O καινούργιος δίσκος του Στέφανου Τσάπη κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από την εταιρεία Cristal Records/Harmonia Mundi και μπορούμε πια να απολαύσουμε τα έντεκα τραγούδια του “Border Lines”. Ο Στέφανος είναι ένας εξαιρετικός πιανίστας και η πορεία του μέχρι τώρα εντυπωσιακή. Πολύ καλές σπουδές, σημαντικές συνεργασίες και κάθε βήμα του τον οδηγεί όλο και πιο ψηλά στο μουσικό στερέωμα.
Στο “Border Lines” o ίδιος παίζει με τον Marc Buronfosse στο κοντραμπάσο και τον Arnaud Biscay στα ντραμς. Είναι ένα άλμπουμ που εξετάζει την έννοια του συνόρου με ποικίλους τρόπους. Όπως λέει ο Στέφανος: «Εβρισκα ότι είχε ενδιαφέρον αυτός ο τίτλος για κάποιον σαν κι εμένα, δηλαδή έναν Ελληνογάλλο που αισθάνεται Γάλλος στην Ελλάδα και Ελληνας στην Γαλλία. Αυτή η αίσθηση ότι είμαι συνεχώς μεταξύ δύο πολιτισμών, ότι δεν ανήκω πραγματικά σε κανέναν από τους δύο, δεν με αφήνει ποτέ. Ποιος ξέρει; Ισως η χώρα μου να είναι σε αυτό το ενδιάμεσο. Η μουσική πάντα μου επέτρεπε να ξεπεράσω αυτήν την αίσθηση. Βεβαίως το ότι μου ήρθε αυτή η ιδέα για τον τίτλο σε αυτές τις στιγμές που ζούμε και με αυτά που συμβαίνουν όσο μιλάμε στα σύνορα της Ευρώπης, δεν είναι τυχαίο».
Χωρίς μουσικά σύνορα
O δίσκος “Border Lines” του Στέφανου Τσάπη μόλις κυκλοφόρησε και το πρώτο βίντεο κλιπ είναι ήδη στον «αέρα»
Από τα 11 κομμάτια του δίσκου που έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε, στέκομαι στη διασκευή των τραγουδιών «Το πρακτορείο/Καίγομαι» του Σταύρου Ξαρχάκου από την ταινία «Ρεμπέτικο»: πέντε λεπτά και 18 δευτερόλεπτα πραγματικά μαγικής μουσικής που ενώνει το ρεμπέτικο με την τζαζ και σε ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Ο Στέφανος σχολιάζει σχετικά: «Η τζαζ γεννήθηκε σχεδόν στην ίδια εποχή με το ρεμπέτικο, όπως και το ταγκό εξάλλου, και είναι μουσικές που παίρνουν ρίζες στον υπόκοσμο των πόλεων. Γεννήθηκαν επίσης στην περίοδο που αναπτύσσονταν οι δισκογραφικές εταιρείες. Δεν πιστεύω ότι κάνω λάθος λέγοντας ότι συχνά συναντιόνταν Ελληνες μουσικούς και jazzmen μέσα στο στούντιο στις ΗΠΑ».
Ο Στέφανος άρχισε να μελετάει πιάνο από πέντε ετών. Πήγαινε συχνά τις συναυλίες του θείου του, Jean-Louis Haguenauer, και -όπως ήταν φυσικό- μαγευόταν από αυτές. Ο θείος του είναι ένας κλασικός πιανίστας με διεθνή καριέρα, αλλά και ο παππούς του ήταν ένας εξαιρετικός ερασιτέχνης πιανίστας.
Οι γονείς του είναι επιστήμονες, όπως και τα δύο αδέρφια του. Εκείνος όμως επέλεξε να ασχοληθεί με τη μουσική, στην αρχή για προσωπική του ευχαρίστηση και στη συνέχεια επαγγελματικά. Μέχρι τα 18 του έκανε ιδιαίτερα μαθήματα κλασικής και τζαζ μουσικής με καθηγητές όπως ο Αντώνης Σκόκο, που σπούδαζε τότε στο Παρίσι, και λίγα χρόνια αργότερα πήρε το δίπλωμά του στη μουσικολογία, ενώ σπούδαζε κλασικό πιάνο στο Ωδείο της Gennevilliers και μετά στο Εθνικό Ωδείο του Παρισιού στο τμήμα Τζαζ με τους Benjamin Moussay και Emil Spanyi. Σήμερα ο ίδιος είναι συντονιστής στο ίδιο τμήμα του ωδείου και διδάσκει film scoring, καθώς και ένα μάθημα για τις μουσικές του κόσμου. Από τα βραβεία που έχει πάρει όλα αυτά τα χρόνια εκείνος ξεχωρίζει το Duke Ellington Composers που πήρε το 2012 για τη σύνθεση “Mount Athos”. «Ο Duke Ellington είναι για μένα ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες του 20ού αιώνα και ήταν μεγάλη τιμή να διακριθώ από αυτή την επιτροπή - και επιπλέον για μια πολύ προσωπική μου σύνθεση που πηγάζει από τις ελληνικές μου ρίζες», σημειώνει ο ίδιος.
Εντυπωσιακές σπουδές, όπως και η μετέπειτα πορεία του. Πώς ξεκίνησε όμως η αγάπη του για αυτό το είδος μουσικής; «Οταν ήμουν μικρός πήγαινα συχνά στις συναυλίες του θείου μου, όπου ανακάλυψα με άμεσο τρόπο τα έργα των Debussy, Bach, Schubert κά. Στα επτά μου χρόνια η μάνα μου μου χάρισε μια κασέτα του Thelonious Monk (“Solo Monk”) και έπαθα σοκ. Χάρη σ΄ αυτή μου ανοίχτηκε ο κόσμος της τζαζ και του αυτοσχεδιασμού. Εγινα φανατικός και άκουγα συνεχώς δίσκους των Art Tatum, Earl Hines, Duke Ellington, Louis Armstrong, Oscar Peterson. Ο κόσμος της τζαζ ήταν ένας κρυφός κόσμος που ήταν αποκλειστικά δικός μου. Οσον αφορά το κλασικό πιάνο, επειδή πάντα είχα πολύ καλό αυτί και δεν ήμουν καλός στην ανάγνωση, μάθαινα απ' έξω τις παρτιτούρες, όπως κάνει κάποιος με τα standards της τζαζ. Δύο καθηγητές μου ανέπτυξαν το γούστο μου για τη μελέτη και την τεχνική, η Josette Morata για το κλασικό πιάνο και ο Benjamin Moussay για την τζαζ. Και έτσι ποτέ δεν θεώρησα ότι ήταν αγγαρεία, αλλά ένα παιχνίδι που συνεχώς εξελίσσεται».
Και από εκείνες τις πρώτες δειλές και παιχνιδιάρικες παρτιτούρες ήρθε το 2012 o δίσκος “Mataroa”, που ξεδίπλωσε όλο το μεγαλείο της ψυχής τους. «Η ιστορία του Ματαρόα με στοίχειωνε για αρκετά χρόνια», αρχίζει να μου αφηγείται. «Το βιβλίο του Ανδρέα Κέδρου “Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο” μου έδωσε την επιθυμία να γράψω ένα έργο γύρω από την ιστορία αυτού του πλοίου και του ταξιδιού που έκαναν αυτοί οι νεαροί Ελληνες τότε, λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Σκέφτηκα πως θα ήταν ενδιαφέρον να βάλουμε δίπλα-δίπλα τα κείμενα του Γιάννη Ρίτσου και του Ανδρέα Κέδρου. Ο ένας έμεινε στην Ελλάδα, ο άλλος έφυγε. Ο ένας γράφει μια μαρτυρία σε πεζό κείμενο, ο άλλος χρησιμοποιεί μια ποιητική γλώσσα που ξυπνάει πολύ δυνατές εικόνες στον αναγνώστη. Είναι σαν ένας φανταστικός διάλογος που αναπτύσσεται ανάμεσά τους. Ενα από τα κείμενα που χρησιμοποιούμε στον δίσκο, είναι το “Γράμμα προς τη Γαλλία”, ένας λόγος που έβγαλε ο Γιάννης Ρίτσος στις 14 Ιουλίου του 1945 στην πλατεία Συντάγματος. Μερικούς μήνες αργότερα ο Ανδρέας Κέδρος και άλλοι 200 νέοι φοιτητές επιβιβάζονται στο Ματαρόα και παίρνουν τον δρόμο για το Παρίσι. Αυτή η ιστορία είχε επίσης ιδιαίτερη σημασία για μένα για έναν πολύ απλό λόγο: Ο πατέρας μου γεννήθηκε στον Πειραιά το 1945 και αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι το 1969, κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Στην πραγματικότητα είναι η ιστορία του πατέρα μου ειπωμένη με πλάγιο τρόπο».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr