Ο Αγγελόπουλος που πρέπει να θυμόμαστε
Hλιάνα Φωκιανάκη
Ο Αγγελόπουλος που πρέπει να θυμόμαστε
Με τον ξαφνικό χαμό του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όλοι έστρεψαν την προσοχή τους σε ένα σκηνοθέτη που εν ζωή ήταν «βαριά είδηση» και δεν «πουλούσε». Όχι μόνο αυτό αλλά ως εκ θαύματος πολλοί εν μια νυκτί έγιναν «Αγγελοπουλικοί» και θαυμαστές της δουλειάς του. Με τον κλασσικά γελοίο τρόπο που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά ΜΜΕ μια τέτοιου είδους είδηση, είδαμε για πρώτη φορά να βλάπτεται η εικόνα ενός ανθρώπου που δεν ζήτησε και πολλά από την Ελλάδα, αλλά της παρείχε απλόχερα πολλά.
UPD:
2
ΣΧΟΛΙΑ
Με τον ξαφνικό χαμό του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όλοι έστρεψαν την προσοχή τους σε ένα σκηνοθέτη που εν ζωή ήταν «βαριά είδηση» και δεν «πουλούσε». Όχι μόνο αυτό, αλλά ως εκ θαύματος, πολλοί εν μια νυκτί έγιναν «Αγγελοπουλικοί» και θαυμαστές της δουλειάς του. Όπως δεκαπέντε χρόνια πριν που απασχόλησε τις ειδήσεις με τις βραβεύσεις του στις Κάννες. Με τον κλασσικά γελοίο τρόπο που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά ΜΜΕ μια τέτοιου είδους είδηση, είδαμε για πρώτη φορά να βλάπτεται η εικόνα ενός ανθρώπου που δεν ζήτησε και πολλά από την Ελλάδα, αλλά της παρείχε απλόχερα πολλά.
Η αλήθεια είναι ότι οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου δεν είχαν απήχηση στο ευρύτερο ελληνικό κοινό και αυτό είναι κάτι που δεν είναι εύκολο να παραδεχτεί κανείς τις τελευταίες μέρες. Ευτυχώς όμως οι ταινίες του έχριζαν άλλης αποδοχής από τους ξένους.
Τον Theo τον λάτρευαν οι Γάλλοι και οι Ιάπωνες. Οι πρώτοι γιατί τους θύμιζε τις καλές εποχές του κινηματογράφου τους και γιατί έχουν εξαίσιο γούστο, οι δεύτεροι γιατί ο μινιμαλισμός, το αργό και σταθερό βήμα του Αγγελόπουλου, είναι ταυτόσημα με την ιδιοσυγκρασία και την κουλτούρα τους.
Είναι πολύ περίεργο, όμως, το πώς ο Αγγελόπουλος αντιμετωπίστηκε με φόβο - τολμώ να πω - από τους ίδιους του τους συντοπίτες. Με την ταμπέλα του intellectual, elite, art house κινηματογράφου, οι ταινίες του αποτυπώθηκαν στο μυαλό του Έλληνα ως «κουλτουριάρικες» και έτσι απλά τις απέφυγε. Πόσες φορές σε πρότασή μου σε φίλο ή φίλη να δούμε κάτι στον κινηματογράφο άκουσα την φράση «Σιγά μη δούμε και Αγγελόπουλο»;
Ο Αγγελόπουλος φυσικά είχε μια μικρή μερίδα ελλήνων θαυμαστών, που όσο μικρή, τόσο πιστή και παθιασμένη με τον κινηματογράφο που παρήγε ήταν. Πολλοί έλληνες είχαν δει μια ή δύο ταινίες του, αλλά οι περισσότεροι να λέμε την αλήθεια δεν είχαν –δυστυχώς- εντρυφήσει στην δουλειά του. Ναι, οι ταινίες του ήθελαν μια συγκεκριμένη ψυχική διάθεση, μια ηρεμία, μια προσήλωση. Τις ταινίες του δεν μπορούσες να τις δεις κάθε μέρα, όποια μέρα. Και, ναι, τα πλάνα του ήταν πολύ αργά κάποιες φορές. Αυτή όμως ήταν η συνταγή του και ήταν μια συνταγή απόλυτα επιτυχημένη και αναγνωρισμένη διεθνώς.
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί Έλληνες απέρριψαν τις ταινίες αυτού του «μάγου» χωρίς καν να γνωρίζουν γιατί. Και ίσως αυτό να είναι ένα μεγάλο «αμάρτημα» της Ελλάδας απέναντι στον Αγγελόπουλο. Και αυτό γιατί το ελληνικό κοινό γύρισε την πλάτη του στην ουσία και την πραγματική ταυτότητα του Έλληνα, που ο Αγγελόπουλος λάτρευε και παρουσίαζε σε όλο της το μεγαλείο σε κάθε του ταινία.
Η αλήθεια είναι ότι οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου δεν είχαν απήχηση στο ευρύτερο ελληνικό κοινό και αυτό είναι κάτι που δεν είναι εύκολο να παραδεχτεί κανείς τις τελευταίες μέρες. Ευτυχώς όμως οι ταινίες του έχριζαν άλλης αποδοχής από τους ξένους.
Τον Theo τον λάτρευαν οι Γάλλοι και οι Ιάπωνες. Οι πρώτοι γιατί τους θύμιζε τις καλές εποχές του κινηματογράφου τους και γιατί έχουν εξαίσιο γούστο, οι δεύτεροι γιατί ο μινιμαλισμός, το αργό και σταθερό βήμα του Αγγελόπουλου, είναι ταυτόσημα με την ιδιοσυγκρασία και την κουλτούρα τους.
Είναι πολύ περίεργο, όμως, το πώς ο Αγγελόπουλος αντιμετωπίστηκε με φόβο - τολμώ να πω - από τους ίδιους του τους συντοπίτες. Με την ταμπέλα του intellectual, elite, art house κινηματογράφου, οι ταινίες του αποτυπώθηκαν στο μυαλό του Έλληνα ως «κουλτουριάρικες» και έτσι απλά τις απέφυγε. Πόσες φορές σε πρότασή μου σε φίλο ή φίλη να δούμε κάτι στον κινηματογράφο άκουσα την φράση «Σιγά μη δούμε και Αγγελόπουλο»;
Ο Αγγελόπουλος φυσικά είχε μια μικρή μερίδα ελλήνων θαυμαστών, που όσο μικρή, τόσο πιστή και παθιασμένη με τον κινηματογράφο που παρήγε ήταν. Πολλοί έλληνες είχαν δει μια ή δύο ταινίες του, αλλά οι περισσότεροι να λέμε την αλήθεια δεν είχαν –δυστυχώς- εντρυφήσει στην δουλειά του. Ναι, οι ταινίες του ήθελαν μια συγκεκριμένη ψυχική διάθεση, μια ηρεμία, μια προσήλωση. Τις ταινίες του δεν μπορούσες να τις δεις κάθε μέρα, όποια μέρα. Και, ναι, τα πλάνα του ήταν πολύ αργά κάποιες φορές. Αυτή όμως ήταν η συνταγή του και ήταν μια συνταγή απόλυτα επιτυχημένη και αναγνωρισμένη διεθνώς.
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί Έλληνες απέρριψαν τις ταινίες αυτού του «μάγου» χωρίς καν να γνωρίζουν γιατί. Και ίσως αυτό να είναι ένα μεγάλο «αμάρτημα» της Ελλάδας απέναντι στον Αγγελόπουλο. Και αυτό γιατί το ελληνικό κοινό γύρισε την πλάτη του στην ουσία και την πραγματική ταυτότητα του Έλληνα, που ο Αγγελόπουλος λάτρευε και παρουσίαζε σε όλο της το μεγαλείο σε κάθε του ταινία.
Ο Αγγελόπουλος μετά-λαμπάδευσε την πολύ απλή σοφία των παππούδων μας. Και τι εννοώ με αυτό. Αν πάει κανείς ακόμα και σήμερα σε ένα οποιοδήποτε χωριό θα δει τους ανθρώπους απλά να κάθονται ήρεμοι, λες και ο χρόνος κυλάει πιο αργά για αυτούς. Αν τους ρωτήσει «παππού τι κάνεις;» θα απαντήσουν «ρεμβάζω».
Αυτό ακριβώς παρουσίαζε ο Αγγελόπουλος μέσα από τις ταινίες του χωρίς όμως να γίνεται απόμακρα περιγραφικός και ψυχρός. Μια αποτύπωση αυτού που μας περιβάλλει, αυτού του τόπου του ευλογημένου, την αίσθηση μας ότι ανήκουμε σε αυτόν, αλλά και τον χαρακτήρα μας.
Ο Θίασος του ’75 είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, μια ταινία που εξιστορεί ένα μεγάλο κομμάτι της νεότερης ιστορίας μας απλά και αληθινά. Ένα άλλο κλασσικό παράδειγμα είναι το Βλέμμα του Οδυσσέα χαρακτηριστική στιγμή όταν ο μοναδικός Θανάσης Βέγγος υπό των ήχο κλαρίνων φωνάζει σε ένα χιονισμένο τοπίο «Μωρή φύση, μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι και εγώ. Πάρε ένα μπισκότο!»
Η ψυχή του Έλληνα (προσοχή, του Έλληνα και όχι του Ελληνάρα) παρουσιάζεται χωρίς τυμπανοκρουσίες και στόμφο στις ταινίες του Αγγελόπουλου. Και τελικά διαπιστώνει κανείς ότι οι ταινίες του είναι εύκολες. Γιατί μιλούν την γλώσσα του παλιού Έλληνα που ήταν απλός αλλά έντιμος, που δεν βιαζόταν, που αγαπούσε τα απέριττα, που μιλούσε λίγο αλλά καταλάβαινε πολλά.
Καιρός είναι έστω και καθυστερημένα να τον ξαναθυμηθούμε.
Αυτό ακριβώς παρουσίαζε ο Αγγελόπουλος μέσα από τις ταινίες του χωρίς όμως να γίνεται απόμακρα περιγραφικός και ψυχρός. Μια αποτύπωση αυτού που μας περιβάλλει, αυτού του τόπου του ευλογημένου, την αίσθηση μας ότι ανήκουμε σε αυτόν, αλλά και τον χαρακτήρα μας.
Ο Θίασος του ’75 είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, μια ταινία που εξιστορεί ένα μεγάλο κομμάτι της νεότερης ιστορίας μας απλά και αληθινά. Ένα άλλο κλασσικό παράδειγμα είναι το Βλέμμα του Οδυσσέα χαρακτηριστική στιγμή όταν ο μοναδικός Θανάσης Βέγγος υπό των ήχο κλαρίνων φωνάζει σε ένα χιονισμένο τοπίο «Μωρή φύση, μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι και εγώ. Πάρε ένα μπισκότο!»
Η ψυχή του Έλληνα (προσοχή, του Έλληνα και όχι του Ελληνάρα) παρουσιάζεται χωρίς τυμπανοκρουσίες και στόμφο στις ταινίες του Αγγελόπουλου. Και τελικά διαπιστώνει κανείς ότι οι ταινίες του είναι εύκολες. Γιατί μιλούν την γλώσσα του παλιού Έλληνα που ήταν απλός αλλά έντιμος, που δεν βιαζόταν, που αγαπούσε τα απέριττα, που μιλούσε λίγο αλλά καταλάβαινε πολλά.
Καιρός είναι έστω και καθυστερημένα να τον ξαναθυμηθούμε.
UPD:
2
ΣΧΟΛΙΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα