Διαβάστε πρώτοι απόσπασμα του νέου βιβλίου της Λένας Μαντά: «Ζωή σε πόλεμο»

Διαβάστε πρώτοι απόσπασμα του νέου βιβλίου της Λένας Μαντά: «Ζωή σε πόλεμο»

Πρόκειται για την αληθινή ιστορία της Λένας Μαντά με τη μητέρα της

_MG_4887b
Λίγα βιβλία περιμένουν οι αναγνώστες με τόση ανυπομονησία όσο τα νέα βιβλία της αγαπημένης Λένας Μαντά. Ειδικά όταν πρόκειται για το βιβλίο που διηγείται την αληθινή ιστορία με τη μητέρα της, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα από τα εκδοτικά γεγονότα της χρονιάς. Το βιβλίο «Ζωή σε Πόλεμο» κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός
και είναι η συγκλονιστική ιστορία της συγγραφέως και της μητέρας της. «Η ιστορία της, η διαδρομή της, οι επιλογές της, η σχέση μας και τα δεκαεννιά χρόνια που έμεινα μαζί της. Σε πόλεμο με όλους η μητέρα μου. Μ’ εμένα, με τους φίλους της, με τους δικούς της, με την ίδια τη ζωή τελικά… Μαζί με την ιστορία της και τα δικά μου παιδικά και εφηβικά χρόνια. Λόγια που δεν ειπώθηκαν, παραλείψεις, πράξεις που πλήγωσαν, χαμένες αγκαλιές και δάκρυα. Όλα μέσα σε τούτες τις σελίδες, που εκτός από βιογραφία έγιναν κι ένα επίπονο ταξίδι στο δικό μου χθες, στην αφετηρία μου…» γράφει η κ. Μαντά για το βιβλίο της. Σήμερα το protothema.gr σας δίνει την ευκαιρία να πάρετε την πρώτη γεύση από αυτό, προδημοσιεύοντας ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:


Εισαγωγή και… αναδρομή στο παρελθόν

Μαμά, γιατί ήρθαμε εδώ; Δε μου αρέσει καθόλου αυτό το σπίτι!»

Κοίταξε το απογοητευμένο προσωπάκι της κόρης της και προσπάθησε να δει το νέο τους κατάλυμα μέσα από τα δικά της μάτια. Δεν την αδικούσε. Μπορεί να ήταν λίγο μεγαλύτερο από το σπίτι τους στον Χολαργό, αλλά εκείνο είχε έπιπλα, ενώ αυτό όχι. Εκείνο είχε κήπο και ήταν φωτεινό, τούτο ήταν σε μια πολυκατοικία, σ’ ένα στενό των Αμπελοκήπων, και αρκετά σκοτεινό. Το μπαλκόνι του σαλονιού, μάλιστα, έβλεπε σε θερινό κινηματογράφο· μια γιγάντια οθόνη και πλαστικές καρέκλες, στριμωγμένες ανάμεσα σε ψηλές πολυκατοικίες, με το αγιόκλημα να καταβάλλει προσπάθειες να σταθεί στο ύψος του για να σκορπίσει την ευωδιά του στους θαμώνες, δίνοντας την ψευδαίσθηση ενός δροσερού παραδείσου, ανάμεσα σε τόνους τσιμέντου.

Κλείσιμο
Έσπρωξε μαλακά τη δυσαρεστημένη εξάχρονη στο εσωτερικό του διαμερίσματος και έκλεισε πίσω τους την πόρτα. Βρίσκονταν σ’ έναν άδειο χώρο, που κανονικά θα έπρεπε να ήταν το χολ. Αριστερά τους ανοιγόταν ένα μεγαλύτερο δωμάτιο, που προοριζόταν για σαλόνι, αλλά τώρα είχε τοποθετηθεί εκεί το κρεβάτι της μικρής, καθώς κι ένας μπουφές που φιλοξενούσε το καλό της σερβίτσιο, αυτό που είχαν δίκαια μοιράσει με τον πρώην άντρα της. Ευθεία, μια πόρτα έδειχνε την είσοδο στη μοναδική κρεβατοκάμαρα του σπιτιού, που εκτός από μια τεράστια καφέ βαλίτσα δεν είχε τίποτε άλλο για να γεμίσει. Δεξιά ήταν η κουζίνα, που δύσκολα θα χωρούσε και τις δύο, και ακριβώς δίπλα το μπάνιο με διαστάσεις κλουβιού.

Είχε περάσει ώρες να το καθαρίσει και να το βάψει, προκειμένου να το κάνει να φαίνεται καλύτερο απ’ ό,τι ήταν. Τα αποτελέσματα ήταν φτωχά και το ήξερε, αλλά προς το παρόν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο. Το πορτοφόλι της περιείχε μόλις δεκατέσσερις δραχμές και στο άμεσο μέλλον δεν προβλεπόταν να μπουν άλλα χρήματα. Σουρούπωνε και η απουσία κουρτινών επέτρεπε στον ήλιο να διαπερνά τα γύρω ψηλά κτίρια και να στέλνει κάποιες από τις αχτίδες του να φωτίσουν τον χώρο. Κάθισε δίπλα στην κόρη της, που είχε βολευτεί στο κρεβάτι της και με κατεβασμένο κεφάλι φαινόταν να έχει προσηλωθεί στο ξύλινο πάτωμα, ακίνητη σαν άγαλμα. Λίγες μέρες έμεναν μέχρι ν’ αρχίσουν τα σχολεία και η μικρή της θα πήγαινε πρώτη δημοτικού. Είχε φροντίσει πριν από τη μετακόμιση να βρει σχολείο και να τη γράψει. Δεν ήταν αρκετά κοντά. Έπρεπε κάθε πρωί να ανεβαίνουν τη Σοφίας Σλήμαν, όπου πλέον βρισκόταν το σπίτι τους, να περπατούν κατά μήκος της πολύβουης Κηφισίας και να μπαίνουν στην Αχαΐας, εκεί όπου βρισκόταν το μεγάλο κτίριο. Και βέβαια κάθε μεσημέρι να κάνουν την αντίστροφη διαδρομή. Πριν από αυτό, όμως, έπρεπε να φροντίσει για πολύ πιο ουσιαστικά πράγματα. Δεν είχε να περιμένει τίποτα κι από κανέναν, και χρειαζόταν δουλειά.

Στράφηκε πάλι στη μικρή, που δεν είχε σαλέψει καθόλου. Της χάιδεψε τα μακριά της μαλλιά και επιτέλους εκείνη την κοίταξε.

«Εδώ θα μένουμε πια;» τη ρώτησε έτοιμη να κλάψει.

«Ναι, αλλά θα το φτιάξουμε και θα γίνει πολύ όμορφο!»

«Και ο μπαμπάς; Μόνος του θα μένει;»

«Δε σου εξήγησα, Κάλλια μου; Δεν τα είπαμε τόσες φορές; Με τον μπαμπά δεν μπορούμε να μένουμε πια μαζί…»

«Γιατί μαλώσατε! Μου το είπες! Και μ’ εμένα μαλώνεις, αλλά πάντα με συγχωρείς! Εκείνον γιατί δεν μπορείς να τον συγχωρέσεις;»

«Δεν είναι το ίδιο, καρδούλα μου! Όταν δύο μεγάλοι μαλώνουν συνέχεια, είναι καλύτερα να μη μένουν μαζί πια!»

«Κι εγώ; Δε θα ξαναδώ τον μπαμπά μου;»

«Μα τι λες τώρα; Τι είπαμε; Όλη την εβδομάδα θα είμαστε μαζί, και τις Κυριακές, που δε θα έχεις σχολείο, θα πηγαίνεις να βλέπεις τον μπαμπά!»

«Κι αν δε θέλω;»

Άνοιξε το στόμα να της απαντήσει, αλλά το έκλεισε, καθώς το μυαλό της κόλλησε στην ερώτηση του παιδιού. «Τι θα πει αυτό τώρα;» ζήτησε διευκρινίσεις, για να μη δώσει λάθος απάντηση.

«Έχω θυμώσει μαζί του! Δεν ήρθε να μας αποχαιρετήσει και…» Έκοψε την κουβέντα του στη μέση το παιδί και έπλεξε τα δάχτυλά του, σημάδι πως ήταν αναστατωμένο.

Την πήρε στην αγκαλιά της για να την κάνει να νιώσει ασφαλής, ώστε να συνεχίσει. «Και;» επέμεινε. «Για τι άλλο έχεις θυμώσει με τον μπαμπά;»

«Επειδή δε μας κράτησε! Έπρεπε να κλειδώσει όλες τις πόρτες και τα παράθυρα για να μη μας αφήσει να φύγουμε! Αν μας αγαπούσε, δε θα μας άφηνε να φύγουμε!» της απάντησε η μικρή κλαίγοντας πια.

Την έσφιξε πάνω της, καθώς οι λυγμοί τράνταζαν το παιδικό κορμί. Λέξη δε βγήκε από τα χείλη της. Τα σφράγισε με πείσμα καθώς όσα ξεχείλιζαν το μυαλό και την ψυχή της δεν μπορούσε να τα πει σ’ ένα παιδί. Τα δέκα χρόνια της κοινής ζωής της με τον Στέλιο ήταν νωρίς για να τα μάθει η κόρη της. Υποψιαζόταν ότι και στο μέλλον θ’ αντιμετώπιζε ανάλογες ερωτήσεις και θα έπρεπε κάποια στιγμή να της δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση στο γιατί χώρισε, αλλά ήταν σύνθετο το πρόβλημα και ένα εξάχρονο θέλει απλά γεγονότα για να μπορέσει να τα κατανοήσει. Εδώ δεν κατάλαβαν οι γονείς της και της έκλεισαν την πόρτα μόλις τους ανακοίνωσε την απόφασή της να πάρει διαζύγιο.

Πίεσε το μυαλό της ν’ απομακρυνθεί από εκείνες τις αναμνήσεις. Είχε καιρό, το βράδυ που η κόρη της θα κοιμόταν, να θυμηθεί και να κλάψει… Τώρα έπρεπε να την ηρεμήσει. Αποτραβήχτηκε λίγο και αυτή η ανεπαίσθητη κίνηση έσπρωξε τα δακρυσμένα μάτια να κοιτάξουν τα δικά της.

«Άκουσέ με!» της είπε και η φωνή της ανέβηκε έναν τόνο χωρίς να το θέλει. «Ο μπαμπάς σου κι εγώ στο μόνο για το οποίο συμφωνήσαμε όλα αυτά τα χρόνια ήταν ότι δεν μπορούσαμε να είμαστε πια μαζί…»

«Γιατί;» τη διέκοψε το παιδί. «Δεν τον αγαπάς;»

«Όχι!»

Η απάντηση βγήκε αυθόρμητα και με τέτοια ένταση που έκανε το μικρό κορίτσι να ξαφνιαστεί. Το βλέμμα της εξερεύνησε τα μάτια της μητέρας της. Τα δάκρυα στέρεψαν, τα χείλη σφίχτηκαν. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της με τρόπο που έδειχνε το πείσμα της.

«Τότε, ούτε κι εγώ τον αγαπάω!» δήλωσε. «Και δεν πάω! Κι αν έρθει να με πάρει, θα του φέρω τα βατραχοπέδιλα στο κεφάλι!»

Της ήταν αδύνατον να μη χαμογελάσει. Τα βατραχοπέδιλα ήταν δικό του δώρο το καλοκαίρι και η μικρή τα είχε λατρέψει. Τις πρώτες μέρες κοιμόταν μαζί τους και τώρα ήταν έτοιμη να του επιτεθεί με αυτά. Δεν ήξερε αν ήταν σωστό αυτό που έκανε, αλλά ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Ο θυμός φάνταζε πιο χρήσιμος στην παρούσα φάση και ίσως έπρεπε η μικρή να παραμείνει θυμωμένη μαζί του για να της λείπει λιγότερο. Εξάλλου, ο πρώην σύζυγός της δεν ήταν η επιτομή του τρυφερού πατέρα. Το ίδιο το παιδί επαναστατούσε πολλές φορές με την αδιαφορία του. Ένα νέο χαμόγελο ήρθε να προστεθεί στα χείλη της, καθώς θυμήθηκε την κόρη της, πριν από έναν χρόνο, λίγο μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, να προσπαθεί να του τραβήξει την προσοχή κι εκείνος να είναι απορροφημένος στην αθλητική του εφημερίδα. Η μικρή, τότε, αγανακτισμένη, είχε χτυπήσει το πόδι με πείσμα στο πάτωμα και με τα χέρια στη μέση τού είχε φωνάξει: «Δεν ήσουν άξιος εσύ να γίνεις μπαμπάς!» αφήνοντάς τον εμβρόντητο. Όχι ότι η ίδια είχε απορήσει λιγότερο με το λεξιλόγιο της κόρης της, αλλά τα δεκάδες παραμύθια που της διάβαζε θα πρέπει να το είχαν εμπλουτίσει.

«Εντάξει, λοιπόν, μικρή!» δήλωσε ευδιάθετη. «Σου υπόσχομαι ότι δε θα σε πιέσω να πας να δεις τον μπαμπά! Αλλά τέρμα τα κλάματα! Από δω και πέρα είμαστε εσύ κι εγώ, και δεν έχουμε ανάγκη κανέναν! Μόνες μας θα τα καταφέρουμε μια χαρά! Και όταν η μαμά βρει δουλειά, θα το φτιάξουμε παλατάκι το σπίτι μας! Σύμφωνοι;»

Το κοριτσάκι ενθουσιασμένο την αγκάλιασε για να επισφραγίσουν τη συμφωνία τους. Πίστεψε πως θα ήταν πάντα έτσι. Λάθος…

9786180122992_hd
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης