Ξοδεύοντας δυνάμεις που κάνεις δεν αγοράζει...
felekis_nikos

Νίκος Φελέκης

Ξοδεύοντας δυνάμεις που κάνεις δεν αγοράζει...

Συζητούσαν σιγανά. Τι θα 'ταν καλύτερο; Να παραδώσουν τα κλειδιά η να τραβήξουν το σκοινί; Να κρεμαστούνε στη θηλιά; Ν' αφήσουν άδεια σώματα κει που οι ψυχές δεν αντέχουν, εκεί που ο νους δεν προφταίνει και λυγίζουν τα γόνατα;

Συζητούσαν σιγανά. Τα λόγια τους συνήθεια της ακοής, βουίζουν μέσα στα ξάρτια και περνάνε. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Ξανά και ξανά. Ίδιες κινήσεις, στα ίδια σώματα. Τι θα 'ταν καλύτερο; Ξάφνου κόπηκε η μονοτονία. Βγάλανε απόφαση. Όλα τα παραδώσανε. Αγγόνια και δισέγγονα. Και τα χωράφια τα βαθιά, και τα βουνά τα πράσινα. Και την αγάπη και το βιός, τη σπλάχνιση και τη σκεπή. Και ποταμούς και θάλασσες.

Κι ύστερα; Τι κάνανε ύστερα; Φύγαν σαν αγάλματα κι άφησαν πίσω τους σιγή. Και μετά; Μετά, ήρθε η μεγάλη μοναξιά. Ήρθε η μεγάλη στέρηση που κάθησε κι απλώθηκε ωσάν την πάχνη της αυγής, πιάστηκε από τα ψηλά κλαδιά, μέσα από τα δέντρα γλίστρησε και τύλιξε την ψυχή μας.

Έχασε το χρώμα του πια αυτός ο κόσμος. Ολοένα πάει και λιγοστεύει. Λες και βυθίζεσαι στο χώμα. Όσο μακριά και να κοιτάξω βλέπω γονατιστούς ανθρώπους -λες κάνουνε την προσευχή τους. Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων. Η μνήμη όπου την αγγίζεις πονεί. Διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα. Στα λιμάνια την Κυριακή, σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε, βλέπουμε να φωτίζονται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τελείωσαν, σώματα που δεν ξέρουν πια πως ν' αγαπήσουν.

Θα 'ταν χίλιες φορές προτιμότερο αν πήγαιναν στην Εκάλη να μαζεύουν κούμαρα ή στη Γλυφάδα να ψαρεύουν ροφούς, παρά η απόφαση που πήρανε. Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί, ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες.

Ξέρω, βουλιάζει ο άνθρωπος όταν σηκώνει μεγάλες πέτρες. Ξέρω, ζωή σου είναι ότι έδωσες. Ξέρω, τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη. Όμως και οι άλλοι πρέπει να μάθουν ότι στη χώρα μου, που 'ναι ριγμένη εδώ σαν την εντάφια προσωπίδα, θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή επειδή τα σπίτια πεισματώνουν όταν τα γυμνώνεις.

Τώρα το δικό μας χρέος είναι να βρούμε το μικρότερο κακό. Ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει. Χωρίς στήριγμα. Μονάχα με το βαθύτερο καημό να κρατηθούμε μέσα στη φυγή. Ψηλαφώντας σιγά, μέσα στα πράγματα που μας τριγυρίζουν, προσπαθούμε να εξηγήσουμε γιατί δεν θέλουμε να πεθάνουμε με τόσο πάθος.

Δυστυχώς ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δύο μαύρες συμπληγάδες. Τον πελεκάνε και τον καίνε σαν πεύκο. Ταξιδεύει πάνω στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές. Αναλογίζομαι πολιτείες μεγάλες, που έζησαν χιλιάδες χρόνια, και έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες, χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια. Και φοβάμαι μην είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει. Μνησιπήμων πόνος.

Επειδή δεν θέλω ν' αφήσω τη στοργή, για τον τόπο μου, στους αργυραμοιβούς, συνεχίζω να ψάχνω αυτόν που θα μου πει: Εγώ είμαι ο τόπος σου. Ίσως να μην είμαι κανείς, αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις. Ξέρω, στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε, προσμένοντας, στης πέτρας την υπομονή, το θάμα. Όμως πάντα οι πραγματικοί ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά...

Υστερόγραφο: Μέρες απονομής του Νόμπελ στον Γιώργο Σεφέρη, που 'ναι, είπα να ανακατέψω -κατά το δοκούν και με δικές μου προσθήκες- στίχους, προτάσεις και λέξεις από ποιήματά του, για να φτιάξω ένα πεζό κείμενο, με σημερινή νοηματοδότηση, και για το οποίο φέρω ακεραία την ευθύνη. Δεν ξέρω τι κατάφερα, αλλά ελπίζω ο Ποιητής να μου συγχωρέσει την αυθαιρεσία.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ