Κόπωση συμπόνιας: Είναι ανήθικο ή αναπόφευκτο να πάψουμε να νοιαζόμαστε για τις φρικτές ειδήσεις;

Κόπωση συμπόνιας: Είναι ανήθικο ή αναπόφευκτο να πάψουμε να νοιαζόμαστε για τις φρικτές ειδήσεις;

Μπροστά σε τόσο τρόμο, κινδυνεύουμε να γίνουμε τελείως απαθείς και ποιες θα είναι οι συνέπειες αν συμβεί αυτό;

omran
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό άρθρο, πάνω σε ένα θέμα που σίγουρα έχει απασχολήσει πολλούς από εμάς, δημοσιεύει η εφημερίδα Guardian.

Στην εκτενή ανάλυσή της, η αρθρογράφος της βρετανικής εφημερίδας Ελίζα Λάμπερτ επιχειρεί να ρίξει φως σε ένα ψυχολογικό φαινόμενο που εξαπλώνεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, επηρεάζοντας πολλούς ανθρώπους και κάνοντάς τους να αμφισβητούν βασικές πτυχές της προσωπικότητάς τους, όπως π.χ. την ηθική ή την ευαισθησία τους.

Πρόκειται για την κόπωση συμπόνιας, ένα φαινόμενο που έχει ως κύρια συνέπεια την έλλειψη ενσυναίσθησης ενός ανθρώπου μπροστά σε μια φρικτή είδηση που ακούει ή διαβάζει, ένα συναισθηματικό «μπλοκάρισμα», τα αίτια του οποίου μπορούν εύκολα να εντοπιστούν στον «καταιγισμό» του τρόμου που δεχόμαστε από τα ΜΜΕ και τα social media σε καθημερινή βάση.

Τι είναι η κόπωση συμπόνιας


Ο ψυχολόγος Τσαρλς Φίγκλι ορίζει την κόπωση συμπόνιας ως «μία κατάσταση εξάντλησης και δυσλειτουργίας, βιολογικής, σωματικής και συναισθηματικής, που έρχεται ως συνέπεια της παρατεταμένης έκθεσης σε στρες συμπόνιας». Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν συμπεριφορικές αλλαγές, (όπως μειωμένη αντικειμενικότητα), σωματικές αλλαγές (εξάντληση, άγχος και αρρυθμίες) και συναισθηματικές αλλαγές (απάθεια, κατάθλιψη, αίσθηση απώλειας σκοπού). Πρόκειται για ένα φαινόμενο που απαντά συχνά σε επαγγέλματα του κλάδου υγείας, όπως οι νοσηλεύτριες, όπου η υπερβολική έκθεση σε τραυματικές εικόνες και εμπειρίες μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα υγείας των εργαζομένων και δυσάρεστες συνέπειες για τους ασθενείς.

Στις μέρες μας ωστόσο το φαινόμενο έχει επεκταθεί στον γενικό πληθυσμό, αφού καταιγιζόμαστε καθημερινά από πλήθος τρομακτικών και σοκαριστικών ειδήσεων και εικόνων, που «κραυγάζουν» διεκδικώντας την προσοχή μας.

Στο βιβλίο της «Κόπωση Συμπόνιας: Πώς τα ΜΜΕ πουλούν την αρρώστια, τον λιμό, τον πόλεμο και τον θάνατο», η δημοσιογράφος και ακαδημαϊκός Σούζαν Μόελερ διερευνά σε βάθος αυτό το φαινόμενο. «Είναι σαν τα ΜΜΕ να τρέχουν βιαστικά από το ένα τραύμα στο άλλο, σε μια αδιάκοπη περιήγηση φτώχειας, αρρώστιας και θανάτου. Οι συμφορές χάνουν τα όριά τους. Όλες οι κρίσεις γίγονται μία κρίση. Ο όγκος των κακών ειδήσεων βυθίζει το κοινό σε μια αποχαύνωση» γράφει χαρακτηριστικά η Μόελερ στο βιβλίο της.

Κλείσιμο
Σύμφωνα με τη συγγραφέα, η κόπωση συμπόνιας είναι ένας φαύλος κύκλος. Καθώς ο πόλεμος και η πείνα αποτελούν μόνιμη κατάσταση σε ορισμένες περιοχές, έχουν εξελιχθεί σε «βαρετά θέματα», που ο κόσμος έχει ξαναδεί δεκάδες φορές. «Ο μόνος τρόπος να διαπεράσεις την πλήξη του κοινού είναι να κάνεις την κάθε καταστροφή χειρότερη από την προηγούμενη», αναφέρει η συγγραφέας. Όταν πρόκειται για διεθνείς ειδήσεις, τα γεγονότα πρέπει να είναι ακόμα πιο δραματικά και βίαια, προκειμένου να συναγωνίζονται σε ενδιαφέρον τις τοπικές ειδήσεις, όπως καταδεικνύει μια μελέτη για τη διεθνή κάλυψη των γεγονότων που εκπονήθηκε το 1995 από το Κέντρο Ερευνών Pew στην Ουάσινγκτον.

Τα ΜΜΕ και η κάλυψη της φρίκης


Τα ΜΜΕ που επιβιώνουν χάρη στις διαφημίσεις θέλουν απεγνωσμένα να τραβούν την προσοχή. Αυτό οδηγεί σε κιτρινισμό και προβολή εικόνων που σοκάρουν: σκελετωμένα παιδιά μου λιμοκτονούν, πόλεις ρημαγμένες από τον πόλεμο, διάσπαρτες με πτώματα. Όμως αυτές οι εικόνες προκαλούν εύλογα αναστάτωση, και το κοινό πολλές φορές τους γυρίζει την πλάτη, μια μορφή αυτοπροστασίας.

Όταν μία είδηση αρχίζει να χάνει το ενδιαφέρον της και μαζί τα κλικ των αναγνωστών, τότε τα ΜΜΕ πάνε παρακάτω. Με λίγα λόγια, οι κρίσεις γίνονται βαρετές πολύ πριν επιλυθούν.

Ο λόγος που η κάλυψη των αργά εξελισσόμενων, περίπλοκων κρίσεων όπως η πείνα και πόλεμος έχει χρονικό περιορισμό, αποτελεί μόνο μια πλευρά του προβλήματος. Η έλλειψη ενδιαφέροντος από το κοινό είναι μια ακόμη πτυχή του. Υπάρχει όμως ένας καλός λόγος και για τα δύο φαινόμενα, και δεν είναι (όπως θα νόμιζε κανείς) η κατάπτωση των ηθικών αξιών.

Η αδιαφορία μπροστά στη φρίκη μπορεί να δείχνει άκαρδη, εκ πρώτης όψεως. Όπως, όπως τονίζουν αρκετοί ψυχολόγοι, η κόπωση συμπόνιας - τουλάχιστον στα ιατρικά επαγγέλματα - πηγάζει από την επιθυμία να βοηθήσεις. Δεν υπάρχει κόπωση συμπόνιας χωρίς συμπόνια. Οι νοσηλευτές για παράδειγμα βλέπουν κάποιον που υποφέρει και θέλουν να ανακουφίσουν τον πόνο του. Όμως δεν μπορούν πάντα να το καταφέρουν αυτό. Σε αυτήν την περίπτωση, η κόπωση συμπόνιας δεν είναι τίποτε άλλο παρά καταπιεσμένη συμπόνια.

Εάν οι επαγγελματίες της υγείας κινδυνεύουν επειδή φροντίζουν τους τραυματισμένους, οι καταναλωτές ειδήσεων με ενσυναίσθηση κινδυνεύουν επειδή εκτίθενται σε ειδήσεις. Ανοίγοντας απλώς το Twitter, το κινητό ή την τηλεόραση, έρχεσαι σε άμεση επαφή με τεράστια προβλήματα που δεν μπορείς σε καμία περίπτωση να λύσεις. Μπορείς φυσικά να βοηθήσεις αλλά η διαφορά που μπορεί να κάνει μια ατομική συνεισφορά (μέσω οικονομικής ενίσχυσης ή συμμετοχής στα κοινά) συχνά είναι αμελητέα.

Η Μόελερ ισχυρίζεται ότι η κόπωση συμπόνιας δεν είναι αναπόφευκτη και ότι τα media μπορούν να την καταπολεμήσουν προσφέροντας κάλυψη που δεν είναι τυποποιημένη ούτε «κίτρινη».


Η ηθική πλευρά του ζητήματος

Για την συγγραφέα Σούζαν Σόνταγκ, που το 2003 έγραψε ένα βιβλίο πάνω στο ίδιο ζήτημα, η κόπωση συμπόνιας είναι μια φυσιολογική αντίδραση στο μπαράζ φρικτών εικόνων που δέχεται ένας άνθρωπος καθημερινά: «Κάποιος που ξαφνιάζεται με την ύπαρξη ανηθικότητας, που συνεχίζει να απογοητεύεται ή ακόμα και να μην πιστεύει αποδείξεις για το πόσο αποτρόπαιες φρικαλεότητες μπορεί να διαπράξει ένας άνθρωπος σε κάποιον άλλον, δεν έχει φτάσει ακόμα στην ηθική ή την ψυχολογική ενηλικίωση», αναφέρει χαρακτηριστικά η συγγραφέας.

Με βάση αυτήν την άποψη, η κόπωση συμπόνιας δεν είναι παρά ένα δείγμα ωρίμανσης του ατόμου.

Από την άλλη μεριά όμως, αν αισθανόμαστε ότι έχουμε δικαίωμα να είμαστε απαθείς, ή νιώθουμε ακόμα και περήφανοι για την απάθειά μας, μπορεί αυτό να αποτελέσει μια εύκολη δικαιολογία για ηθική νωθρότητα. Το 2000, ο New Yorker δημοσίευσε μια γελοιογραφία που έδειχνε δύο άνδρες με κοστούμια να προσπερνούν έναν ρακένδυτο και εξαθλιωμένο άστεγο που ζητιάνευε. Ο ένας «κουστουμάτος» λέει στον άλλον: «Φαντάσου, τόσο καιρό ανησυχούσα ότι είμαι εγωίσταρος. Τελικά, όπως αποδείχθηκε υποφέρω από κόπωση συμπόνιας».

Όπως επισημαίνει η αρθρογράφος, που δραστηριοποιείται στον τομέα της υγείας, η ίδια έχει φτάσει στο σημείο που η αίσθηση σοκ είναι κάτι το φυσιολογικό για εκείνη, ένα γεγονός που κρατάει στο μυαλό της αλλά δεν νιώθει στο κορμί της. Προκειμένου να προστατέψει την συναισθηματική της αντοχή, κάνει «διαλείμματα» και επιστρατεύει διάφορες πρακτικές για να μειώσει το στρες. Βγαίνει με φίλους, βλέπει διασκεδαστικά βιντεάκια στο ΥouTube. «Ωστόσο τα διαλείμματα αυτά από την πραγματικότητα γίνονται ολοένα και πιο μεγάλα, και αρχίζουν να μοιάζουν ανησυχητικά με αποφυγή».

«Η τήρηση απόστασης είναι καλύτερη από την συνεχή αίσθηση οργής» αναφέρει η αρθρογράφος, διερωτώμενη ωστόσο μέχρι πού φτάνει η ευθύνη της και πόσα πρέπει να ξέρει για τα δεινά που ταλανίζουν τον κόσμο. Ο καταιγισμός των τρομακτικών ειδήσεων σε διεθνές επίπεδο μπορεί να παραλύσει έναν άνθρωπο και να τον κάνει λιγότερο αποτελεσματικό και δοτικό στις τοπικές κοινότητες όπου ανήκει. Μία άλλη εκδοχή είναι να τον κάνει μοιρολάτρη, ωθώντας τον να υιοθετήσει την αντίληψη ότι «έτσι κι αλλιώς είμαστε χαμένοι, ό,τι κι αν κάνουμε».

Πρέπει τελικά να νιώθουμε άσχημα για να κάνουμε κάτι καλό; Ο ψυχολόγος Πολ Μπλουμ, συγγραφέας του βιβλίου «Κατά της Ενσυναίσθησης» πιστεύει ότι μπορούμε να είμαστε ηθικοί και χωρίς ενσυναίσθηση, αφού πρόκειται για ένα άκρως αναξιόπιστο συναίσθημα, στο οποίος δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη. Κατά τον ίδιο, δεν πρέπει να μοιράζουμε βοήθεια ανάλογα με την συμπόνια που νιώθουμε για κάποιον, αλλά πρέπει να βοηθάμε εκείνους που το έχουν περισσότερο ανάγκη τη βοήθειά μας.

Η απάντηση, στο μυαλό του Μπλουμ, είναι να μην σκορπάμε τη συμπόνια μας με μη βιώσιμο τρόπο, αλλά να την διαχειριζόμαστε προσεκτικά, ώστε να προσεγγίζουμε τα προβλήματα με βάση την λογική. Ακόμα και για τον ψυχολόγο Μπάρον Κοέν, που εξισώνει την διάβρωση της ενσυναίσθησης με το κακό, υπάρχουν άνθρωποι με μηδέν ενσυναίσθηση που είναι «βράχοι» ηθικής, κι αυτό το καταφέρνουν μέσω ενός συστήματος στο μυαλό τους που διακρίνει το σωστό από το λάθος. Αυτό αποδεικνύει ότι η ηθική δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την ενσυναίσθηση και την συμπόνια, αν και οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε την τάση να συμμορφωνόμαστε απόλυτα με εσωτερικά συστήματα αξιών.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

BEST OF NETWORK

Δείτε Επίσης