Αλλαγή χώρου διεξαγωγής της συναυλίας του Gary Moore
Στο Κλειστό Γυμναστήριο Φαλήρου ( tae kwon do) και όχι στον Λυκαβηττό, θα εμφανισθεί τελικά ο Gary Moore, το Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου (στις 21:00), σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση των διοργανωτών.
Προπώληση εισιτηρίων (από Παρασκευή 1η Αυγούστου 2008):
METROPOLIS , TICKETHOUSE (Πανεπιστημίου 42 - Εντός Στοάς, τηλ: 210 3608366)
ticketservices.gr (Πανεπιστημίου 39 – Στοά Πεσμαζόγλου, τηλ: 210 7234567)
Τιμή εισιτηρίου:
Προπώληση: 45€
Ταμείο: 50€
Στο Κλειστό Γυμναστήριο Φαλήρου ( tae kwon do) και όχι στον Λυκαβηττό, θα εμφανισθεί τελικά ο Gary Moore, το Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου (στις 21:00), σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση των διοργανωτών.
Προπώληση εισιτηρίων (από Παρασκευή 1η Αυγούστου 2008):
METROPOLIS , TICKETHOUSE (Πανεπιστημίου 42 - Εντός Στοάς, τηλ: 210 3608366)
ticketservices.gr (Πανεπιστημίου 39 – Στοά Πεσμαζόγλου, τηλ: 210 7234567)
Τιμή εισιτηρίου:
Προπώληση: 45€
Ταμείο: 50€
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
On Stage
LINKS
http://www.onstage.gr/
Με την καριέρα του να ξεπερνά τα σαράντα χρόνια, 11 τραγούδια στο βρετανικό Top 40, από τα οποία 2 στο Top 10, πάνω από 30 δισκογραφικές κυκλοφορίες, ιστορικές συνεργασίες και μια μοναδική ικανότητα να αφομοιώνει διαφορετικά είδη μουσικής, ο Gary Moore έχει κατακτήσει τον τίτλο του θρύλου της κιθάρας. Συνδυάζοντας τη δύναμη του rock μ’ έναν εντελώς προσωπικό, βαθύ λυρισμό, ο Moore αποτέλεσε έμπνευση για μουσικούς σ’ όλον τον κόσμο και κέρδισε τη λατρεία του κοινού. Από τις άγριες μέρες των Thin Lizzy, στον εμπορικό και καλλιτεχνικό θρίαμβο του «Still Got the Blues» και του «Empty Rooms», μέχρι τη solo βουτιά του στο fusion, η δεξιοτεχνία και ο συναισθηματισμός του κράτησαν τον κόσμο σε εγρήγορση και θεμελίωσαν τη φήμη του ως σπουδαίου κιθαρίστα. Ο ίδιος, άλλωστε, μιλά για την κιθάρα με τα πιο ερωτικά λόγια: «Είναι ένα πολύ ‘ανθρώπινο’ μουσικό όργανο, γιατί το κρατάς με τα δυο σου χέρια και το ακουμπάς πάνω στο σώμα σου. Μπορείς να κάνεις μια κιθάρα να κλάψει, να γελάσει, να ψιθυρίσει. Μπορείς να παίξεις μία, μόνο, νότα στην κιθάρα και ο κόσμος να συγκλονιστεί, αν είναι η σωστή νότα, στο σωστό χώρο, παιγμένη από το σωστό άνθρωπο.»
Πριν, ακόμα, ξεκινήσει τη σόλο καριέρα του, που έτυχε μεγάλης αναγνώρισης στην Ευρώπη, ο Gary Moore ήταν ήδη γνωστός για τη δουλειά του με τους Thin Lizzy και τους Skid Row. Πέρα από τη βαθειά γνώση του στις αρχές της blues μουσικής, διαθέτει την ικανότητα να επιτυγχάνει υψηλή ποιότητα στο παίξιμο της κιθάρας με όποιο μουσικό είδος και να καταπιαστεί. Από blues, rock & roll boogie, jazz-rock fusion, hard rock και progressive rock, μέχρι το πιο σκληρό metal. Από τους πιο σύγχρονους θαυμαστές του Gary Moore, οι οποίοι πιθανόν τον γνωρίζουν ως blues κιθαρίστα και τραγουδιστή, ελάχιστοι ίσως ξέρουν ότι στις αρχές της καριέρας του ήταν ένας από τους πιο περιζήτητους rock/metal κιθαρίστες της γενιάς του και μάλιστα είχε έντονο πυρήνα από φανατικούς οπαδούς που τον ακολουθούσαν.
Δίκαια αναγνωρισμένος ως ένας από τους καλύτερους ευρωπαίους rock κιθαρίστες των 30 τελευταίων χρόνων, ο Gary Moore δε δίστασε ποτέ να ρισκάρει με τις επιλογές του σε ανθρώπους που συνεργάστηκε, αλλά και τις μουσικές κατευθύνσεις που συχνά ακολουθούσε. Οι παθιασμένες και επίμονες μουσικές του επιλογές συχνά του κόστισαν σε θαυμαστές αλλά του άνοιξαν την πόρτα σε διαφορετικό κοινό και στην εξέλιξη του ταλέντου του: Η σύντομη θητεία του στις τάξεις των Thin Lizzy που εκείνα τα χρόνια μεσουρανούσαν, από τη μια τον εισήγαγε στην πιο δημιουργική φάση της καριέρας του και από την άλλη τον έκανε να χάσει μεγάλη μερίδα φανατικών του καθώς επισκιάζονταν δίπλα στην προσωπικότητα του Philip Lynott. Το ίδιο περίπου συνέβη όταν αποφάσισε να εξερευνήσει την αγάπη του για τη blues καθώς ένα μέρος του hard rock κοινού που τον αγαπούσε δεν τον ακολούθησε. Αργότερα, στις εποχές του «Dark Days in Paradise» και του «A Different Beat», το πιο φανατικό blues κοινό αποξενώθηκε με τις ηχογραφήσεις του και τη νέα τροπή που επιχειρούσε στα άλμπουμ του. Ως solo artist έγραψε pop τραγούδια, κάτι αντίθετο με τις προσδοκίες των heavy rockers. Δεν έβρισκε τραγουδιστή και αποφάσισε να τραγουδήσει ο ίδιος, ενώ ποτέ δεν τον ενδιέφερε να είναι lead singer. Μια παραγνωρισμένη περίοδος στην καριέρα του Gary Moore ήταν με το πειραματικό progressive rock συγκρότημα Colosseum II, που είναι μια ακόμα απόδειξη για τις ασυμβίβαστες κινήσεις καριέρας του Gary Moore που αν και τον ζημίωναν εμπορικά, ταυτόχρονα τον έκαναν και μια ξεχωριστή μουσική προσωπικότητα.
Οι Jeff Beck και Peter Green είναι οι δυο μεγαλύτερες επιρροές του Gary Moore. Το στιλ του Beck κυριαρχεί στις rock ηχογραφήσεις του, ενώ ο Green είναι η μεγαλύτερη blues αναφορά του. Φυσικά όμως τη μεγαλύτερη εγγύτητα ένιωθε ο Moore για τον Eric Clapton. Μάλιστα πήρε άτυπα τον ρόλο του «Slowhand», όταν σχημάτισε το συγκρότημα BBM με τον Ginger Baker και τον Jack Bruce, δηλαδή τα υπόλοιπα δυο μέλη που με τον Clapton αποτελούσαν τους θρυλικούς Cream.
Η πιο δημιουργική περίοδος της καριέρας του ήταν μεταξύ του 1978 και του 1990, την εποχή που και η τεχνική του στην κιθάρα και οι συνθετικές του ικανότητες άγγιξαν το ζενίθ τους. Σε αυτό βοήθησε και το συμβόλαιο που υπέγραψε ως solo καλλιτέχνης με τη Virgin, από το οποίο προέκυψαν τα άλμπουμ «Corridors Of Power» και «Victims Of The Future», με ήχο προσανατολισμένο στη heavy-rock πλευρά και το «After The War», στο οποίο συμμετείχαν οι Ozzy Osbourne και Sisters Of Mercy. Ήταν η εποχή που ο Moore θα έφτανε στο αποκορύφωμα με το «Still Got The Blues», τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην καριέρα του.
Οι μεγάλες περιοδείες του σε όλη την Ευρώπη έφεραν τη δημοτικότητά του στα ύψη. Η μουσική του Gary Moore είχε πάθος, συναίσθημα, μελωδίες και μια πηγαία αγάπη για την blues rock.
Από τις μεγαλύτερες επιρροές του όμως ήταν ο Albert King και το λιγότερο macho και περισσότερο μινιμαλιστικό παίξιμο των blues, με λιγότερες νότες και πιο σύντομα solo, που φάνηκε κυρίως στο «Still Got the Blues». Αν και ήταν γνήσιος μαθητής της αμερικανικής Blues, τραγούδια όπως το «Parisienne Walkways», το «The Loner» και τη μεγαλύτερη επιτυχία του «Still Got the Blues», είναι χτισμένα όχι σε blues φόρμες, αλλά πάνω σ’ ένα μελωδικό κιθαριστικό riff. Αυτά είναι και τα τραγούδια στα οποία ο Gary Moore ξετύλιξε όλο το συναισθηματικό του παίξιμο. Αντίθετα με πολλούς κιθαρίστες της δεκαετίας του ‘80 που επί σκηνής επιδίδονταν σ’ ένα freestyle κιθαριστικό solo, ο Gary Moore στα live του δημιουργούσε μια προέκταση της studio ηχογράφησης και δεν παρασυρόταν σε επιδεικτικά solo αν δεν υπηρετούσαν το τραγούδι. Το solo της κιθάρας του στο «End of the World» αποδεικνύει τη διαχρονικότητα αυτού του κιθαρίστα που ακόμα και σήμερα υπηρετεί με αγάπη και πάθος την blues.
Βιογραφικό
Ο Moore γεννήθηκε στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας, στις 4 Απριλίου 1952. Ξεκίνησε τη μουσική του καριέρα πολύ μικρός – αγόρασε την πρώτη του, χιλιοταλαιπωρημένη ακουστική κιθάρα στην ηλικία των οκτώ και μια λίγο καλύτερη στα δέκα τέσσερα. Εμαθε να παίζει με το δεξί, αντιγράφοντας άλλους κιθαρίστας, ενώ ήταν, στην πραγματικότητα, αριστερόχειρας! Όπως και τόσοι άλλοι, μυήθηκε στο rock’n’roll αρχικά ακούγοντας τον Elvis Presley και μετά τους Beatles. Βλέποντας από κοντά τον Jimmy Hendrix και τους Bluesbreakers του John Mayall να παίζουν στη μικρή του πόλη, στα μέσα του ’60, γνώρισε τον πλούσιο κόσμο της blues. Η τέχνη της κιθάρας, μέσα στα πλαίσια της blues, όπως την άκουσε από τον μαγικό Peter Green, έδωσε τροφή στο εκκολαπτόμενο ταλέντο του Moore και, σύντομα, τον ανέδειξε σ’ ένα παιδί – θαύμα της μουσικής.
Ο Peter Green, μάλιστα, ο κιθαρίστας των Fleetwood Mac, βοήθησε σημαντικά στο χτίσιμο της καριέρας του Moore – το χρέος αποδόθηκε και με το παραπάνω, όταν ο Gary κυκλοφόρησε, το 1995, το άλμπουμ «Blues for Greeny», αποτελούμενο αποκλειστικά από συνθέσεις του Green, έναν από καρδιάς φόρο τιμής στον μέντορά του. Στην ηχογράφηση ο Moore χρησιμοποίησε τη διάσημη κιθάρα Les Paul του Green, την οποία και αγόρασε αργότερα ώστε, όπως είπε ο Green, «ν’ αποκτήσει ένα καλύτερο σπίτι…».
Το πρώτο αξιομνημόνευτο συγκρότημα του Moore, οι Skid Row, εξασφάλισαν ένα συμβόλαιο με τη δισκογραφική του CBS το 1970. Ο Gary είχε, ήδη, εγκατασταθεί στο Δουβλίνο και είχε γίνει φίλος με τον Philip Lynott, που αποτελούσε και τη φωνή των Skid Row μέχρι πριν την υπογραφή του συμβολαίου. Ο Gary ηχογράφησε τρία άλμπουμ με το συγκρότημα κι έκανε περιοδεία στην Αμερική, ανοίγοντας για τους Allman Brothers και τους Mountain, μεταξύ άλλων, προτού αποχωρήσει από τους Skid Row για να κάνει σόλο καριέρα. Αυτό δεν κράτησε πολύ, μια και ο Gary γρήγορα ξανασυνδέθηκε με τον Philip Lynott, ως αντικαταστάτης του Eric Bell στους Thin Lizzy. Αν κι έμεινε στο συγκρότημα για σχετικά μικρό διάστημα, επέστρεψε και πάλι στο line-up τους μετά την αποχώρηση του Brian Robertson το 1977 και ξανά, για τελευταία φορά, το 1978, για την περιοδεία «Black Rose».
Η σόλο καριέρα του Gary ξεκίνησε ουσιαστικά το 1979, με το υποβλητικό κι εξαιρετικά επιτυχημένο single «Parisienne Walkways», που συνδύαζε τη μελωδική blues κιθάρα του Gary με τη μελαγχολική φωνή του Philip Lynott. Το single μπήκε στο βρετανικό Top 10 τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς και το άλμπουμ που ακολούθησε, με τίτλο «Back on the Streets» έγινε επίσης δεκτό με ενθουσιασμό.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80 ο Moore έμοιαζε να ψάχνει ανήσυχα για το ιδανικό μουσικό ύφος που θα πλαισίωνε το ταλέντο του. Μια επανασύνδεση με τον Philip Lynott το 1985, είχε ως καρπό το δυνατό single «Out in the Fields». Επειτα ο Gary εξερεύνησε τις κέλτικες ρίζες του με το άλμπουμ «Wild Frontier» (1987), αλλά στην πραγματικότητα έφτασε στο απόγειο της δημιουργικότητάς του το 1990, με το άλμπουμ «Still Got the Blues», το οποίο γνώρισε τεράστια κριτική κι εμπορική επιτυχία. Τόσο σε αυτό, όσο και στο επόμενο άλμπουμ του, «After Hours», συμμετείχαν θρύλοι της blues –και όχι μόνο- μουσικής, όπως οι Albert King, B.B. King, Albert Collins και George Harrison, κι είναι απόδειξη του τεράστιου ταλέντου του Gary ότι στάθηκε επάξια δίπλα σ’ αυτές τις ιστορικές φιγούρες.
Εκείνη την περίοδο, άλλωστε, ο Moore συνεργάστηκε με τους Traveling Wilburys, παίζοντας το χαρακτηριστικό κιθαριστικό σόλο στο τραγούδι «She’s My Baby», στο άλμπουμ «Traveling Wilburys Vol. 3». Ο Moore θυμάται πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία: «Ενα βράδυ πήγα στο σπίτι του George Harrison όπου συνάντησα τον Bob Dylan. Θυμάμαι πως είχε απαλά χέρια καθώς και μια διατροφολόγο να ταξιδεύει μαζί του, ήταν πολύ ντροπαλός και με το ζόρι είπε δύο κουβέντες. Λίγες μέρες αργότερα ο George μου είπε, ‘θέλει να ξέρει ο Bob αν θα είσαι με το συγκρότημά του στην επόμενη περιοδεία του’. Δεν το πίστευα, είχα ακούσει όλες αυτές τις ιστορίες για τον Bob, ότι στις συναυλίες δεν έπαιζε αυτά που είχαν κάνει πρόβα και αυτοσχεδίαζε στη σκηνή. Χάρηκα που μου το ζήτησε γιατί ήμουν σίγουρα θαυμαστής του».
Το 1994 ο Moore συνεργάστηκε με τους Ginger Baker και Jack Bruce στο συγκρότημα BBM, με τους οποίους κυκλοφόρησε κι ένα εξαιρετικό άλμπουμ, πριν συνεχίσει με τη σόλο καριέρα του.
Με το άλμπουμ «Back to the Blues» (2001), ο Moore επέστρεψε, πραγματικά, στα νερά της blues με ανανεωμένη πίστη και δύναμη, μετά τα πιο πειραματικά άλμπουμ «Dark Days in Paradise» (1997) και «A Different Beat» (1999). Μια συλλογή δέκα τραγουδιών που συνδυάζει υπέροχα πρωτότυπα τραγούδια του Moore με τολμηρές διασκευές κλασικών κομματιών.
Ωστόσο, έχοντας συνηθίσει τους θαυμαστές του και τους κριτικούς σε εκπλήξεις, το 2002 ο Gary Moore «επιτέθηκε» στη μουσική σκηνή με την πιο απαιτητική συλλογή τραγουδιών του από την εποχή του ’80, αναγκάζοντας, για άλλη μια φορά, το κοινό να επανεκτιμήσει όποια γνώμη ή προδιάθεση μπορεί να είχε σχηματίσει για το πρόσωπό του. Αυτή τη φορά, ο Moore είχε αποφασίσει να μοιραστεί τα φώτα των προβολέων, ενώνοντας τις δυνάμεις του με τον μπασίστα των Skunk Anansie, Cass Lewis, και τον ντράμερ των Primal Scream, Darrin Mooney, σχηματίζοντας τους Scars, ένα εκρηκτικό τρίο. Το άλμπουμ «Scars» ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2002 και στη συνέχεια το συγκρότημα κυκλοφόρησε σε CD και DVD το «Live at the Monsters of Rock» (2003), το οποίο περιλάμβανε το σετ της μπάντας από δύο συναυλίες της περιοδείας της Μεγάλης Βρετανίας τον Μάιο 2003. Αυτή η ζωντανή ηχογράφηση διατρέχει μια μεγάλη γκάμα όλων των μουσικών τάσεων και της πορείας του Moore.
Το 2004 κυκλοφόρησε το «Power of the Blues», μάλλον το πιο «ακατέργαστο» άλμπουμ του Moore. Τα δέκα τραγούδια, που ηχογραφήθηκαν ως επί το πλείστον ζωντανά στο στούντιο, κινούνται από το σκληρό rock/blues του ομότιτλου κομματιού, μέσω του ρυθμικού «Can’t Find my Baby», ως το στοιχειωτικό «Torn Inside».
Τον Αύγουστο του 2005, ο Moore ξανασυναντήθηκε με τους παλιούς του φίλους, τους Thin Lizzy, για μία και μοναδική συναυλία στο Δουβλίνο. Η βραδιά μαγνητοσκοπήθηκε και κυκλοφόρησε το 2006 σε DVD, με τον τίτλο «Gary Moore and Friends, One Night in Dublin, A Tribute to Phil Lynott».
Το 2006, ο Moore μπήκε ξανά στο στούντιο και ηχογράφησε το «Old New Ballads Blues», το οποίο φιλοξενούσε μια σειρά από γεμάτες έμπνευση διασκευές τραγουδιών blues, μαζί με εκπληκτικά καινούρια κομμάτια.
Με το τελευταίο του άλμπουμ, «Close as you Get», ο Gary συνεχίζει προς μια παρόμοια κατεύθυνση. Αναμειγνύει πρωτότυπες μελωδίες με ενδιαφέρουσες διασκευές που ανακάλυψε διερευνώντας το υλικό για την πρόσφατη ραδιοφωνική εκπομπή του, με τον τίτλο «Blues Power», στον βρετανικό διαδικτυακό ραδιοσταθμό Planet Rock. Το «Close as you Get» αναδεικνύει το μοναδικό ταλέντο του Moore ως κιθαρίστα και κερδίζει μια θέση στις πιο αναγνωρισμένες κυκλοφορίες του 2007.
Το 2008, ο Gary περιοδεύει στον κόσμο, παρουσιάζοντας το «Close as you Get». Δίνει συναυλίες σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και συμμετέχει σε μουσικά φεστιβάλ στη Γερμανία, τη Ρωσία και τις χώρες της Βαλτικής, την Ελβετία, τη Σουηδία, την Ισπανία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Ματιά στο Παρελθόν
1952
Γεννιέται στις 4 Απριλίου στο Μπέλφαστ ο Robert William Gary Moore. Ο μικρός Gary έρχεται από πολύ μικρός σε επαφή με country και rock ακούσματα, καθώς ο πατέρας του εργάζεται ως promoter σε τοπικά συγκροτήματα.
1962
Αποκτάει την πρώτη του τεράστια ακουστική κιθάρα ως δώρο από τον πατέρα του. Παρόλο που οι χορδές είναι πολύ σκληρές, ο μικρός Gary μαθαίνει μόνος του και παίζει κάποιες συγχορδίες από τις πρώτες κιόλας ημέρες.
1965
Παίζει στο κλαμπ του πατέρα του με τους The Beat Boys, ένα παιδικό συγκρότημα που αργότερα εμφανίζονταν σε ξενοδοχεία και αίθουσες χορού παίζοντας «ό,τι θέλει ο κόσμος»!
1996
Αγοράζει την πρώτη του καλή κιθάρα, μια Fender Telecaster, την οποία ο πατέρας του ξεπλήρωνε για 2 χρόνια, με το αντάλλαγμα να συμμετάσχει στο συγκρότημα «Dave and the Diamonds».
1967
Ο μπασίστας των Skid Row του ζητάει να μπει στο συγκρότημα και ο Gary μετακομίζει στο Δουβλίνο.
1969
Οι Skid Row παίζουν ως support στους Fleetwood Mac και ο Peter Green –κιθαρίστας των Fleetwood Mac και ίνδαλμα του Gary- εντυπωσιάζεται και τους βοηθάει να έρθουν σε επαφή με δισκογραφική εταιρεία.
1970 – 1972
Οι Skid Row κυκλοφορούν το ομώνυμο πρώτο τους άλμπουμ, το δεύτερο με τίτλο «34 Hours» και περιοδεύουν σε Αμερική και Βρετανία. Μετά την ηχογράφηση του τρίτου τους δίσκου (που κυκλοφόρησε τελικά το 1990), ο Moore αποφασίζει να ακολουθήσει σόλο καριέρα.
1973
Ο Gary σχηματίζει τους Gary Moore Band και κυκλοφορούν τον δίσκο «Grinding Stone» με μέτρια απήχηση.
1974
Τον Ιανουάριο ηχογραφεί με τους Thin Lizzy, μετά από την προτροπή του φίλου του και πρώην τραγουδιστή των Skid Row, Phil Lynott. Εγκαταλείπει λίγους μήνες μετά κουρασμένος από το lifestyle του γκρουπ.
1975 - 1977
Συνεργάζεται με τους Colosseum II, ένα jazz-rock συγκρότημα και μαζί κυκλοφορούν τα άλμπουμ «War Dance», «Electric Savage» και «Strange New Flesh». Στο μεταξύ περιοδεύει με τους Thin Lizzy στην Αμερική ως support στους Queen.
1978
Με κάποια μέλη των Thin Lizzy και τους Sex Pistols σχηματίζει τους Greedy Bastards και δίνουν κάποιες συναυλίες. Ξανά με τους Thin Lizzy, επίσημα αυτή τη φορά, περιοδεύει στην Αμερική και για πρώτη φορά στην Αυστραλία. Κυκλοφορεί το σόλο άλμπουμ «Back on the Streets», με το top single «Parisienne Walkways».
1979
Οι Thin Lizzy κυκλοφορούν το «Black Rose». Κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους στις ΗΠΑ οι καβγάδες με τον Phil Lynott διογκώνονται, ο Gary αποχωρεί οριστικά από το γκρουπ και σχηματίζει το συγκρότημα G Force.
1982
Κυκλοφορεί το «Corridors of Power» που ανεβαίνει στο Top 10 της Μεγάλης Βρετανίας.
1983
Το live άλμπουμ «Rockin’ Every Night» κυκλοφορεί μόνο στην Ιαπωνία –θα περάσουν 4 χρόνια για να κυκλοφορήσει και αλλού. Ηχογραφεί το δίσκο «Victims of the Future», στον οποίον ανήκει και η μπαλάντα «Empty Rooms».
1984
Ξεκινάει παγκόσμια περιοδεία από την οποία προκύπτει και ο δίσκος «We Want Moore!». Επιστρέφει στη γενέτειρά του και εμφανίζεται live μετά από 10 χρόνια, με guest τον Phil Lynott.
1987
Επιστροφή στις ρίζες με την κυκλοφορία του άλμπουμ «Wild Frontier» επηρεασμένο από την ιρλανδέζικη φολκ μουσική παράδοση.
1989 – 1993
Μετά την κυκλοφορία του «After the War», o Moore κάνει στροφή μουσικά με το δίσκο «Still Got the Blues» και συμμετοχές των Albert King, Albert Collins και George Harrison. Το άλμπουμ γνωρίζει απρόσμενη επιτυχία και το ομώνυμο single παραμένει μια από τις ωραιότερες μπαλάντες που έγιναν ποτέ. Ακολουθούν τα άλμπουμ «After Hours» με τον B.B. King ως guest και «Blues Alive», στον ίδιο blues προσανατολισμό.
1994
Ο Gary σχηματίζει τους BBM με τους οποίους κυκλοφορεί έναν και μοναδικό δίσκο με τίτλο «Around the Next Dream».
1995
«Blues for Greeny», ένας δίσκος με συνθέσεις του Peter Green, και την παλιά κιθάρα Les Paul που ο Green του είχε παραχωρήσει. Ενας γενναιόδωρος φόρος τιμής στον μέντορά του.
1997 – 1999
Ο Moore πειραματίζεται, διχάζει και εκπλήσσει με την επιλογή πιο μοντέρνων ρυθμών στα άλμπουμ «Dark Days in Paradise» και «A Different Beat».
2001
«Back to the Blues» και μετά από το πέρασμα σε διαφορετικά μουσικά είδη, o Moore επιστρέφει στην αγαπημένη του blues.
2002
Οι Scars σχηματίζονται από τον ίδιο, τον πρώην μπασίστα των Skunk Anansie και τον ντράμερ των Primal Scream με τον ομώνυμο δίσκο να κυκλοφορεί από την Sanctuary Records.
2004
Μετά από εμφανίσεις του σε καλοκαιρινά φεστιβάλ παθαίνει μόλυνση στο χέρι, μένει για κάποιες ημέρες στο νοσοκομείο και ακυρώνονται όλες οι υπόλοιπες συναυλίες του συγκροτήματος.
2006
Το άλμπουμ του «Old New Ballads Blues» κυκλοφορεί και ο Moore περιοδεύει στη Βρετανία με τον B.B. King.
2007
Τον Μάιο κυκλοφορεί το τελευταίο του άλμπουμ «Close as you Get» και μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία βρίσκεται σε εξέλιξη.
Δισκογραφία
1973 Grinding Stone (CBS)
1978 Back on the Streets (MCA)
1982 Corridors of Power (Virgin Records)
1983 Victims of the Future (Virgin 10 Records)
1983 Dirty Fingers (Jet Records)
1983 Live at the Marquee (Jet Records)
1984 We Want Moore! (10 Records)
1985 Run for Cover (10 Records)
1986 Rockin\ Every Night - Live in Japan (10 Records)
1987 Wild Frontier (Virgin Records)
1989 After the War (Virgin Records)
1990 Still Got the Blues (Virgin Records)
1992 After Hours (Virgin Records)
1993 Blues Alive (Virgin Records)
1994 Ballads & Blues 1982-1994 (Virgin Records)
1995 Blues for Greeny (Virgin Records)
1997 Dark Days in Paradise (Virgin Records)
1998 Out in the Fields: the Very Best Of (Virgin Records)
1999 A Different Beat (Castle Music/Raw Power)
2001 Back to the Blues (Sanctuary Music)
2002 Best of the Blues (Virgin Records)
2002 Scars (Sanctuary Music)
2003 The Essential Gary Moore (EMI)
2003 Back On The Streets - The Rock Collection (EMI)
2003 Parisienne Walkways - The Blues Collection (EMI)
2003 Live At Monsters Of Rock (Sanctuary Music)
2004 Power of the Blues (Sanctuary Music)
2004 Blues Collection/Rock Collection (EMI)
2006 Old New Ballads Blues (Eagle Rock)
2006 The Platinum Collection (Virgin)
2007 Close As You Get (Eagle Records)
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr