί τελείως. Γυρισμένη κοντά στα τέλη της χούντας, η ταινία αποτελεί μια απολαυστική εμπειρία με το υποχθόνιο χιούμορ της (ιδίως εκείνο που έχει στόχο το πολιτικό κατεστημένο) και τα θολά όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Από τις πιο αξέχαστες σουρεαλιστικές στιγμές, η εμφάνιση του Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος στέκεται αμίλητος και αυστηρός σε ένα δισκοπωλείο και από πάνω ακούγεται η μουσική του σαν σάουντρακ: «Πού πας παλικάρι, ωραίος σαν μύθος κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς; [...] Ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό;».
«Ο εργένης»
Τέσσερα χρόνια μετά ήρθαν οι θρυλικοί «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας». Εφερνε στον νου το «Μεγάλο φαγοπότι» η διεστραμμένη αλληγορία του Παναγιωτόπουλου, που τοποθετεί έναν πατέρα και τους τρεις γιους του (Βασίλης Διαμαντόπουλος, Δημήτρης Πουλικάκος, Νικήτας Τσακίρογλου, Γιώργος Διαλεγμένος) σε μια προαστιακή έπαυλη, όπου και αποφασίζουν να... μην κάνουν τίποτα και να κοιμούνται από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μοναδική κινητική και υποστηρικτική δύναμη η υπηρέτριά τους (Ολγα Καρλάτου), η οποία τους καλύπτει τις βασικές ανάγκες (ανάμεσά τους και τη σεξουαλική) για να μπορέσουν να διατηρηθούν ίσα-ίσα στη ζωή. Σαν σε παράξενο, θολό όνειρο, η κάμερα ακολουθεί τη σταδιακή εξαθλίωση των πρωταγωνιστών, παραπέμποντας άμεσα στην ντεκαντάνς της αστικής τάξης. Πολυεπίπεδη, σατιρική και ακομπλεξάριστη (είναι αναζωογονητική η ερωτική της απενοχοποίηση), η ταινία κέρδισε τη Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Λοκάρνο, το Δεύτερο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και το Δεύτερο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Σικάγο. Τον Παναγιωτόπουλο, όμως, δεν τον απασχολούσαν τα βραβεία.
Και αντί να απορροφηθεί από το κυνήγι των φεστιβάλ (τα οποία και απεχθανόταν καθότι θεωρούσε τελείως αυθαίρετη την απόδοση των βραβείων), συνέχισε να κάνει ό,τι ακριβώς λαχταρούσε η ψυχή του. Σπάνια ένα ερωτηματικό έχει υπάρξει τόσο δελεαστικό σε έναν τίτλο όπως αυτό της επόμενης ταινίας του, το «Μελόδραμα;» με το οποίο ο δημιουργός στράφηκε ακόμα περισσότερο προς τα έσω πλάθοντας έναν ύμνο στο σινεφίλ ευρωπαϊκό σινεμά, με την ασπρόμαυρη φωτογραφία και τις σιωπηλές σεκάνς του. Ο Πουτσίνι και ο Βέρντι διαδέχτηκαν τον Μάλερ των «Τεμπέληδων», ενώ ο Λευτέρης Βογιατζής περιφερόταν στα άδεια στενά της Κέρκυρας, στην πρώτη ταινία μιας μακρόχρονης συνεργασίας και φιλίας.
«Ονειρεύομαι τους φίλους μου»
Αγαπούσε τους ηθοποιούς
Ο Παναγιωτόπουλος ήταν ένας σκηνοθέτης που αγαπούσε τους ηθοποιούς και ο Βογιατζής ήταν μόνο ένας από αυτούς (τελευταία ταινία του δεύτερου μάλιστα ήταν η «Λιμουζίνα» του πρώτου). Και οι ηθοποιοί αγαπούσαν τον Παναγιωτόπουλο. Γι’ αυτό και συνεργαζόταν σταθερά με πολλούς εναλλάσσοντάς τους από ταινία σε ταινία: από τον Νικήτα Τσακίρογλου και τον Στάθη Λιβαθινό έως τον Νίκο Κουρή και από την Αλεξία Καλτσίκη έως τη Δούκισσα Νομικού. Ισως επειδή ήταν και από τους λίγους που ποτέ δεν έκαναν διακρίσεις ανάμεσα σε «ποιοτικούς» και «εμπορικούς» ηθοποιούς - ταμπέλες που ο ίδιος απεχθανόταν. Και είχε μερικές ευφυέστατες ιδέες: όπως η σύμπραξη του Στράτου Τζώρτζογλου και της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη στον «Εργένη». Ή τα ανσάμπλ καστ του «Beautiful People» (με το τρίγωνο Νίκος Κουρής - Ρέα Τουτουνζή - Γιάννης Βόγλης) και του «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» (Σπύρος Παπαδόπουλος - Μαρία Ναυπλιώτου - Μαρία Σολωμού - Βίκυ Παπαδοπούλου).
«Μου ζητάς να σου πω μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αρχή γίνεται κάθε στιγμή και το τέλος δεν χωράει στην οθόνη που βλέπεις». Ετσι ξεκινά το «Βαριετέ» που εισάγει τον Σοπέν και την Ολια Λαζαρίδου σε μια ιστορία έρωτα χωρίς ξεκάθαρη αρχή, μέση και τέλος, αλλά με αξέχαστες ατάκες: «Αν θέλω να είμαι δυστυχισμένη, θα είμαι δυστυχισμένη. Δεν θα γελάω εγώ για να μην υποφέρεις εσύ». Cut, οκτώ χρόνια μετά: από τα ωραιότερα road movies που έχουν γυριστεί ποτέ, με μία από τις καλύτερες σεκάνς κλιμάκωσης που έχουν γυριστεί ποτέ, το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» ξεκινά στο Βερολίνο κάπου στα 60s για να καταλήξει στην Αθήνα των 90s.
Η πορεία του λιγομίλητου, αινιγματικού πρωταγωνιστή (ο Λευτέρης Βογιατζής, μπλαζέ κι ακαταμάχητος) από τη νιότη στη μέση ηλικία διαγράφει και την άτυπη ιστορία της γενιάς του Παναγιωτόπουλου - έναν «απολογισμό», όπως τον έχει αποκαλέσει ο ίδιος. Μπορεί να μη μαθαίνεις πολλές λεπτομέρειες για τους τέσσερις άντρες της ιστορίας ανά τις δεκαετίες (οι άλλοι τρεις είναι ο Ακύλλας Καραζήσης, ο Στάθης Λιβαθινός και ο Μηνάς Χατζησάββας), αλλά όταν, στο φινάλε της ταινίας, ξαναβρίσκονται όλοι μαζί στον γάμο της κόρης του ενός και κάνουν ένα μίτινγκ στις τουαλέτες της «Μεγάλης Βρεταννίας», οι ρόλοι είναι διακριτοί, τα χαρακτηριστικά ξεκάθαρα, τα συναισθήματα μοιρασμένα, οι διαδρομές χαρτογραφημένες. Λίγες φορές έχει χωρέσει τέτοια πίκρα, απογοήτευση και αλήθεια σε κινηματογραφικές τουαλέτες. Εκτός ίσως από τον «Εργένη» με τον οποίο ο Παναγιωτόπουλος βούτηξε στον πάτο μιας ευρύτερης τουαλέτας, βαθιά στην καταβόθρα της ελληνικής κοινωνίας, των media και του φαίνεσθαι, στον πυρήνα του αντρικού ψυχισμού και την άβυσσο του γυναικείου.
Ο Τζώρτζογλου ταιριάζει κουτί στον αυτοκαταστροφικό πρωταγωνιστή, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη τα σπάει στον ρόλο της φαμ φατάλ και ο Ακης Σακελλαρίου το διασκεδάζει ως νταβατζής Χουάν.
«Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου»
«Αυτή η νύχτα μένει»
Και κάπου εκεί είναι που ο Παναγιωτόπουλος περνά από το σκοτάδι στο φως με την καλύτερη ΚΑΙ πιο δημοφιλή του ταινία ταυτόχρονα (σπάνιο επίτευγμα). Το «Αυτή η νύχτα μένει», αυτή η υπέροχη, αξέχαστη ιστορία αγάπης αποτυπώνει με αφοπλιστική αμεσότητα την ελληνική πραγματικότητα τη δεδομένη στιγμή, με τη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη και τη φωνή της Δήμητρας Παπίου να υπογραμμίζουν μοναδικά το γλυκόπικρο συναίσθημα που αιωρείται πάνω από τα κεφάλια των πρωταγωνιστών, καθώς τα αεροπλάνα τούς προσπερνούν καθημερινά προς άλλους προορισμούς, άλλες ζωές, επιθυμίες και όνειρα.
Και κάπως έτσι, σαν σε τρενάκι του λούνα παρκ, συνέχισε να περνά από τα πάνω και τα κάτω, τα μέσα και τα έξω της ανθρώπινης εμπειρίας: ξανα-αγριεύει στο «Delivery» με τον Θάνο Σαμαρά και την Αλεξία Καλτσίκη, το ρίχνει στο τραγούδι στο «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, μυρίζει τις γειτονιές της πόλης του στα «Οπωροφόρα της Αθήνας» με τον Νίκο Κουρή, για να ξανασυναντηθεί με την κωμωδία και τους αδερφούς Μαρξ στην «Κόρη του Ρέμπραντ».
«Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας»
Οταν είχαμε συναντηθεί με αφορμή αυτή την τελευταία του ταινία, του είχα αναφέρει μια φράση που λέει ένας χαρακτήρας στο «Ονειρεύομαι τους φίλους μου»: «Αμα είσαι νεκρός δεν μπορείς να μετανιώσεις για τίποτα». «Αλλο νόημα έχει αυτή η ατάκα», με είχε διορθώσει και επεσήμανε: «Εχει να κάνει με τον θάνατο. Η υστεροφημία είναι κάτι νεκροφιλικό. Πώς μπορεί να με ενδιαφέρει κάτι μετά τον θάνατό μου; Και να θέλω ν’ αλλάξω κάτι, δεν μπορώ. Ο Καμύ είχε μια ωραία φράση: "Η κυρία Ρολάν πίστευε στους μεταγενέστερους". Αυτή η απερισκεψία πήρε το μάθημά της. Οι μεταγενέστεροι αγνοούν την κυρία Ρολάν. Προσωπικά, είμαι στο βασίλειο της αμφιβολίας διαρκώς». Δεν υπάρχει αμφιβολία εδώ: ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι το αντίθετο της κυρίας Ρολάν. Θα είναι αδύνατο για τους μεταγενέστερους να τον αγνοήσουν.