Πόσο εύκολο είναι να αφήσεις τη δουλειά σου στην Google και την Amazon για να επιστρέψεις στην Ελλάδα και να ξεκινήσεις από το μηδέν μια startup επιχείρηση; Καθόλου, θα απαντούσαμε εμείς. Οι Γιάννης Κουτράκος και Βασίλης Παπαποστόλου, ωστόσο, δεν δίστασαν να πάρουν την απόφαση και να το κάνουν πράξη. Γι’ αυτό και όταν ξεκινούν να σου μιλάνε για την προσπάθειά τους, ξέρεις πως, αν μη τι άλλο, την έχουν πάρει στα σοβαρά.
Οι δυο τους λοιπόν παρατήρησαν ότι ενώ μπορεί κανείς να παραγγείλει εύκολα πρόχειρο φαγητό, οι καταναλωτές δεν είχαν πρόσβαση σε ποιοτικό φαγητό μέσω του delivery. Ταυτόχρονα, πολλά εστιατόρια στην Αθήνα προσέφεραν ιδιαίτερες επιλογές όπως vegetarian, φαγητά χωρίς γλουτένη ή με βιολογικές πρώτες ύλες, οι οποίες έχουν φανατικό κοινό αλλά τα εστιατόρια δεν προσέφεραν delivery, λόγω του υψηλού κόστους. Αποφάσισαν έτσι να δώσουν τη δυνατότητα σε εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία να χρησιμοποιήσουν την πλατφόρμα τους, το gourmetdelivery.gr, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
«Ζούσαμε και οι δύο για χρόνια στο εξωτερικό», μου τονίζει ο Γιάννης, «και είχαμε συμμετάσχει σε άπειρες συζητήσεις για την ελληνική οικονομία, για το τι θα έπρεπε να γίνει, για το πώς μπορεί η γενιά μας να λειτουργήσει θετικά στην κρίση». Κάποια στιγμή αποφασίσαν πως ήρθε η ώρα να κάνουν και οι ίδιοι κάτι «για να προσφέρουμε πίσω στη χώρα που μας μόρφωσε, που μας σπούδασε, που μας έδωσε τα εχέγγυα να κάνουμε καριέρα. Παρατηρήσαμε τα insights της αγοράς (το delivery είναι σύνηθες μεν, αλλά εκλείπει η ποιότητα) και πιστέψαμε πολύ στη δυναμική του πρότζεκτ».
Δεν δίστασαν έτσι να ξεκινήσουν και εδώ και πέντε μήνες η πλατφόρμα τους είναι στον «αέρα». «Σε αυτό το διάστημα το gourmetdelivery.gr κερδίζει συνεχώς έδαφος στο επίπεδο τόσο των πελατών όσο και των συνεργαζόμενων εστιατορίων και ζαχαροπλαστείων», μου εξηγεί ο Βασίλης. Συνεχίζει, μάλιστα, την ανάλυσή του λέγοντάς μου πως η αύξηση των χρηστών οφείλεται αφενός στον πλουραλισμό των επιλογών -μέχρι στιγμής περιλαμβάνονται εστιατόρια με κουζίνες πολλών ειδών (χορτοφαγική, γαλλική κουζίνα, burgers, ασιατική κ.λπ.)- και αφετέρου στη στόχευση του κοινού: εκτός από την εφαρμογή μπορεί κανείς να παραγγείλει είτε μέσω της ιστοσελίδας είτε μέσω τηλεφώνου. «Η ποικιλία αυτή στην εξυπηρέτηση φαίνεται και στα δημογραφικά στοιχεία της εφαρμογής, αφού εκτός από χρήστες νέων ηλικιών, υπάρχουν πολλοί ανάμεσα στα 30 και τα 50».
Σύντομα η κουβέντα μας περνάει στις ιδιαίτερότητες του χώρου τους και όπως μου αναφέρουν είναι τόσο logistics business όσο και technology business. «Τα εστιατόρια δεν είναι ταχυφαγεία και θέλουν αρκετό χρόνο να προετοιμάσουν ένα πιάτο. Από την άλλη ο καταναλωτής δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό και όταν πεινάει δεν θέλει να περιμένει! Έτσι, είμαστε πολύ προσεκτικοί να μην ξεπερνάμε με τίποτα τα 40’ στην εξυπηρέτηση των πελατών».
Όταν τους ζητάω να μου μιλήσουν για τα επόμενα σχέδιά τους, αρνούνται ευγενικά, καθώς θεωρούν ότι το διάστημα που δραστηριοποιούνται στην αγορά είναι σύντομο. Την ίδια τακτική όμως ακολουθούν και απέναντι σε επενδυτές που ήδη τους έχουν προσεγγίσει. «Βασιζόμαστε 100% σε ιδία κεφάλαια», συμπληρώνει ο Γιάννης και καταλήγει: «Τα περιθώρια ανάπτυξης στο On demand delivery είναι εξαιρετικά μεγάλα τόσο εντός της χώρας, όσο και εκτός. Έτσι παρότι πρόκειται για έναν κλάδο που είναι κορυφαίος παγκοσμίως σε capital investment, έχουμε δει υψηλό ενδιαφέρον από funds και angel investors για να επενδύσουν στο Gourmet Delivery. Καθώς ωστόσο πηγαίνουμε πολύ καλά, το αρνούμαστε πολύ ευγενικά».