Αβάντι! Νίτσα, Λίτσα, Ζανέτ, Κοκό: Μια επιθεώρηση ετοιμάζεται

Αβάντι! Νίτσα, Λίτσα, Ζανέτ, Κοκό: Μια επιθεώρηση ετοιμάζεται

Ένα αγαπημένο θεατρικό είδος που ξεσήκωνε πάντα τους Παλιούς Αθηναίους και Αθηναίες ήταν η επιθεώρηση. Ο κόσμος ξεχνούσε τα καθημερινά του βάσανα και γελούσε αβίαστα. Συγγραφείς πρωτοκλασάτοι όπως ο Χρήστος Χαιρόπουλος, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Αλέκος Σακελλάριος έδιναν με τα κείμενά τους και την απαιτούμενη ποιότητα.

athens_arthro
Οι εφημερίδες παρακολουθούσαν φυσικά όλες τις προετοιμασίες και τ’ανεβάσματα,βρίσκοντας συνήθως επαινετικά λόγια, αφού ότι και να έγραφαν το κοινό ήταν εξασφαλισμένο, πλην βεβαίως ελαχίστων εξαιρέσεων.

Όπως διατύπωνε χαρακτηριστικά η εφημερίδα «Άστυ» το 1887:

“Χειροκροτείτε όσον ειμπορείτε πάντα ηθοποιόν, πάσαναοιδόν ανεξαιρέτως. Τοιουτοτρόπως ωφελείσθε διττώς: Θα αποκτάτε ένα νέον φίλον, όστις θα σας ευγνωμονή δια την συμπάθειάνσας, και θα ζεσταίνετε και τας χείρας σας”.

Θα σας παρουσιάσω σήμερα σκηνές από την προετοιμασία μιας τέτοιας επιθεωρήσεως στο γνωστό θέατρο «Παπαϊωάννου» (1928). Το ρεπορτάζ είναι του ίδιου του Χαιρόπουλουγια την εφημερίδα «Εβδομάς». Σκηνές σουρεαλιστικές, όλα την τελευταία στιγμή, προχειρότητα, ανευθυνότητα κλπ, κλπ. Και να σκεφθεί κανείς ότι μιλάμε για ένα από τους μεγαλύτερους θιάσους. Καταλαβαίνετε βεβαίως τι γινόταν στα λεγόμενα «λαϊκά» θέατρα...

Και αυτό το κείμενο είναι παρμένο από το καινούργιο μου βιβλίο

«Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες» ((Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, 2018)


Κλείσιμο
theatre2


«Έχει πολύ ενδιαφέρον και είναι κάτι τι το εξαιρετικό η προετοιμασία του ανεβάσματος μιάςεπιθεωρήσεως. Δεν προβάρεται και δεν προετοιμάζεται όπως τα άλλα θεατρικά έργα. Η προετοιμασία της είναι περίεργη, περίπλοκη και πολυσύνθετη. Μιάν εικόνα του πως προβάρεται μια επιθεώρησιςστας Αθήνας δίδει φίλος συγγραφεύς επιθεωρήσεως εις την κατωτέρω περιγραφήν του:

-Εμπρός! Αβάντι! Νίτσα, Λίτσα, Φόφη, Κοκό, Λιλή, Σόνια, Ζανέτ. Πάλι από την αρκή. Ντεν πάει. Αβάντι! Άϊν, τσβάϊν, τράϊν. Ίρμα πιο ψηλά το ντεξίπόντι.

Η χορογράφος, καθισμένη σε μια καρέκλα του καφενείου προς το δεξιό μέρος της σκηνής, μετρά με το στόμα και χτυπά τις παλάμες για να ρυθμίζη τα βήματα. Και το μπαλέττο πηδά και αγωνίζεται να μάθη τον καινούργιο χορό. Είνε όλες ντυμένες με μαύρα η πολύχρωμα μαγιό που αφίνουν έξω χέρια, γάμπες, πλάτες και λαιμούς. Στα πόδια φορούν ελαφρά μαύρα πέδιλα.

Ιδρώνουν και ξαναιδρώνουν, μα δεν εννοούν να υποχωρήσουν η μάλλον η χορογράφος δεν εννοεί να τις αφίση να υποχωρήσουν. Η ρεβύ πρέπει απαραίτητα να «πάει» την Παρασκευή. Είναι η καλυτέρα μέρα. Παρασκευή-Πρεμιέρα και Σαββατοκύριακο – με τη «ματινέ» εννοείται- το θέατρο θα είναι εξάπαντος φίσκα. Κ’ ύστερα η Δευτέρα –η κρίσιμη αυτή Δευτέρα των ελληνικών θεάτρων- θα δείξη αν το έργο θα κάνη τριάντα βραδιές «σερί» ή θα πρέπει μεσοβδόμαδα ναρχίσουν πρόβες για καινούργιο.


theatre1


Κι’ ο πιανίστας εξακολουθεί να χτυπάη αδιάκοπα τα πλήκτρα. Μπροστά του έχει ένα μουσικό χειρόγραφο με ψιλές νότες. Στην αρχή του φύλλου είναι γραμμένα: «Αρλούμπα, θεαματική υπερεπιθεώρησις. Ο χορός των φρούτων-μπαλέττο. Μουσική Χ.Ψ.». Μα ενώ παίζει ολοένα κυττάζει πού και πού ψηλά. Πάνω σχεδόν από το κεφάλι του τινάζονται η γυμνές ως απάνω γάμπες του μπαλέττου. Σε μια στιγμή της Λιλής το μαγιό ξεκουμπώνεται εκεί κοντά στον ώμο και γλυστρά προς τα κάτω. Μα η Λιλή δεν έχει καιρό να προσέξη. Ασχολείται να σηκώνη τα χέρια πολύ ψηλά και να γέρνη μαζί με τις άλλες προς τα πίσω. Είνε μια από τις φιγούρες του χορού. Και μόνο από το πιάνο ακούγεται ένα φάλτσο.
***
Η αρχή κάθε έργου είνε στερεότυπη. Ένα πρωϊ –ένα μεσημέρι μάλλον- στο θέατρο καταπλέει ένας άνθρωπος κοινής μορφής με ένα ρολό χειρογράφων υπό μάλης. Είνε ο συγγραφεύς της «Αρλούμπας», διπράκτουυπερεπιθεωρήσεως με τριάντα εικόνας, εκατόν εικοσιπέντε κοστούμια και ούτε εκατόν εικοσιπέντε κόκκους πνεύματος.

Ύστερα από λίγα λεπτά, στο γραφείο του θιασάρχου έχει κλειστή η συμφωνία. Δέκα τοις εκατό συγγραφικά ποσοστά, εκ των οποίων τα δυό στο μουσικό. Έξοδα τριάντα χιλιάδων απαραίτητα –κοστούμια, σκηνογραφίες-, διαφήμισι ξεχωριστή. Τα τραγουδάκια του έργου θα βγούν σε φυλλάδιο που στο εξώφυλλο θα φέρη την εικόνα του συγγραφέως, το κλισέ της οποίας θα επιβαρύνη τον ίδιον.

Και το ίδιο βράδυ σημειώνεται στο «όρντινο»: Δευτέρα 2 Ιουλίου ώρα 11 π. μ. ακριβώς. Ηθοποιοί: Μάγδα Λενίδη, Σπύρος Γιαλάκος, Σταύρος Σταυρίδης, Νίτσα Χάρη. Έργον προς δοκιμήν: «Η Αρλούμπα», υπερεπιθεώρησης. Εκ της διευθύνσεως».

Δευτέρα ώρα ένδεκα και μισή. Από τους ηθοποιούς που έχουν πρόβα δεν έχει καταφθάση παρά μόνο ο κ. Σταύρος Σταυρίδης, ο οποίος διαμαρτύρεται:

-Που ειν’ οι άλλοι; Δεν μπορώ να περιμένω.

-Έλα ντε, ήρθες μια φορά κ’ εσύ μόνο μισή ώρα αργότερα και φωνάζεις, του λέει ο θιασάρχης.

-Στις δώδεκα πρέπει να βγάλω το δόντι μου.

-Το βγάζεις αύριο στις δώδεκα.

-Αδύνατον! Είμαι τζαμπατζής κι’ αύριο ο γιατρός μπορεί να μου ζητήση βίζιτα.

Στις δώδεκα και δέκα ακριβώς έχουν μαζευτή και οι τέσσερις ηθοποιοί.

-Θα σας βάλω πρόστιμο! Απειλεί ο θιασάρχης. Δεν μπορείτε να ερχόσαστε όποτε θέλετε.

Η δις Μάγδα Λενίδη βγάζει ένα τεράστιο θερμόμετρο και το δείχνει στο θιασάρχη:

-Όλη τη νύχτα ψήθηκα στον πυρετό.

-Τι λες ρε Μάγδα; Διακόπτει ο υποβολέας του θιάσου. Στις εξήμισυ το πρωϊ δεν έτρωγες στην Βαρυμπόμπη με τον Βρανόπουλο το χρηματιστή;

-Εμπρός! Εμπρός! Φωνάζει ο μαέστρος. Πάμε. Φοξ αργό.

Στους τέσσερις ηθοποιούς μοιράζονται τέσσερα χαρτάκια με τα λόγια.

-Πρώτες τέσσερις μπατούττες, η Μάγδα, φωνάζει ο μαέστρος ενώ συγχρόνως παίζει. Δεύτερος ο Σταυρίδης. Ύστερα όλοι μαζί. Ντα κάπο!

-Πφ! Τι σαχλαμάρα ειν’ αυτό το νούμερο! Διαμαρτύρεται η ετέρα καλλιτέχνις δις Νίτσα Χάρη.

-Τι λες Νιτσάκι; Φωνάζει ο συγγραφεύς. Σ’ αυτό το νούμερο στηρίζεται όλη η πρώτη πράξις.

-Πάψε Μίμη, αυτά τα λες για να το πάρω. Εγώ όμως δεν εννοώ να ρεζιλευτώ. Θα κάνω έξοδα για το κοστούμι, και το νούμερο δε θα κάνη ούτε ένα μπίζ.

-Είνε νούμερο αβανταδόρικο επιμένει ο συγγραφεύς. Για δες το δεύτερο κουπλέ.

-Είνε νούμερο «πασσάμπιλε» σου λέω! Βρείτε άλλη να το κάνη. Εγώ της παραχωρώ τη θέσι μου.

Ο θιασάρχης κατέρχεται για να συμβιβάση τα πράγματα.

-Άκουσε Νίτσα, μπορεί αυτό το νούμερο να μην είνε πρώτης τάξεως, ο συγγραφεύς όμως θα σου δώση το φινάλε του Βορείου Πόλου.

-Μάλιστα, θα κάνης την λευκή άρκτο.

-Αρκούδα εγώ! Δε ντρεπόσαστε να μου το λέτε

***
Πρόβα τζενεράλε. Ώρα ένδεκα παρά τέταρτο νυκτερινή. Κτυπά το τρίτο κουδούνι. Στην πλατεία λίγοι φίλοι του θεάτρου. Η αυλαία σηκώνεται ύστερα από την εισαγωγή της ορχήστρας. Οι ηθοποιοί βγαίνουν με τα συνηθισμένα τους ρούχα. Στο πέμπτο νούμερο λείπει η σκηνογραφία.

-Ο Αρμενόπουλος είπε πως θα τη φέρη αύριο πρωϊ-πρωϊ εξηγεί ο θιασάρχης.

Εις το διάλειμμα της πρώτης –ώρα δευτέρα πρωϊνή- ο συγγραφεύς κλαίει και οδύρεται:

-Είνε άγουρο. Δεν πρέπει να πάη αύριο.

-Αδύνατον! Λέει ο θιασάρχης. Έχουμε εκτεθή. Θα ξημερωθούμε και θα το δέσουμε.

-Μη μας δέση εμάς αύριο ο κόσμος.

Το αστείο προκαλεί το σπάσιμο ενός γλόμπου.

Στο φινάλε των άστρων, την ώρα που κατεβαίνει από πάνω η πρωταγωνίστρια ντυμένη Φεγγάρι, το σκοινί σπάζει από τη μια μεριά και η πρωταγωνίστρια κρεμιέται σα σφαχτό από την άλλη. Ο μηχανικός σπεύδει να την βοηθήση να κατέβη και να της ψιθυρίση λίγες δικαιολογίες.

-Θα σκοτωθούμε όλοι γι’ αυτή την αηδία φωνάζει το Φεγγάρι μαινόμενον.

Ο ατυχής συγγραφεύς τα έχει χαμένα. Για να το λέη και η πρωταγωνίστρια θα πή πως η «Αρλούμπα» είνε πράγματι αρλούμπα. Κρίμα τους κόπους του. Δεν θα εισπραχθούν ούτε πεντακόσιες δραχμές ποσοστά.
***
Την επόμενη βραδιά έκπληξις. Το έργο πήγε ρολόϊ. Τα «φανταράκια» που ο συγγραφεύς νόμιζε πως θα περάσουν απαρατήρητα έκαναν τρία μπίζ. Το ταμείο παρουσίασε είσπραξι δεκατέσσερις χιλιάδες τριακόσιες εξήντα δύο δραχμές.

-Ποτέ δεν έχω παίξη σε εξυπνότερη επιθεώρησι! Αποφαίνεται στο διάλειμμα της πρώτης πράξεως η πρωταγωνίστρια ενώ αγκαλιάζει τον συγγραφέα. Μπράβο σου!

-Ζαζά μου σ’ ευχαριστώ ψιθυρίζει ο ατυχής συγγραφεύς έκπληκτος προ της αιφνιδίας αυτής αλλαγής των αισθημάτων.

***

Ώρα μία και τέταρτο μετά μεσονύκτιον. Στο νυκτερινό κέντρον της Ομονοίας ο συγγραφεύς πίνει μπύρες με τον υποβολέα και το μαέστρο, ενώ εις το πίσω τραπέζι τρώει η σουμπρέττα με το φίλο της. Δίπλα περνούν η γυναίκες του κόρου συντροφευμένες από τους φίλους τους. Η είσπραξι πήγε καλά, ο θιασάρχης εμοίρασε προκαταβολή. Το κόρο θα γλεντήση κι’ αυτό σε ζευγάρια που διψούν για έρωτα και για γλέντι. Καλά, κι’ αύριο; Μα σκέπτονται ποτέ γι’ αύριο τα τζιτζίκια;».


theatre4


theatre5



(«Εβδομάς», 1928, Χρήστος Χαιρόπουλος)

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης