Ζήστε τη μαγεία των Χριστουγέννων στο νέο Flagship Store της Toys-Shop στην Αριστοτέλους
«Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη» από τον Ανδρέα Μαράτο
«Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη» από τον Ανδρέα Μαράτο
Ο καταξιωμένος καθηγητής μελέτησε την πορεία του μεγάλου Έλληνα μουσικοσυνθέτη φωτίζοντας μέσα από το βιβλίο του την άρρηκτη σχέση του Μίκη με τις κοινωνικές και πολιτικές περιπέτειες της χώρας.
Ανάλυση της πολιτιστικής ιστορίας του Μίκη Θεοδωράκη είναι το βιβλίο «Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης – Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η εποχή του», που έγραψε ο Ανδρέας Μαράτος και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ιανός. Ζωγράφος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Όπως αναφέρει στον πρόλογό του ο Ανδρέας Μπαλτάς, το βιβλίο καταπιάνεται με το σύνολο του μουσικού έργου του μεγάλου συνθέτη, φωτίζοντας την άρρηκτη σχέση του με τις κοινωνικές και πολιτικές περιπέτειες της χώρας , κατά την ελληνική και αριστερή του ρίζα και κατά τις ευρύτερες οικουμενικές του βλέψεις, με φόντο την εξέλιξη της ελληνικής πόλης, την εσωτερική μετανάστευση, τον εκφυλισμό και την εξαφάνιση της γειτονιάς, την κυριαρχία της πολυκατοικίας.
Είναι μια συνδυαστική ανάλυση 224 σελίδων που θέτει τα αδήριτα ερωτήματα: Ποια είναι η αριστερή, ποια η εθνική και ποια η οικουμενική του διάσταση του θεοδωρακικού έργου; Γιατί δεν συγκινεί όσο πλατιά συγκινούσε; Μπορεί το έργο του να αποκτήσει, εν μέσω κρίσης, μια νέα δυναμική; Μπορεί να δημιουργήσει ξανά μια νέα Μεταπολίτευση;
«Ο Θεοδωρακικός μουσικός κόσμος αποτελεί μια σύγχρονη ελεγεία ουτοπίας» τονίζει ο συγγραφέας . Και συνεχίζει: « Ουτοπία κρυμμένη γιατί, μπορεί να εξορίστηκε από τα ακούσματα της πλειοψηφίας των ανθρώπων, όμως περιμένει πάντα τα ακροατήρια που θα την ανακαλύψουν ή θα τη συναντήσουν ξανά. Το σώμα μιλά για το υλικό υπόβαθρο των εξελίξεων το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, την επίδραση τους στην κυρίαρχη αντίληψη, τους τρόπους δράσης και κατοίκησης των ανθρώπων της Αθήνας». Ο μελετητής υπογραμμίζει πως έθεσε ως αρχή της ερευνητικής του προσπάθειας την καθοριστική στιγμή της μεταπολεμικής μας ιστορίας που είναι ο Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης σε κείμενό για την παρουσίαση του βιβλίου λέει, μεταξύ άλλων:
«Στο Δεκέμβρη του ’44 ήμουν 19 χρονών, δηλαδή σε μια ηλικία ώριμη για να κρίνω και να αποφασίζω. Φυσικά δεν ήταν εύκολο, γιατί ανάμεσα στο 1944 και στο σήμερα τα γεγονότα ήταν πυκνά, σημαντικά και κυρίως πολύπλοκα. Ως έφηβος, έπρεπε να αποφασίζω για τον εαυτό μου, την προσωπική μου ζωή και το μέλλον μου, ενώ παράλληλα να τοποθετηθώ ενεργητικά απέναντι στις εξελίξεις που αφορούσαν τη ζωή και το μέλλον της Πατρίδος και του Λαού μας. Τότε, για τον καθένα μας υπήρχαν τρεις επιλογές. Η πρώτη ήταν να πας από δω. Η δεύτερη να πας από κει. Και η τρίτη να παραμείνεις ουδέτερος. Γνώριζες ότι η όποια επιλογή σου θα σε βάραινε σε όλη σου τη ζωή. Δηλαδή ήσουν δέσμιος της απόφασής σου και έτοιμος να δεχθείς όλες τις συνέπειες».
Όπως αναφέρει στον πρόλογό του ο Ανδρέας Μπαλτάς, το βιβλίο καταπιάνεται με το σύνολο του μουσικού έργου του μεγάλου συνθέτη, φωτίζοντας την άρρηκτη σχέση του με τις κοινωνικές και πολιτικές περιπέτειες της χώρας , κατά την ελληνική και αριστερή του ρίζα και κατά τις ευρύτερες οικουμενικές του βλέψεις, με φόντο την εξέλιξη της ελληνικής πόλης, την εσωτερική μετανάστευση, τον εκφυλισμό και την εξαφάνιση της γειτονιάς, την κυριαρχία της πολυκατοικίας.
Είναι μια συνδυαστική ανάλυση 224 σελίδων που θέτει τα αδήριτα ερωτήματα: Ποια είναι η αριστερή, ποια η εθνική και ποια η οικουμενική του διάσταση του θεοδωρακικού έργου; Γιατί δεν συγκινεί όσο πλατιά συγκινούσε; Μπορεί το έργο του να αποκτήσει, εν μέσω κρίσης, μια νέα δυναμική; Μπορεί να δημιουργήσει ξανά μια νέα Μεταπολίτευση;
«Ο Θεοδωρακικός μουσικός κόσμος αποτελεί μια σύγχρονη ελεγεία ουτοπίας» τονίζει ο συγγραφέας . Και συνεχίζει: « Ουτοπία κρυμμένη γιατί, μπορεί να εξορίστηκε από τα ακούσματα της πλειοψηφίας των ανθρώπων, όμως περιμένει πάντα τα ακροατήρια που θα την ανακαλύψουν ή θα τη συναντήσουν ξανά. Το σώμα μιλά για το υλικό υπόβαθρο των εξελίξεων το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, την επίδραση τους στην κυρίαρχη αντίληψη, τους τρόπους δράσης και κατοίκησης των ανθρώπων της Αθήνας». Ο μελετητής υπογραμμίζει πως έθεσε ως αρχή της ερευνητικής του προσπάθειας την καθοριστική στιγμή της μεταπολεμικής μας ιστορίας που είναι ο Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης σε κείμενό για την παρουσίαση του βιβλίου λέει, μεταξύ άλλων:
«Στο Δεκέμβρη του ’44 ήμουν 19 χρονών, δηλαδή σε μια ηλικία ώριμη για να κρίνω και να αποφασίζω. Φυσικά δεν ήταν εύκολο, γιατί ανάμεσα στο 1944 και στο σήμερα τα γεγονότα ήταν πυκνά, σημαντικά και κυρίως πολύπλοκα. Ως έφηβος, έπρεπε να αποφασίζω για τον εαυτό μου, την προσωπική μου ζωή και το μέλλον μου, ενώ παράλληλα να τοποθετηθώ ενεργητικά απέναντι στις εξελίξεις που αφορούσαν τη ζωή και το μέλλον της Πατρίδος και του Λαού μας. Τότε, για τον καθένα μας υπήρχαν τρεις επιλογές. Η πρώτη ήταν να πας από δω. Η δεύτερη να πας από κει. Και η τρίτη να παραμείνεις ουδέτερος. Γνώριζες ότι η όποια επιλογή σου θα σε βάραινε σε όλη σου τη ζωή. Δηλαδή ήσουν δέσμιος της απόφασής σου και έτοιμος να δεχθείς όλες τις συνέπειες».
Ο αντάρτης Μίκης πήρε συγκεκριμένη θέση, αλλά είχε και τα ερωτηματικά του:
«Δυστυχώς ή ευτυχώς, για μένα τα πράγματα ήρθαν έτσι, ώστε ευθύς εξ αρχής, δηλαδή από την ένταξη μου στην εαμική αντίσταση στα 1943, μπήκε μέσα μου το μικρόβιο της αμφιβολίας, που με το χρόνο εξελίχθηκε σε ένα μόνιμο διχασμό προσωπικότητας, με αποτέλεσμα να πράττω και ταυτόχρονα να αποστασιοποιούμαι από τις πράξεις μου (πάντοτε μέσα μου βέβαια, εσωτερικά). Να βλέπω τον εαυτό μου αντικειμενικά σαν ένας τρίτος που παρακολουθεί κάποιον άλλο και μάλιστα με έντονα κριτικό βλέμμα. Μήπως όμως τελικά αυτός ο διχασμός δεν είναι το γνώρισμα της ελληνικής τραγωδίας από τα Δεκεμβριανά έως σήμερα, που συνίσταται στο γεγονός ότι ο λαός μας γνωρίζει πολύ καλά τους εχθρούς του, ενώ ταυτόχρονα δεν εμπιστεύεται τους φίλους του; Κι αυτό όχι από δικό του λάθος αλλά γιατί κάθε φορά οι υποτιθέμενοι φίλοι του αποδεικνύονται κατώτεροι από τις περιστάσεις και τις προσδοκίες του;».
Ο συγγραφέας προχωρεί στην καθιερωμένη αριστερή ερμηνευτική αναδρομή της Ιστορίας : κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακό κράτος, χαμένη άνοιξη του 60, δικτατορία, μεταπολίτευση, αλλαγή. Εκεί που πρωτοτυπεί είναι στην χωρο- ταξική διάσταση ανάλυσης του νεωτεριστικού πολιτιστικού κύματος του Μίκη. Χαρτογραφεί την γενέθλιο πόλη των τραγουδιών, φωτογραφίζοντας την μετεμφυλιακή Αθήνα του εύπορου κέντρου με τα μεγάλα δημόσια κτίρια, τις μεσοπολεμικές πολυκατοικίες, τα νοικοκυρεμένα διώροφα, τις φτωχές μονοκατοικίες, τα χαμόσπιτα, τις συνοικίες με τα περιβόλια, τα προσφυγικά, τις αλάνες , τα ρέματα και τα βοσκοτόπια στις υπώρειες των βουνών με τον Κηφισό να ορίζει την μεγάλη διαίρεση σε ανατολικές και δυτικές συνοικίες. Χλιδή, μικροαστική ευπρέπεια και φτώχεια υποδομών συνιστούσαν την τριγωνική όψη της πόλης , αντιστοιχώντας στην αστική, μεσαία και εργατική τάξη. Σε αυτό το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον έγραψε το εμβληματικό τραγούδι «Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή».
Με αυτή την οπτική ο συγγραφέας προσεγγίζει τα έργα του συνθέτη αναλύει τους στίχους, ζωγραφίζει τις μελωδίες φτάνοντας ως τη δεκαετία του ΄80 σε μια αναπτυγμένη πια και εξουσιαστική πόλη που – φαινομενικά- νίκησε αλλά «τα τραγούδια φυλάνε μέσα τους τον ουτοπικό σπινθήρα περιμένοντας τα ακροατήρια που θα τα απελευθερώσουν».
Πηγή: Αθηναϊκό Πρακτορείο.
«Δυστυχώς ή ευτυχώς, για μένα τα πράγματα ήρθαν έτσι, ώστε ευθύς εξ αρχής, δηλαδή από την ένταξη μου στην εαμική αντίσταση στα 1943, μπήκε μέσα μου το μικρόβιο της αμφιβολίας, που με το χρόνο εξελίχθηκε σε ένα μόνιμο διχασμό προσωπικότητας, με αποτέλεσμα να πράττω και ταυτόχρονα να αποστασιοποιούμαι από τις πράξεις μου (πάντοτε μέσα μου βέβαια, εσωτερικά). Να βλέπω τον εαυτό μου αντικειμενικά σαν ένας τρίτος που παρακολουθεί κάποιον άλλο και μάλιστα με έντονα κριτικό βλέμμα. Μήπως όμως τελικά αυτός ο διχασμός δεν είναι το γνώρισμα της ελληνικής τραγωδίας από τα Δεκεμβριανά έως σήμερα, που συνίσταται στο γεγονός ότι ο λαός μας γνωρίζει πολύ καλά τους εχθρούς του, ενώ ταυτόχρονα δεν εμπιστεύεται τους φίλους του; Κι αυτό όχι από δικό του λάθος αλλά γιατί κάθε φορά οι υποτιθέμενοι φίλοι του αποδεικνύονται κατώτεροι από τις περιστάσεις και τις προσδοκίες του;».
Ο συγγραφέας προχωρεί στην καθιερωμένη αριστερή ερμηνευτική αναδρομή της Ιστορίας : κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακό κράτος, χαμένη άνοιξη του 60, δικτατορία, μεταπολίτευση, αλλαγή. Εκεί που πρωτοτυπεί είναι στην χωρο- ταξική διάσταση ανάλυσης του νεωτεριστικού πολιτιστικού κύματος του Μίκη. Χαρτογραφεί την γενέθλιο πόλη των τραγουδιών, φωτογραφίζοντας την μετεμφυλιακή Αθήνα του εύπορου κέντρου με τα μεγάλα δημόσια κτίρια, τις μεσοπολεμικές πολυκατοικίες, τα νοικοκυρεμένα διώροφα, τις φτωχές μονοκατοικίες, τα χαμόσπιτα, τις συνοικίες με τα περιβόλια, τα προσφυγικά, τις αλάνες , τα ρέματα και τα βοσκοτόπια στις υπώρειες των βουνών με τον Κηφισό να ορίζει την μεγάλη διαίρεση σε ανατολικές και δυτικές συνοικίες. Χλιδή, μικροαστική ευπρέπεια και φτώχεια υποδομών συνιστούσαν την τριγωνική όψη της πόλης , αντιστοιχώντας στην αστική, μεσαία και εργατική τάξη. Σε αυτό το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον έγραψε το εμβληματικό τραγούδι «Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή».
Με αυτή την οπτική ο συγγραφέας προσεγγίζει τα έργα του συνθέτη αναλύει τους στίχους, ζωγραφίζει τις μελωδίες φτάνοντας ως τη δεκαετία του ΄80 σε μια αναπτυγμένη πια και εξουσιαστική πόλη που – φαινομενικά- νίκησε αλλά «τα τραγούδια φυλάνε μέσα τους τον ουτοπικό σπινθήρα περιμένοντας τα ακροατήρια που θα τα απελευθερώσουν».
Πηγή: Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα