Με αφορμή τα 20 χρόνια λειτουργείας του Ξενώνα Προσωρινής Διαμονής, η Εταιρία Προστασίας Σπαστικών/ Πόρτα Ανοιχτή βράβευσε την bwin για την πολύπλευρη στήριξη της.
«Δε θα ησυχάσουμε ποτέ»: Ένα μυθιστόρημα για ιδανικά και διαψεύσεις
«Δε θα ησυχάσουμε ποτέ»: Ένα μυθιστόρημα για ιδανικά και διαψεύσεις
Ένα πολιτικό-υπαρξιακό μυθιστόρημα στην εποχή της οικονομικής αλλά και ηθικής χρεοκοπίας του Βασίλη Χριστόπουλου
Ένα πολιτικό-υπαρξιακό μυθιστόρημα στην εποχή της οικονομικής αλλά και ηθικής χρεοκοπίας, με τίτλο «Δε θα ησυχάσουμε ποτέ», του Βασίλη Χριστόπουλου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Είναι ο άνισος αγώνας ενός ιδεολόγου που προδόθηκε όχι μόνο από το «σύστημα», αλλά και από τον φίλο και σύντροφό του.
Η αφήγηση ξεκινάει προχρονολογημένα. Στις 4 Μαρτίου του 2013, ο ήρωας της ιστορίας έχει συλληφθεί και κρατείται στη Γενική Ασφάλεια ως ηθικός αυτουργός στη δολοφονία του διοικητή της Πυροσβεστικής σε μια ελληνική παραλιακή πόλη ονόματι Εσπερία. Πως βρέθηκε εκεί;
Το βιβλίο των 507 σελίδων προχωράει με βάση τις ημερολογιακές σημειώσεις του αφηγητή. Ο Λαοκράτης , ένας κομμουνιστής που συμμετείχε στη Νεολαία Λαμπράκη, οργανωμένος σε αντιστασιακή ομάδα κατά της δικτατορίας, αγωνιστής του Πολυτεχνείου, στέλεχος στα μεταπολιτευτικά χρόνια, που απομακρύνθηκε από το κόμμα για να αφιερωθεί στη δουλειά του τοπογράφου σε κατασκευαστική εταιρεία, αποφασίζει -τώρα που βγήκε στη σύνταξη - να πραγματοποιήσει το παλιό του όνειρο: Να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Αρνείται την ήρεμη ζωή με τη ρεαλίστρια γυναίκα του και τα αποκαταστημένα παιδιά του και, φορτισμένος από την αγάπη για δικαιοσύνη και το γενικό καλό , δέχεται την προσφορά του παλιού του ομοϊδεάτη-συναγωνιστή Στέλιου να δουλέψει αμισθί στην εφημερίδα του.
Το πρώτο του ρεπορτάζ που αναλαμβάνει θα του άλλαζε τη ζωή. Ένα απόγευμα το μεγάλο κατάστημα παιχνιδιών που βρίσκεται στο εμπορικό κέντρο, απέναντι από τον καταυλισμό των μεταναστών, τυλίγεται στις φλόγες. Κανάλια, ραδιόφωνα και εφημερίδες πέφτουν πάνω στο θέμα, ζωντανεύοντας με τα μελανότερα χρώματα της σκηνές φρίκης που έζησαν δεκάδες μικρά παιδιά με τους γονείς τους. Οι συζητήσεις για τα αίτια φουντώνουν ,αφού μια μητέρα με το παιδί της και μία νεαρή υπάλληλος απανθρακώνονται. Οι αρχές, επηρεασμένες από το αντιμεταναστευτικό κλίμα της πόλης, ψάχνουν τους εμπρηστές μεταξύ των προσφύγων.
Ο ερασιτέχνης δημοσιογράφος , με προτροπή του φίλου του εκδότη, αρχίζει την έρευνα για το «τις πταίει». Ακούει, βλέπει, ρωτάει, διαβάζει, γράφει. Οι γνώσεις από τη δουλειά του τον κάνουν να θέτει θέματα που οι άλλοι δεν τα επισημαίνουν. Γιατί δεν λειτούργησε κανένα μέτρο ενεργητικής προστασίας; Ούτε οι ανιχνευτές φωτιάς ήχησαν, ούτε οι μηχανισμοί της οροφής δούλεψαν να ρίξουν νερό για να αναστείλουν τη δράση της φωτιάς, ούτε οι εντοιχισμένοι πυροσβεστικοί κρουνοί και οι πυροσβεστήρες χειρός λειτούργησαν. Γιατί οι υπάλληλοι δεν έτρεξαν να τους χρησιμοποιήσουν; Μήπως δεν ήταν εκπαιδευμένοι για το πώς έπρεπε να ενεργήσουν; Γιατί δεν λειτούργησε κανένα μέτρο παθητικής προστασίας; Υπήρχαν έξοδοι κινδύνου; Πυράντοχες στήλες; Πυροδιαμερίσματα; Και η Πυροσβεστική γιατί έφθασε αργά; Στο σπίτι του κατεβάζει από τη βιβλιοθήκη του όλη τη νομοθεσία που κρατούσε από την περίοδο της επαγγελματικής του δράσης. Ξαναδιαβάζει το Προεδρικό Διάταγμα 71/ 1988 περί Κανονισμού Πυροπροστασίας Κτιρίων, το ΠΔ 16/1996 περί Ασφάλειας Εργαζομένων, το Νόμο 1837/ 1989 περί Προστασίας Ανηλίκων κατά την Εργασία.
Είναι ο άνισος αγώνας ενός ιδεολόγου που προδόθηκε όχι μόνο από το «σύστημα», αλλά και από τον φίλο και σύντροφό του.
Η αφήγηση ξεκινάει προχρονολογημένα. Στις 4 Μαρτίου του 2013, ο ήρωας της ιστορίας έχει συλληφθεί και κρατείται στη Γενική Ασφάλεια ως ηθικός αυτουργός στη δολοφονία του διοικητή της Πυροσβεστικής σε μια ελληνική παραλιακή πόλη ονόματι Εσπερία. Πως βρέθηκε εκεί;
Το βιβλίο των 507 σελίδων προχωράει με βάση τις ημερολογιακές σημειώσεις του αφηγητή. Ο Λαοκράτης , ένας κομμουνιστής που συμμετείχε στη Νεολαία Λαμπράκη, οργανωμένος σε αντιστασιακή ομάδα κατά της δικτατορίας, αγωνιστής του Πολυτεχνείου, στέλεχος στα μεταπολιτευτικά χρόνια, που απομακρύνθηκε από το κόμμα για να αφιερωθεί στη δουλειά του τοπογράφου σε κατασκευαστική εταιρεία, αποφασίζει -τώρα που βγήκε στη σύνταξη - να πραγματοποιήσει το παλιό του όνειρο: Να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Αρνείται την ήρεμη ζωή με τη ρεαλίστρια γυναίκα του και τα αποκαταστημένα παιδιά του και, φορτισμένος από την αγάπη για δικαιοσύνη και το γενικό καλό , δέχεται την προσφορά του παλιού του ομοϊδεάτη-συναγωνιστή Στέλιου να δουλέψει αμισθί στην εφημερίδα του.
Το πρώτο του ρεπορτάζ που αναλαμβάνει θα του άλλαζε τη ζωή. Ένα απόγευμα το μεγάλο κατάστημα παιχνιδιών που βρίσκεται στο εμπορικό κέντρο, απέναντι από τον καταυλισμό των μεταναστών, τυλίγεται στις φλόγες. Κανάλια, ραδιόφωνα και εφημερίδες πέφτουν πάνω στο θέμα, ζωντανεύοντας με τα μελανότερα χρώματα της σκηνές φρίκης που έζησαν δεκάδες μικρά παιδιά με τους γονείς τους. Οι συζητήσεις για τα αίτια φουντώνουν ,αφού μια μητέρα με το παιδί της και μία νεαρή υπάλληλος απανθρακώνονται. Οι αρχές, επηρεασμένες από το αντιμεταναστευτικό κλίμα της πόλης, ψάχνουν τους εμπρηστές μεταξύ των προσφύγων.
Ο ερασιτέχνης δημοσιογράφος , με προτροπή του φίλου του εκδότη, αρχίζει την έρευνα για το «τις πταίει». Ακούει, βλέπει, ρωτάει, διαβάζει, γράφει. Οι γνώσεις από τη δουλειά του τον κάνουν να θέτει θέματα που οι άλλοι δεν τα επισημαίνουν. Γιατί δεν λειτούργησε κανένα μέτρο ενεργητικής προστασίας; Ούτε οι ανιχνευτές φωτιάς ήχησαν, ούτε οι μηχανισμοί της οροφής δούλεψαν να ρίξουν νερό για να αναστείλουν τη δράση της φωτιάς, ούτε οι εντοιχισμένοι πυροσβεστικοί κρουνοί και οι πυροσβεστήρες χειρός λειτούργησαν. Γιατί οι υπάλληλοι δεν έτρεξαν να τους χρησιμοποιήσουν; Μήπως δεν ήταν εκπαιδευμένοι για το πώς έπρεπε να ενεργήσουν; Γιατί δεν λειτούργησε κανένα μέτρο παθητικής προστασίας; Υπήρχαν έξοδοι κινδύνου; Πυράντοχες στήλες; Πυροδιαμερίσματα; Και η Πυροσβεστική γιατί έφθασε αργά; Στο σπίτι του κατεβάζει από τη βιβλιοθήκη του όλη τη νομοθεσία που κρατούσε από την περίοδο της επαγγελματικής του δράσης. Ξαναδιαβάζει το Προεδρικό Διάταγμα 71/ 1988 περί Κανονισμού Πυροπροστασίας Κτιρίων, το ΠΔ 16/1996 περί Ασφάλειας Εργαζομένων, το Νόμο 1837/ 1989 περί Προστασίας Ανηλίκων κατά την Εργασία.
Καθώς προχωρεί η αρθογραφία του, δέχεται ένα τηλέφωνο από μια παλιά του αγάπη, την Κλεονίκη. Μια δυναμική του φοιτητικού κινήματος, την μοναδική γυναίκα της αντιστασιακής οργάνωσης όταν σπούδαζαν στην Αθήνα. Μετά τις συναισθηματικές αναμνήσεις εκείνη, του ανακοινώνει ότι δουλεύει στην ασφαλιστική εταιρεία όπου είναι ασφαλισμένη η επιχείρηση παιχνιδιών… Και είναι υπεύθυνη του φακέλου αποζημίωσης… Στο τέλος, αποκαλύπτεται ότι ο παλιός του συναγωνιστής έρχεται σε μυστική συμφωνία με την ασφαλιστική εταιρεία που επιδιώκει να γλυτώσει τα ασφάλιστρα.
Ο συγγραφέας με την αμεσότητα της γραφής του, την αληθοφάνεια των γεγονότων, την δύναμη της απλότητας μέσα από την περιπέτεια της πλοκής, έχοντας αναφορά στο σήμερα, δίνει στον αναγνώστη ένα μυθιστόρημα πραγματικότητας. Ουσιαστικά είναι , μέσω αφήγησης, μια μελέτη- αποκάλυψη για τη διαφθορά στο κράτος, τα επιχειρηματικά διαπλεκόμενα που επικαλύπτουν νόμους , το σκοτεινό κόσμο του χρήματος, την τρομοκρατία των ρατσιστικών οργανώσεων, αλλά και την τρομοκρατία των «επαναστατικών οργανώσεων», τις ιδεολογικές συγκρούσεις του χθες αλλά και τις συγκρούσεις συμφερόντων του σήμερα.
Ένα μυθιστόρημα για τα ιδανικά και τις διαψεύσεις. Με επιμύθιο τα λόγια του πρωταγωνιστή : «Όλα τελικά δείχνουν πως τίποτα δεν έχει νόημα;». Για να συμπληρώσει αμέσως μετά: «Όταν με τον μικρό και ατελέσφορο τρόπο μας κάνουμε κάποιο αγώνα, τότε αυτή η προσπάθεια πιάνει τόπο».
Και τα γράφει αυτά στο κελί, περιμένοντας να δικασθεί για ηθική αυτουργία του διοικητή...
Ο συγγραφέας με την αμεσότητα της γραφής του, την αληθοφάνεια των γεγονότων, την δύναμη της απλότητας μέσα από την περιπέτεια της πλοκής, έχοντας αναφορά στο σήμερα, δίνει στον αναγνώστη ένα μυθιστόρημα πραγματικότητας. Ουσιαστικά είναι , μέσω αφήγησης, μια μελέτη- αποκάλυψη για τη διαφθορά στο κράτος, τα επιχειρηματικά διαπλεκόμενα που επικαλύπτουν νόμους , το σκοτεινό κόσμο του χρήματος, την τρομοκρατία των ρατσιστικών οργανώσεων, αλλά και την τρομοκρατία των «επαναστατικών οργανώσεων», τις ιδεολογικές συγκρούσεις του χθες αλλά και τις συγκρούσεις συμφερόντων του σήμερα.
Ένα μυθιστόρημα για τα ιδανικά και τις διαψεύσεις. Με επιμύθιο τα λόγια του πρωταγωνιστή : «Όλα τελικά δείχνουν πως τίποτα δεν έχει νόημα;». Για να συμπληρώσει αμέσως μετά: «Όταν με τον μικρό και ατελέσφορο τρόπο μας κάνουμε κάποιο αγώνα, τότε αυτή η προσπάθεια πιάνει τόπο».
Και τα γράφει αυτά στο κελί, περιμένοντας να δικασθεί για ηθική αυτουργία του διοικητή...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα