Μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών
Κωνσταντίνος Δ. Ρίζος

Κωνσταντίνος Δ. Ρίζος

Μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών

Η απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία είδε προσφάτως το φως της δημοσιότητας (ΑΠ 677/2017) είναι συνεπής προς τη μέχρι σήμερα νομολογία του, σύμφωνα με την οποία η αντισυμβατική συμπεριφορά του εργοδότη δια της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών στον εργαζόμενο δεν συνιστά αφ’ εαυτής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας.

Προκειμένου να γίνει δεκτό ότι υπάρχει βλαπτική μεταβολή πρέπει να αποδειχθεί από τον εργαζόμενο ότι η μη καταβολή έγινε δολίως από τον εργοδότη, με σκοπό να τον εξαναγκάσει σε αποχώρηση.
Μια πρώτη επισήμανση είναι ότι η νομολογία αυτή δεν θέτει κάποιον χρονικό περιορισμό. Είτε πρόκειται για μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών ενός μήνα είτε δέκα μηνών κ.ο.κ., το ζήτημα αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο.

Μια δεύτερη επισήμανση είναι ότι  τελικά επέρχεται μια – δικαιοπολιτικά ανεπιθύμητη – επιβάρυνση της ούτως ή άλλως δυσχερούς αποδεικτικά θέσης του ασθενέστερου μέρους. Καλείται, δηλαδή, ο εργαζόμενος να αποδείξει ότι ο εργοδότης του βαρύνεται με επίμεμπτα κίνητρα. Κατ’ ουσίαν καλείται να αποδείξει ενδιάθετες καταστάσεις, υστερόβουλες σκέψεις κ.ο.κ., εκ των πραγμάτων δυσαπόδεικτες.

Αξίζει να αναρωτηθούμε αν πράγματι οφείλει ο εργαζόμενος να αποδείξει με τον αυστηρό δικονομικό τρόπο της πολιτικής δίκης, που έχει καταστεί έτι περαιτέρω αυστηρότερος μετά την τελευταία τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αυτό που η ίδια η πραγματικότητα μαρτυρά, ιδίως σε περιπτώσεις πολύμηνης παραβίασης από πλευράς εργοδότη της υποχρέωσής του να καταβάλει τις αποδοχές στον εργαζόμενο. Η εμμονή σε αντισυμβατική συμπεριφορά αν μη τι άλλο προδίδει τη βούληση του μέρους που παραβαίνει τις υποχρεώσεις του να μην δεσμεύεται πλέον από τη σύμβαση. Η άρνηση αυτής της πραγματικότητας από τα Δικαστήρια άγει σε ομηρεία του εργαζομένου, με δικαστική μάλιστα επικύρωση.

Η αντινομία που προκαλείται αναδεικνύεται από την αντίστροφη περίπτωση. Αν ο εργαζόμενος αθετούσε την αντίστοιχη βασική υποχρέωσή του, αυτή της παροχής εργασίας, η αποχή από την εργασία – ιδίως αν αυτή εκτεινόταν σε ικανό χρονικό διάστημα – θα κρινόταν, σύμφωνα με το οικείο νομικό πλαίσιο και την πάγια νομολογία, ως εν τοις πράγμασι αποχώρησή του από τη θέση εργασίας του, δηλαδή ως εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης εργασίας.
Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι υπάρχουν περιπτώσεις που ο εργοδότης ευρίσκεται σε τέτοια οικονομική κατάσταση που εμποδίζεται να ανταποκριθεί στην υποχρέωση καταβολής του μισθού. Την κατάσταση αυτή όμως θα πρέπει να την αποδεικνύει ο εργοδότης, υφιστάμενος σε αντίθετη περίπτωση τις συνέπειες της εκ μέρους του βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του εργαζομένου του.
Κλείσιμο

Οφείλουμε, επιπλέον, να έχουμε κατά νου ότι ο δικαστής δεν δικάζει στο ιστορικό κενό. Σε καιρούς πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης, ραγδαίας εξάπλωσης του άδηλου τομέα  και των επισφαλών εργασιακών σχέσεων με σταθερό σύμμαχο την ανεργία, το στοιχείο τηςπροστασίας που ευρίσκεται στον πυρήνα του Εργατικού Δικαίου και αποτελεί  κρίσιμο στοιχείο του ίδιου του νομικού πολιτισμού μας, αποκτά ζωτική σημασία.

 Ας μην ξεχνάμε ότι το Εργατικό Δίκαιο υπηρετεί την εν ευρεία εννοία προστασία μιας αξιοπρεπούς ζωής για τους εργαζομένους.

Υπό το φως των ανωτέρω θα ανέμενε κανείς η νομολογία θα μην δείχνει τέτοια σημεία δυσκαμψίας και να διαφοροποιηθεί.

Οι θλιβερές συνέπειες της απόγνωσης στην οποία οδηγούνται διαρκώς (και) οι φτωχοποιημένοι εργαζόμενοι στην πατρίδα μας ανεδείχθησαν κατά τρόπο τραγικό με την αυτοκτονία της απλήρωτης επί μήνες εργαζομένης.

Είναι κοινωνικά και δικαιϊκά ανεκτό να ομιλούμε περί κανοτικότητας στην εργασιακή σχέση, όταν ο εργαζόμενος δουλεύει επί μήνες απλήρωτος;
--------------
* Διδάκτωρ Νομικής - Δικηγόρος
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ