Ιωάννα Τσιβάκου: Νέο βιβλίο - «Συναίσθημα και Ορθολογικότητα»

Ιωάννα Τσιβάκου: Νέο βιβλίο - «Συναίσθημα και Ορθολογικότητα»

Ένα βιβλίο που αναλύει την κουλτούρα του Έλληνα, μέσα σε έναν κόσμο που καταπνίγει τον αυθορμητισμό, το αυθεντικό και την ανθρώπινη αντίδραση

tsivakou-foto
Αυθορμητισμός, συναίσθημα, αυθεντικότητα, συγκινησιακό κριτήριο, ανθρωπιά... Στοιχεία που χαρακτηρίζουν την κουλτούρα του Έλληνα, τα οποία, όμως, στη σύγχρονη κοινωνία εκλαμβάνονται ως αρνητικά. Σε έναν κόσμο που προσφέρει ολοένα και περισσότερο χώρο στον ακραίο ορθολογισμό, στην ψυχρή λογική του συμφέροντος, κάποιοι θεωρούν ότι η συναισθηματική φόρτιση που διακατέχει τον χαρακτήρα του μέσου Έλληνα, ως απόλυτου εκφραστή του μεσογειακού ταπεραμέντου, τον καθιστά ανίκανο να συνδυάσει την ορθολογική σκέψη, με τις εξάρσεις και τον αυθορμητισμό του. Είναι όμως έτσι; Το βιβλίο «Συναίσθημα και Ορθολογικότητα» της Ιωάννας Τσιβάκου ανοίγει τον προβληματισμό για την «ικανότητα» του Έλληνα να διαχειρίζεται τις καταστάσεις και ιδιαίτερα τις πολιτικές επιλογές του, με βάση τη λογική του «σήμερα».

Πιο συγκεκριμένα, στην περίληψη αναφέρεται:

Κυκλοφορεί ευρέως στην κοινή γνώμη αλλά και σε ικανή μερίδα διανοουμένων ότι ο Έλληνας είναι άνθρωπος ακραία συναισθηματικός, ανίκανος να συνδυάσει την ορθολογική σκέψη με τις συναισθηματικές του εξάρσεις. Από που πηγάζει αυτή η αντίληψη και κατά πόσον αντιστοιχεί στην πραγματικότητα;

Ας ειπωθεί, πως ο όρος «συναισθηματικός» χρησιμοποιείται υποτιμητικά θέλοντας να δηλώσει πως ο ελληνικός λαός διακατέχεται από έντονο αυθορμητισμό και ευσυγκινησία κατά τη λήψη των πολιτικών του ιδίως αποφάσεων και εκδηλώσεων, με αποτέλεσμα την αναποτελεσματικότητα της ελληνικής γραφειοκρατίας και την ανορθολογική λειτουργία των θεσμών του. Οι ρίζες μιας τέτοιας αντίληψης ανευρίσκονται σε θέσεις Ελλήνων διανοουμένων αλλά και πολιτικών, οι οποίοι, εκκινώντας από τη μακρά παράδοση του λαού μας στις συγγενικές και πελατειακές σχέσεις, όπως και από τους στενούς δεσμούς του με την οικογένεια και τον τόπο καταγωγής, ισχυρίστηκαν πως το ελληνικό υποκείμενο δεν εσωτερίκευσε μια κουλτούρα θρεμμένη με τις αξίες του Διαφωτισμού, υπέρμαχη του ελεύθερου ανταγωνισμού και της φιλελεύθερης σκέψης. Μια τέτοια γενική τοποθέτηση, η οποία αντλείται από ορισμένα ιστορικά δεδομένα, θα μπορούσε να αληθεύει αν το ορθολογικό έλλειμμα του Έλληνα προσδιοριζόταν σε συσχετισμό με μιαν ειδική μορφή ορθολογικότητας που δέσποσε μετά τους Νέους Χρόνους στη Δύση. Πράγματι, παρότι οι κριτικοί της νεοελληνικής –κυρίως πολιτικής- κουλτούρας δεν διασαφηνίζουν τον τύπο της ορθολογικότητας που υποστηρίζουν, τα γραφόμενά τους παραπέμπουν σ’ εκείνη την ορθολογικότητα που επικράτησε στις βιομηχανικές κοινωνίες των «εκσυγχρονισμένων» δυτικών κοινωνιών και είθισται να αποκαλείται «εργαλειακή». Ο χαρακτηρισμός της ως «εργαλειακή» οφείλεται στο ότι η προσοχή του ορθολογικά σκεπτόμενου ατόμου δίνεται στην επιλογή των πιο κατάλληλων «εργαλείων» ή μέσων για την πραγμάτωση οποιουδήποτε σκοπού. Το αποτέλεσμά της, όπως απέδειξε η ιστορία, είναι η επικράτηση των μέσων επί του σκοπού.

deltio_SYNAISTHIMA_KAI_ORTHOLOGIKOTHTA_2__1_
Μια τέτοια ορθολογικότητα, εμμέσως υποστηριζόμενη από την ελληνική, «εκσυγχρονιστική» σκέψη (η οποία, παρεμπιπτόντως καλείται «εκσυγχρονιστική» λόγω του ότι ανεπιφύλακτα ομνύει στον δυτικό εκσυγχρονισμό), παρακάμπτει τη σημασία του συναισθήματος πάνω σε κάθε απόφαση, κυρίως πολιτική. Αυτήν την παράλειψη επισημαίνει η συγγραφέας, θέτοντας στο τραπέζι του προβληματισμού όχι μόνο το ίδιο το συναίσθημα, αλλά και τον ρόλο του πάνω στα ανθρώπινα, όπως τον ανέδειξε στο διάβα των αιώνων η φιλοσοφική σκέψη αλλά και η σύγχρονη βιοψυχολογία. Η Τσιβάκου πάει ακόμη πιο μακριά, υποστηρίζοντας πως το συναίσθημα υπερβαίνει τα όρια του αισθήματος, όντας απόρροια της πίστεως και της επιθυμίας. Εκλαμβάνοντας, μάλιστα, την ορθολογικότητα ως ιδεολογία, θεωρεί ότι για να σταθεί και να ριζώσει στις ανθρώπινες ψυχές απαιτεί τη νομιμοποίησή της από την πίστη και τα ιδεώδη που την εκφράζουν, άρα και από τα συναισθήματα που τα συνοδεύουν. Προχωρώντας μάλιστα τους συλλογισμούς της, μας δείχνει πως η συνεχής διαπάλη και προσπάθεια για συμφιλίωση μεταξύ της ορθολογικότητας της αιτούμενης από τους θεσμούς και τις κοινωνικές πρακτικές, από το ένα μέρος, και των ιδεωδών και συναισθημάτων που διακινεί η πίστη ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής συλλογικότητας, από το άλλο, διενεργείται πάνω στο πεδίο της ατομικής και συλλογικής συνείδησης και, προφανώς, πάνω στο πεδίο των ταυτοτήτων.
Κλείσιμο
Ακριβώς επειδή οι αμφιταλαντεύσεις μεταξύ πίστεως και συναισθήματος ενεργοποιούνται στο πεδίο της ατομικής, κοινωνικής και συλλογικής συνείδησης, η ταυτότητα διακρίνεται σε προσωπική, κοινωνική και μακρο-συλλογική ή εθνική ταυτότητα. Αφού αναλύεται το παιγνίδι συναισθήματος-ορθολογικότητας πάνω σε κάθε είδους ταυτότητα, η συγγραφέας εστιάζει τους προβληματισμούς της στη νεοελληνική εθνική και κοινωνική ταυτότητα. Αρνούμενη την άποψη πως η κοινωνία του νεοϊδρυθέντος κράτους ήταν παραδοσιακά συναισθηματική και καθυστερημένη, υποστηρίζει πως ικανός αριθμός Ελλήνων εξακολουθούσαν να διέπονται από δημοκρατικά ιδεώδη απορρέοντα από τις ελληνικές παραδοσιακές συνήθειες, ήθη και αντιλήψεις για την πολιτική. Στις πολιτικές τους συμπεριφορές υπέφωσκε η λογική της συζήτησης και της συμμετοχής όπως και η κριτική διάθεση έναντι των θεσμών. Ήταν και είναι μια ιδιάζουσα ορθολογικότητα συνδυασμένη με τη ρητορική, που επέμενε σε επιχειρήματα έτσι συγκροτημένα, ώστε να οδηγείται το κοινωνικό σώμα σε συμπεράσματα εξυπηρετικά σκοπών πολιτικών, όχι υποταγμένων στην αποτελεσματικότητα των μέσων.

Αυτήν την ιδιαιτερότητα της ελληνικής ορθολογικότητας δεν εντόπισαν οι Έλληνες υποτιμητές της. Δεν διέκριναν πως ο Έλληνας δεν μπορεί να εξέλθει από τα συναισθηματικά του βιώματα αν δεν έχει πειστεί για τον σκοπό που θα πρέπει να υπηρετήσει∙ δηλαδή, αν ο σκοπός δεν εμπνέεται από τα βαθύτερα συλλογικά του ιδεώδη. Σε αντίθεση με το δυτικό άτομο που έχει πλήρως αποκοπεί από συλλογικούς δεσμούς, το ελληνικό άτομο εξακολουθεί να παλεύει για τη συμφιλίωση ατομικού με συλλογικό και σ’ αυτήν του την προσπάθεια παντρεύει με τον δικό του τρόπο συναίσθημα και Ορθό Λόγο.
Ακόμη και σήμερα, οι πολιτικοί μας ταγοί αγνοούν τη μύχια ανάγκη του Έλληνα για σκοπούς υψηλούς, άρα έμπλεους συναισθήματος. Έτσι, αντί να ενθαρρύνουν ένα Ορθό Λόγο που θα ανταποκρίνεται στην εν λόγω ανάγκη, τον προτρέπουν σε «Έργα και Ημέρες» μιας αδιάφορης για την ψυχή του εργαλειακής ορθολογικότητας με απώτερο σκοπό τον πλουτισμό. Ήταν επόμενο μια τέτοια πολιτική, που υποτάσσει τον σκοπό της ευτυχίας στα καταναλωτικά μέσα, να εθίσει τον ελληνικό λαό σε λογικές επιβίωσης και όχι ποιότητας ζωής. Απέναντι στο κυνήγι μιας ατελέσφορης καταναλωτικής ευτυχίας, η συγγραφέας στα Επιλεγόμενα και στην Κατακλείδα του βιβλίου της, με γραφή δοκιμιακή, ανοίγει την προβληματική για μιαν κατανοητική ηθική κι ένα αυθεντικό ευ ζην του εγώ με τους άλλους.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης