Το έπος του Ελύτη από το Αλβανικό Μέτωπο έως το Νόμπελ
Το έπος του Ελύτη από το Αλβανικό Μέτωπο έως το Νόμπελ
Ο ποιητής που εμπνεύστηκε αριστουργήματα όπως το αξεπέραστο «Αξιον Εστί» από το βιωματικό του πέρασμα στην Αλβανία του 1940, όπου ως έφεδρος αξιωματικός βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των μαχών, επιστρέφει νοερά στο μουσείο που φέρει το όνομά του και εγκαινιάζεται στην καρδιά της Πλάκας
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
«Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ηλιος κι ο Αδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Ακτιστον, που είναι ο Θεός», έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης στα «Ανοιχτά Χαρτιά» θέτοντας την αρχή του σχεδίου του που ξεπερνούσε κατά πολύ τα υπάρχοντα, αν και ήταν από αυτούς που πολέμησαν με κίνδυνο τη ζωή τους στην πρώτη γραμμή στο Αλβανικό Επος.
Ηταν, επίσης, αυτός που αρνήθηκε τους τίτλους του ακαδημαϊκού, που δεν δέχτηκε να πολιτευτεί και που το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 τον βρήκε, κατά ειρωνικό τρόπο, να μεταφράζει στο μικρό διαμέρισμα των 50 τ.μ. στη Σκουφά στίχους από το πιο ελεύθερο πλάσμα που συνάντησε νοερά στην ίδια του την πατρίδα: τη Σαπφώ. Αντικείμενα από αυτό το σπίτι, προσωπικά, αλλά και το γραφείο του όπως ήταν τότε, κείμενα και μέρος του αρχείου του έχουν πλέον μεταφερθεί στο νέο Σπίτι του Ελύτη - Μουσείο, στην οδό Διοσκούρων 4 και Πολυγνώτου στην Πλάκα, που κάνει εγκαίνια την 1η Νοεμβρίου, δηλαδή παραμονή των γενεθλίων του ποιητή, παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
«Λυρική κοσμογονία»
Τα εγκαίνια του σπιτιού-μουσείου έρχονται σε μια κρίσιμη εποχή όπου η σκέψη και το όραμα του Ελύτη μοιάζουν απαραίτητα όσο ποτέ. Οπως άλλωστε δηλώνουν και οι υπεύθυνοι του χώρου, κατά κύριο λόγο η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία έχει την επιμέλεια της οργάνωσης και του αρχειακού υλικού, φροντίζουν να ακουστούν και πάλι ο λόγος και η ποίησή του, που «αποτελούν ισχυρό αντιστάθμισμα στην προϊούσα απαξίωση πολλών ζωτικών αρχών μας». Μια γνωριμία με αυτόν τον κόσμο και με τη «λυρική κοσμογονία» του ποιητή επιχειρεί, επομένως, να προαγάγει η λειτουργία του συγκεκριμένου χώρου στην Πλάκα, με τη σφραγίδα της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας ΑΕΡΤΟΝ - Αρχείο Ελύτη. Γι’ αυτόν τον σκοπό, όπως μας λένε οι υπεύθυνοι, η οικία «διαμορφώνεται πάνω σε δύο συντεταγμένες: της μετάδοσης πληροφορίας για τη ζωή και το έργο τού ποιητή -εμπεριέχοντας, ως ανεκτίμητο έκθεμα, το σύνολο του γραφείου του- και της μύησης στην ποιητική λειτουργία μέσω της προσωπικής εμπειρίας, δηλαδή της βιωματικής σχέσης του επισκέπτη με τον χώρο και τα αυθεντικά ντοκουμέντα». Βασιζόμενο εξ ολοκλήρου στην ιδιωτική συλλογή της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, η οποία περιλαμβάνει εικαστικά έργα, αντικείμενα, βιβλία και ποικίλο αρχειακό υλικό του ποιητή, το μουσείο διαρθρώνεται στους εξής επιμέρους χώρους-ενότητες:
Το γραφείο του ποιητή
Εδώ ο επισκέπτης θα μπορεί να διατρέξει ένα σύντομο χρονολόγιο που προβάλλει τους κύριους σταθμούς της ζωής και του έργου του ποιητή συνοψίζοντας τις εννέα δεκαετίες της ζωής του. Παράλληλα διατρέχοντας τα διάφορα αποσπάσματα λόγου του μαζί με αρχειακό υλικό, χειρόγραφα, εικαστικά έργα και αντικείμενα, θα εξαγάγει συμπεράσματα για τον κόσμο του ποιητή και το προσωπικό λογοτεχνικό του εργαστήρι, να δει τους βασικούς άξονες της ποίησής του και να εξετάσει πώς αυτοί συνδέονται με τις υπόλοιπες τέχνες. Επίσης, θα αφουγκραστεί τις βασικές του επιρροές και θα γνωρίσει τα αγαπημένα του έργα. Λίγο πιο πέρα, στην εσωτερική αίθουσα του ισογείου, ξεχωρίζει το γραφείο του Ελύτη που βρίσκεται σε έναν χώρο ακριβώς όπως ήταν στο σπίτι, όπου δούλευε στη Σκουφά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ελύτης χρησιμοποιούσε το ίδιο γραφείο από τη μαθητική του ηλικία και σε όλη τη συγγραφική διαδρομή του, στο πλαίσιο της απλότητας, λιτότητας, υψηλής αισθητικής και απέχθειας για οτιδήποτε περιττό τον χαρακτήριζε.
Επίσης, εκτός από το γραφείο του, στον ίδιο χώρο συναντά κανείς τα έπιπλα του καθιστικού του, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, έναν σκυριανό καναπέ, ένα τραπεζάκι σαλονιού από παλιά ζωγραφισμένη κασέλα, καθώς και τη βιβλιοθήκη του, την οποία σχεδίασε ο Γιάννης Μόραλης, για να φιλοξενήσει γύρω στους 700 τίτλους βιβλίων της προσωπικής συλλογής του ποιητή. Τέλος, τον χώρο συμπληρώνουν τα εικαστικά έργα που κοσμούσαν τους τοίχους του διαμερίσματός του.
Ανεβαίνοντας στον πρώτο όροφο του μουσείου συναντά κανείς την αίθουσα εκδηλώσεων, χώρο πολλαπλών χρήσεων, εξοπλισμένο με κλασικό πιάνο και ηχητική εγκατάσταση, ιδανικό για μουσικές εκδηλώσεις που προφανώς θα γίνουν στο μέλλον, καθώς και τη βιβλιοθήκη, που περιλαμβάνει εκδόσεις βιβλίων του ποιητή, σχετικές μελέτες και μεταφράσεις του έργου του, αλλά και δύο κομψές βιβλιοθήκες του Ελύτη με έργα κυρίως γαλλικής λογοτεχνίας, από όπου μπορεί κανείς να εξαγάγει πολλά συμπεράσματα για τις προσωπικές του αναγνώσεις και προτιμήσεις αλλά και αποτελέσει πόλο έλξης για πολλούς μελετητές του έργου του. Ως εκ τούτου, οι επισκέψεις στο αρχείο και τη βιβλιοθήκη του ποιητή πραγματοποιούνται, όπως μαθαίνουμε, κατόπιν σχετικού αιτήματος μέσω ηλεκτρονικής φόρμας. Να σημειωθεί ότι το Σπίτι του Ελύτη στεγάζεται σε οίκημα του υπουργείου Πολιτισμού και λειτουργεί με τη στήριξή του - η υπουργός, άλλωστε, έχει ήδη εξαγγείλει την επικείμενη λειτουργία του, που θα είναι από την Πέμπτη έως την Κυριακή.
Το Αλβανικό Επος
«Λυρική κοσμογονία»
Τα εγκαίνια του σπιτιού-μουσείου έρχονται σε μια κρίσιμη εποχή όπου η σκέψη και το όραμα του Ελύτη μοιάζουν απαραίτητα όσο ποτέ. Οπως άλλωστε δηλώνουν και οι υπεύθυνοι του χώρου, κατά κύριο λόγο η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία έχει την επιμέλεια της οργάνωσης και του αρχειακού υλικού, φροντίζουν να ακουστούν και πάλι ο λόγος και η ποίησή του, που «αποτελούν ισχυρό αντιστάθμισμα στην προϊούσα απαξίωση πολλών ζωτικών αρχών μας». Μια γνωριμία με αυτόν τον κόσμο και με τη «λυρική κοσμογονία» του ποιητή επιχειρεί, επομένως, να προαγάγει η λειτουργία του συγκεκριμένου χώρου στην Πλάκα, με τη σφραγίδα της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας ΑΕΡΤΟΝ - Αρχείο Ελύτη. Γι’ αυτόν τον σκοπό, όπως μας λένε οι υπεύθυνοι, η οικία «διαμορφώνεται πάνω σε δύο συντεταγμένες: της μετάδοσης πληροφορίας για τη ζωή και το έργο τού ποιητή -εμπεριέχοντας, ως ανεκτίμητο έκθεμα, το σύνολο του γραφείου του- και της μύησης στην ποιητική λειτουργία μέσω της προσωπικής εμπειρίας, δηλαδή της βιωματικής σχέσης του επισκέπτη με τον χώρο και τα αυθεντικά ντοκουμέντα». Βασιζόμενο εξ ολοκλήρου στην ιδιωτική συλλογή της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, η οποία περιλαμβάνει εικαστικά έργα, αντικείμενα, βιβλία και ποικίλο αρχειακό υλικό του ποιητή, το μουσείο διαρθρώνεται στους εξής επιμέρους χώρους-ενότητες:
Εδώ ο επισκέπτης θα μπορεί να διατρέξει ένα σύντομο χρονολόγιο που προβάλλει τους κύριους σταθμούς της ζωής και του έργου του ποιητή συνοψίζοντας τις εννέα δεκαετίες της ζωής του. Παράλληλα διατρέχοντας τα διάφορα αποσπάσματα λόγου του μαζί με αρχειακό υλικό, χειρόγραφα, εικαστικά έργα και αντικείμενα, θα εξαγάγει συμπεράσματα για τον κόσμο του ποιητή και το προσωπικό λογοτεχνικό του εργαστήρι, να δει τους βασικούς άξονες της ποίησής του και να εξετάσει πώς αυτοί συνδέονται με τις υπόλοιπες τέχνες. Επίσης, θα αφουγκραστεί τις βασικές του επιρροές και θα γνωρίσει τα αγαπημένα του έργα. Λίγο πιο πέρα, στην εσωτερική αίθουσα του ισογείου, ξεχωρίζει το γραφείο του Ελύτη που βρίσκεται σε έναν χώρο ακριβώς όπως ήταν στο σπίτι, όπου δούλευε στη Σκουφά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ελύτης χρησιμοποιούσε το ίδιο γραφείο από τη μαθητική του ηλικία και σε όλη τη συγγραφική διαδρομή του, στο πλαίσιο της απλότητας, λιτότητας, υψηλής αισθητικής και απέχθειας για οτιδήποτε περιττό τον χαρακτήριζε.
Ανεβαίνοντας στον πρώτο όροφο του μουσείου συναντά κανείς την αίθουσα εκδηλώσεων, χώρο πολλαπλών χρήσεων, εξοπλισμένο με κλασικό πιάνο και ηχητική εγκατάσταση, ιδανικό για μουσικές εκδηλώσεις που προφανώς θα γίνουν στο μέλλον, καθώς και τη βιβλιοθήκη, που περιλαμβάνει εκδόσεις βιβλίων του ποιητή, σχετικές μελέτες και μεταφράσεις του έργου του, αλλά και δύο κομψές βιβλιοθήκες του Ελύτη με έργα κυρίως γαλλικής λογοτεχνίας, από όπου μπορεί κανείς να εξαγάγει πολλά συμπεράσματα για τις προσωπικές του αναγνώσεις και προτιμήσεις αλλά και αποτελέσει πόλο έλξης για πολλούς μελετητές του έργου του. Ως εκ τούτου, οι επισκέψεις στο αρχείο και τη βιβλιοθήκη του ποιητή πραγματοποιούνται, όπως μαθαίνουμε, κατόπιν σχετικού αιτήματος μέσω ηλεκτρονικής φόρμας. Να σημειωθεί ότι το Σπίτι του Ελύτη στεγάζεται σε οίκημα του υπουργείου Πολιτισμού και λειτουργεί με τη στήριξή του - η υπουργός, άλλωστε, έχει ήδη εξαγγείλει την επικείμενη λειτουργία του, που θα είναι από την Πέμπτη έως την Κυριακή.
Το Αλβανικό Επος
Κάθε απόσπασμα του έργου του Ελύτη προβάλλεται ως ιδανική αφορμή για εσωτερική εξέταση, για επαναξιολόγηση της στάσης μας σε αυτόν τον τόπο. «Τα θεμέλιά μου στα βουνά / και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους / και πάνω τους η μνήμη καίει / άκαυτη βάτος. / Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Αθω. / Ταράζεται ο καιρός / κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει / αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων», γράφει ο ποιητής στο αξεπέραστο «Αξιον Εστί» αναδεικνύοντας τη σπουδαιότητα της μνήμης του ελληνικού λαού στον αγώνα της ελευθερίας, την ανάγκη διατήρησης ζωντανών των εικόνων από το Επος του ’40, όπου συμμετείχε και ο ίδιος ως ανθυπολοχαγός. Για τον ποιητή, ο Πόλεμος του ’40 ήταν συνώνυμος των Παθών που περνάει ο λαός στον δρόμο για την πολυπόθητη Ανάσταση, γεγονός που τον έκανε να συνδέσει τα θρησκευτικά στάδια και τα Πάθη του Χριστού με την ίδια την πορεία του γένους καταθέτοντας ένα ποίημα δοξαστικό και συνάμα πένθιμο, αλλά σίγουρα μεγαλειώδες. Είναι αυτό που όταν το διάβασε ο Μίκης Θεοδωράκης ένα απόγευμα στο θρυλικό «Πατάρι του Λουμίδη» αποφάσισε αμέσως να το μελοποιήσει λέγοντας πως στίχοι όπως «Ενα το χελιδόνι», «Της αγάπης αίματα», «Ανοίγω το στόμα μου», «Της Δικαιοσύνης Ηλιε νοητέ», «Ναοί στο σχήμα τ’ ουρανού» τον «τράβηξαν σαν μαγνήτες».
Η υψηλή ποίησή του είχε βρει τη μουσική επένδυση που χρειαζόταν ώστε να τραγουδηθεί από χιλιάδες κόσμο που ταυτίστηκαν με τους στίχους και έκαναν το σπουδαίο αυτό ποίημα άμεσα συνυφασμένο με τη συνείδηση ενός ολόκληρου λαού. Τα διαφορετικά στάδια του πολέμου που βίωσε ο Ελύτης στην πρώτη γραμμή του μετώπου γλιτώνοντας τον θάνατο από θαύμα έγιναν τα στάδια στα πάθη που βίωνε η Ελλάδα από το απελευθερωτικό μέτωπο έως τον Εμφύλιο παίρνοντας όλα τα χρώματα, αντίστοιχα με τα χρόνια που στοίχειωσαν τον νομπελίστα. Είναι, όμως, αυτές οι οδυνηρές μνήμες από το Αλβανικό Μέτωπο που επέβαλαν αργότερα την ανάγκη στον ποιητή να εκφράσει την κάθαρση μέσα από τα αμέτρητα δώρα που του έδωσε η Ελλάδα: το φως, το μεγαλείο του Αιγαίου, τη διάσπαρτη ποιητική αθωότητα.
Ο παγωμένος Δεκέμβρης
Το σίγουρο είναι ότι ο Ελύτης δεν ξέχασε ποτέ τις εικόνες του Αλβανικού Επους και της ζώνης πυρός όπου βρέθηκε τον Δεκέμβριο του ’40: είχε ήδη επιστρατευτεί, όπως οι περισσότεροι Ελληνες, στις 28 Οκτωβρίου με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στην Υπηρεσία του Στρατηγείου του Α’ Σώματος Στρατού, ενώ τον Νοέμβριο το στρατηγείο του είχε μετακινηθεί στην Καλαμπάκα και το Μέτσοβο. Στις 11 Δεκεμβρίου ο ποιητής βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πολέμου και τα Χριστούγεννα στη γραμμή Καλλαράτες - Μπολένα. «Τι να έκανα κει εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας ήμουν, που με κόπο ανυπολόγιστο κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής στην αποστολή μου», έλεγε ο ίδιος με σεμνότητα σε συνέντευξή του στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» το 1965 σε ερώτηση για το τι ακριβώς έκανε στο Μέτωπο ως ανθυπολοχαγός, για να προσθέσει πως είδε «στο πρόσωπο των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός να αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από πολύ κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου». Στο Αλβανικό Μέτωπο τα πράγματα μόνο εύκολα δεν ήταν, κάτι που δεν είχε να κάνει μόνο με τις μάχες, αλλά και με τις συνθήκες όπου διαβιούσαν οι στρατιώτες: κρυοπαγήματα, ψείρες, κακουχία, τύφος, όπως αυτός που χτύπησε τον ποιητή και χρειάστηκε να διακομιστεί στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Οι γιατροί μάλιστα τον είχαν ξεγραμμένο και επιστράτευσαν παπά για να εξομολογηθεί, κάτι που εκείνος αρνήθηκε επιμένοντας ότι θα καταφέρει να νικήσει αυτή τη μάχη. Και η αλήθεια είναι ότι αυτή δεν ήταν η μόνη που χρειάστηκε να δώσει στη ζωή του: η φάλαγγα στην οποία συμμετείχε από τα Γιάννενα έως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οκτώ φορές από τα στούκας αφήνοντάς τον σοβαρά τραυματισμένο. Δεν μπορούσε καν να περπατήσει όταν τον παράτησαν σε ένα πεζούλι και έφυγαν. Κατάφερε να γλιτώσει χάρη στη σωτήρια παρέμβαση μιας νοσοκόμας που τον κούραρε - όπως είπαν μάλιστα οι γιατροί, αν είχε μετακινηθεί, θα είχε πάθει εντερορραγία και θα είχε πεθάνει. Σώθηκε και πάλι από θαύμα. Οπως σημείωνε ο ίδιος στην «Αυτοπροσωπογραφία» του: «Η Αλβανία για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά [...] έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον, όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μια ομάδα που έχει ορισμένα ιδανικά και να μάχεσαι κι εσύ γι’ αυτά».
«Ασμα Ηρωικό και Πένθιμο»
Είναι ακριβώς από το εσωτερικό του πολέμου που θα οραματιστεί τη μεγάλη δύναμη του «εμείς», αλλά και την αιώνια αξία του Φωτός και του Ηλιου ως του κατεξοχήν συμβόλου αντίστασης μιας χώρας. Εξ ου και το ποίημα που έγραψε προαγγέλλοντας τα υπόλοιπα μεγάλα έργα που θα ακολουθούσαν με τίτλο «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». «Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα / χωρίς άλλα κεριά / κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη∙ / Αδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα / στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο / κι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια / μικρό πικρό πηγάδι, δακτυλιά της μοίρας / μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο / πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση! / Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του / από πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πως / μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου / έτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια / έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη / κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!», έγραφε χαρακτηριστικά για εκείνες τις μέρες.
Εκτός από το «Ασμα», ο Ελύτης έγραψε εμπνευσμένος από το Αλβανικό Επος και τη συμμετοχή του σε αυτό, την «Αλβανιάδα» και τη «Βαρβαρία». Μάλιστα ήταν πρωτοποριακό το γεγονός ότι η «Αλβανιάδα» δεν εκδόθηκε, αλλά σκηνοθετήθηκε από τον Νίκο Γκάτσο ραδιοφωνικά και μεταδόθηκε τον Οκτώβριο του 1956 από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών με απαγγελία Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Πρόκειται για κάτι άγνωστο στο ευρύ κοινό, όπως και το γεγονός ότι η «Βαρβαρία» έμεινε για πάντα κρυφή, δεν δημοσιεύτηκε ποτέ και πλέον έχει καταστραφεί. Η αφήγησή του στην «Πορεία προς το Μέτωπο» παραμένει από τα πιο συγκλονιστικά ποιητικά τεκμήρια που έχουν υπάρξει για το Αλβανικό Επος: «Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως».
Γλίτωσε από θαύμα
Πρόκειται για εικόνες από τον πόλεμο που θα στοιχειώνουν τον Ελύτη για πάντα, ακόμα κι όταν θα αναχωρήσει για το Παρίσι, το κέντρο του λόγου και των τεχνών, και όταν μετά τον Πόλεμο, στο ξέσπασμα του Εμφυλίου, θα βρεθεί στο στόχαστρο, όπως και ο Ανδρέας Εμπειρίκος, επειδή, υποτίθεται, εξέφραζε την αστική τάξη - καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια Αλεπουδέλη, βιομήχανοι της Λέσβου. Γλιτώνοντας και πάλι σχεδόν από θαύμα, θα έχει την ευκαιρία μεταβαίνοντας στο Παρίσι να μετουσιώσει αυτές τις οδυνηρές εικόνες σε συνείδηση της ελληνικής μοίρας και να καταθέσει την ελληνική εμπειρία ως παγκόσμια ταυτότητα. Εκεί θα γνωρίσει τους σουρεαλιστές με τους οποίους θα έχει άμεση σύνδεση, θα κάνει παρέα με τον Ζουάν Μιρό, τον Αλμπέρ Καμί, τον Τριστάν Τζάρα και τον Πάμπλο Πικάσο, στον οποίον θα αφιερώσει το κείμενο «Ωδή στον Πικάσο».
Οπως θα γράψει ο ίδιος: «Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατέτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά, αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου». Ηταν τότε που τον πορφύρωσαν τα αίματα της αγάπης και τον έκαναν να αναλάβει σταδιακά τον ρόλο του ποιητή-προφήτη. Ηξερε κάθε ελάχιστο στοιχείο που αναδείκνυε την ποίηση και την ίδια του τη χώρα, τα οποία μετέτρεψε σε υλικά μιας ατελεύτητης, μοναδικής σκηνοθεσίας που είχε ως μοναδική πρωταγωνίστρια την Ελλάδα. «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις» είναι η θρυλική φράση του που έχει γίνει συνώνυμη της εθνικής μας συνείδησης.
Ο παγωμένος Δεκέμβρης
Το σίγουρο είναι ότι ο Ελύτης δεν ξέχασε ποτέ τις εικόνες του Αλβανικού Επους και της ζώνης πυρός όπου βρέθηκε τον Δεκέμβριο του ’40: είχε ήδη επιστρατευτεί, όπως οι περισσότεροι Ελληνες, στις 28 Οκτωβρίου με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στην Υπηρεσία του Στρατηγείου του Α’ Σώματος Στρατού, ενώ τον Νοέμβριο το στρατηγείο του είχε μετακινηθεί στην Καλαμπάκα και το Μέτσοβο. Στις 11 Δεκεμβρίου ο ποιητής βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πολέμου και τα Χριστούγεννα στη γραμμή Καλλαράτες - Μπολένα. «Τι να έκανα κει εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας ήμουν, που με κόπο ανυπολόγιστο κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής στην αποστολή μου», έλεγε ο ίδιος με σεμνότητα σε συνέντευξή του στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» το 1965 σε ερώτηση για το τι ακριβώς έκανε στο Μέτωπο ως ανθυπολοχαγός, για να προσθέσει πως είδε «στο πρόσωπο των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός να αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από πολύ κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου». Στο Αλβανικό Μέτωπο τα πράγματα μόνο εύκολα δεν ήταν, κάτι που δεν είχε να κάνει μόνο με τις μάχες, αλλά και με τις συνθήκες όπου διαβιούσαν οι στρατιώτες: κρυοπαγήματα, ψείρες, κακουχία, τύφος, όπως αυτός που χτύπησε τον ποιητή και χρειάστηκε να διακομιστεί στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Οι γιατροί μάλιστα τον είχαν ξεγραμμένο και επιστράτευσαν παπά για να εξομολογηθεί, κάτι που εκείνος αρνήθηκε επιμένοντας ότι θα καταφέρει να νικήσει αυτή τη μάχη. Και η αλήθεια είναι ότι αυτή δεν ήταν η μόνη που χρειάστηκε να δώσει στη ζωή του: η φάλαγγα στην οποία συμμετείχε από τα Γιάννενα έως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οκτώ φορές από τα στούκας αφήνοντάς τον σοβαρά τραυματισμένο. Δεν μπορούσε καν να περπατήσει όταν τον παράτησαν σε ένα πεζούλι και έφυγαν. Κατάφερε να γλιτώσει χάρη στη σωτήρια παρέμβαση μιας νοσοκόμας που τον κούραρε - όπως είπαν μάλιστα οι γιατροί, αν είχε μετακινηθεί, θα είχε πάθει εντερορραγία και θα είχε πεθάνει. Σώθηκε και πάλι από θαύμα. Οπως σημείωνε ο ίδιος στην «Αυτοπροσωπογραφία» του: «Η Αλβανία για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά [...] έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον, όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μια ομάδα που έχει ορισμένα ιδανικά και να μάχεσαι κι εσύ γι’ αυτά».
«Ασμα Ηρωικό και Πένθιμο»
Είναι ακριβώς από το εσωτερικό του πολέμου που θα οραματιστεί τη μεγάλη δύναμη του «εμείς», αλλά και την αιώνια αξία του Φωτός και του Ηλιου ως του κατεξοχήν συμβόλου αντίστασης μιας χώρας. Εξ ου και το ποίημα που έγραψε προαγγέλλοντας τα υπόλοιπα μεγάλα έργα που θα ακολουθούσαν με τίτλο «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». «Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα / χωρίς άλλα κεριά / κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη∙ / Αδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα / στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο / κι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια / μικρό πικρό πηγάδι, δακτυλιά της μοίρας / μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο / πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση! / Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του / από πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πως / μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου / έτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια / έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη / κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!», έγραφε χαρακτηριστικά για εκείνες τις μέρες.
Εκτός από το «Ασμα», ο Ελύτης έγραψε εμπνευσμένος από το Αλβανικό Επος και τη συμμετοχή του σε αυτό, την «Αλβανιάδα» και τη «Βαρβαρία». Μάλιστα ήταν πρωτοποριακό το γεγονός ότι η «Αλβανιάδα» δεν εκδόθηκε, αλλά σκηνοθετήθηκε από τον Νίκο Γκάτσο ραδιοφωνικά και μεταδόθηκε τον Οκτώβριο του 1956 από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών με απαγγελία Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Πρόκειται για κάτι άγνωστο στο ευρύ κοινό, όπως και το γεγονός ότι η «Βαρβαρία» έμεινε για πάντα κρυφή, δεν δημοσιεύτηκε ποτέ και πλέον έχει καταστραφεί. Η αφήγησή του στην «Πορεία προς το Μέτωπο» παραμένει από τα πιο συγκλονιστικά ποιητικά τεκμήρια που έχουν υπάρξει για το Αλβανικό Επος: «Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως».
Πρόκειται για εικόνες από τον πόλεμο που θα στοιχειώνουν τον Ελύτη για πάντα, ακόμα κι όταν θα αναχωρήσει για το Παρίσι, το κέντρο του λόγου και των τεχνών, και όταν μετά τον Πόλεμο, στο ξέσπασμα του Εμφυλίου, θα βρεθεί στο στόχαστρο, όπως και ο Ανδρέας Εμπειρίκος, επειδή, υποτίθεται, εξέφραζε την αστική τάξη - καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια Αλεπουδέλη, βιομήχανοι της Λέσβου. Γλιτώνοντας και πάλι σχεδόν από θαύμα, θα έχει την ευκαιρία μεταβαίνοντας στο Παρίσι να μετουσιώσει αυτές τις οδυνηρές εικόνες σε συνείδηση της ελληνικής μοίρας και να καταθέσει την ελληνική εμπειρία ως παγκόσμια ταυτότητα. Εκεί θα γνωρίσει τους σουρεαλιστές με τους οποίους θα έχει άμεση σύνδεση, θα κάνει παρέα με τον Ζουάν Μιρό, τον Αλμπέρ Καμί, τον Τριστάν Τζάρα και τον Πάμπλο Πικάσο, στον οποίον θα αφιερώσει το κείμενο «Ωδή στον Πικάσο».
Οπως θα γράψει ο ίδιος: «Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατέτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά, αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου». Ηταν τότε που τον πορφύρωσαν τα αίματα της αγάπης και τον έκαναν να αναλάβει σταδιακά τον ρόλο του ποιητή-προφήτη. Ηξερε κάθε ελάχιστο στοιχείο που αναδείκνυε την ποίηση και την ίδια του τη χώρα, τα οποία μετέτρεψε σε υλικά μιας ατελεύτητης, μοναδικής σκηνοθεσίας που είχε ως μοναδική πρωταγωνίστρια την Ελλάδα. «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις» είναι η θρυλική φράση του που έχει γίνει συνώνυμη της εθνικής μας συνείδησης.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα