Το πρόβλημα του Κοσσόβου και τα αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την επίλυσή του
karydas

Φώτης Καρύδας

Το πρόβλημα του Κοσσόβου και τα αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την επίλυσή του

Αν λάβουμε υπόψη το παλιό αξίωμα ότι τα Βαλκάνια αποτελούν την πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, τότε το πλέον σοβαρό πρόβλημα της χερσονήσου είναι το Κόσσοβο, το οποίο αποτελεί ζήτημα, τόσο διμερές όσο και διεθνές. Διμερές γιατί εκτός από αναπόσπαστο τμήμα της Σερβίας θεωρείται και το λίκνο του σερβικού έθνους.

Η μάχη του Κοσσυφοπεδίου, στις 29 Ιουνίου του 1389, ενάντια στις δυνάμεις των Οθωμανών αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επετείους της σερβικής ιστορίας και πολλά μεταγενέστερα γεγονότα συνδέθηκαν με αυτήν. Εξάλλου, ένας μεγάλος αριθμός προσκυνημάτων και ιερών τόπων βρίσκεται στην περιοχή, δηλώνοντας τους ισχυρότατους δεσμούς με το σερβικό έθνος.

Ωστόσο, εκτός από διμερές θεωρείται και διεθνές πρόβλημα, διότι η ανεξαρτητοποίησή του ενδέχεται να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις σε άλλα κράτη που φιλοξενούν μειονότητες. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος που ένας αριθμός κρατών δεν αναγνωρίζει το Κόσσοβο ως ανεξάρτητο κράτος.

Πέρα όμως από τη σημειολογία που έχει η συγκεκριμένη περιοχή για την τόνωση της εθνικής υπερηφάνειας των Σέρβων, ένα λογικό ερώτημα είναι κατά πόσο ο σερβικός λαός και τα πολιτικά κόμματα θέλουν πραγματικά το Κόσσοβο ως τμήμα της Σερβίας.

Βέβαια, το ερώτημα είναι ρητορικό, δεδομένου ότι ύστερα από τη μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας το 2008, αλλά και την αναγνώρισή του από 113 κράτη – μέλη του ΟΗΕ, το διαζύγιο φαίνεται να είναι οριστικό. Η εκτίμηση όμως είναι ότι κανείς δεν θέλει την ένταξη περίπου δύο εκατομμυρίων Αλβανών στο σερβικό κράτος, οι οποίοι στο πλαίσιο των δικαιωμάτων τους θα στελεχώνουν τις κρατικές δομές, καθώς και τις κρίσιμες υπηρεσίες (διπλωματία, ένοπλες δυνάμεις, αστυνομία κ.λπ.).

Η σερβική κυβέρνηση προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του παρελθόντος, να συμφιλιώσει μια βαθιά διαιρεμένη κοινωνία και να οδηγήσει τη χώρα στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Κατά συνέπεια, η επιστροφή σε οράματα του παρελθόντος μόνο ζημιά μπορεί να προκαλέσει στη χώρα.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η φημολογούμενη ανταλλαγή εδαφών μεταξύ Σερβίας και Κοσσόβου, η οποία βαθμιαία θα οδηγήσει σε ένα οριστικό και συναινετικό διαζύγιο. Όμως, και στην περίπτωση της ανταλλαγής των εδαφών προκύπτει ένας αριθμός από αναπάντητα ερωτήματα:

Ποιο θα είναι το καθεστώς των Σέρβων που διαβιούν σε μεμονωμένους θύλακες στην υπόλοιπη επικράτεια του Κοσσόβου;

Πως θα ρυθμιστεί το καθεστώς των ιερών προσκυνημάτων του Κοσσυφοπεδίου, που αποτελούν σερβική θρησκευτική και πολιτιστική κληρονομιά;

Η λίμνη Γκάζιβοντε που ελέγχεται από τους Σέρβους του Βορείου Κοσσόβου θα παραχωρηθεί στη Σερβία; Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε ότι από τη λίμνη υδροδοτείται το 50% του Κοσσόβου, ενώ από τον υδροηλεκτρικό σταθμό του φράγματος ηλεκτροδοτείται μεγάλο μέρος του κοσσοβάρικου πληθυσμού.

Κλείσιμο
Ποιος θα έχει την κυριότητα των ορυχείων της Τρέπτσα, τα κοιτάσματα άνθρακα των οποίων υπολογίζονται σε 17 δισ. τόνους; Θα δοθούν και αυτά στη Σερβία;

Τι θα γίνει με τον διάδρομο υπ’ αριθμόν 10, που διέρχεται από την κοιλάδα του Πρέσεβο και είναι στρατηγικής σημασίας για τις ευρωπαϊκές μεταφορές; Θα εκχωρηθεί στο Κόσσοβο;

Αυτά είναι λοιπόν μερικά μόνο από τα ερωτήματα στα οποία πρέπει να δοθούν απαντήσεις. Επιπλέον, ενδεχόμενη υποχωρητικότητα του Βελιγραδίου ενδέχεται να προκαλέσει κοινωνικές εκρήξεις και, πιθανότατα, τον πολιτικό θάνατο του Αλεξάντρ Βούτσιτς. Έτσι, ο Σέρβος πρόεδρος ενδεχομένως αναμένει να ωριμάσουν οι συνθήκες, ώστε ο σερβικός λαός να αποδεχτεί την οριστική απώλεια του Κοσσόβου.

Μέχρι τώρα αναφέρθηκε η διμερής πλευρά του προβλήματος, που αφορά αποκλειστικά τη Σερβία και το Κόσσοβο. Όμως, τα περιφερειακά προβλήματα ενδέχεται να είναι ακόμα πιο πολύπλοκα, δεδομένου ότι η αναγνώριση από τη Σερβία ή ακόμα και η ανταλλαγή των εδαφών θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου στα Βαλκάνια. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που κάποιες χώρες δεν αναγνωρίζουν το Κόσσοβο. Καταρχάς, η ανεξαρτητοποίηση θα υποθάλψει τον συνεχώς διογκούμενο αλβανικό αλυτρωτισμό, αφού τα Τίρανα θα αρχίσουν να εγείρουν αξιώσεις σε εδάφη γειτονικών χωρών όπου υπάρχουν πραγματικές ή φανταστικές μειονότητες.

Μία άλλη σοβαρή συνέπεια στην περιοχή θα είναι η προβολή αξιώσεων για ανεξαρτησία της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας (Republika Srpska), μιας από τις δύο οντότητες της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, που εγκαθίδρυσε η Συνθήκη του Dayton. Ιδιαίτερα σήμερα, που πρόεδρος της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας είναι ο εθνικιστής Μίλοραντ Ντόντικ, το συγκεκριμένο σενάριο είναι εξαιρετικά πιθανό. Βέβαια, μια ακόμα χειρότερη εξέλιξη της υπόθεσης θα είναι η παρουσία και ενός Κροάτη εθνικιστή στην τριμελή Προεδρία της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, που θα ενισχύσει τις φυγόκεντρες τάσεις στη χώρα και θα επιδιώξει και την ανεξαρτητοποίηση περιοχών που κατοικούνται από Κροάτες.

Η περιοχή του Σαντζάκ (Ράσκα) στη Νοτιοανατολική Σερβία, όπου κατοικούν περίπου 145.000 Βόσνιοι μουσουλμάνοι, ενδεχομένως να καταστεί μια ακόμα εστία ανάφλεξης για τα Βαλκάνια. Η συγκεκριμένη περιοχή βρίσκεται στα σύνορα με το Μαυροβούνιο και πολύ κοντά στη Βοσνία, με αποτέλεσμα να υπάρχει επαφή με τους Βόσνιους μουσουλμάνους. Η Τουρκία έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη μειονότητα, καθώς θεωρεί τους εκεί μουσουλμάνους ως τουρκικής καταγωγής και ως πολιτισμική συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μάλιστα, ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, κατά την επίσκεψή του στο Βελιγράδι τον Οκτώβριο του 2017 μετέβη στο Νόβι Παζάρ, πρωτεύουσα της επαρχίας της Ράσκα, όπου του έγινε ιδιαίτερα θερμή υποδοχή από δεκάδες χιλιάδες μουσουλμάνους. Στην ομιλία του δε, τόνισε ότι το Σαντζάκ αποτελεί γέφυρα φιλίας μεταξύ Σερβίας και Τουρκίας, ενώ υποσχέθηκε τη χρηματοδότηση έργων υποδομής στην περιοχή.

Τέλος, ένα άλλο ζήτημα που ενδέχεται να ανακύψει από έναν κακό χειρισμό του ζητήματος του Κοσσόβου είναι το θέμα των ουγγρικών μειονοτήτων στα Βαλκάνια. Το ζήτημα αυτό δεν θεωρείται σημαντικό επί του παρόντος, όμως ο ευρωσκεπτικισμός, η εσωστρέφεια και, κυρίως, ο αυξανόμενος εθνικισμός υπό την ηγεσία του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπάν, δεν αποκλείεται να οδηγήσουν σε αλυτρωτικές βλέψεις και σε εδαφικές απαιτήσεις. Αυτή τη στιγμή στα Βαλκάνια υπάρχουν ουγγρικές μειονότητες σε δύο χώρες, στη Σερβία και στη Ρουμανία.

Αναφορικά με τη Σερβία, υπάρχει μεγάλη ουγγρική μειονότητα στην Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοντίνας, που κατέχει το βόρειο τμήμα της χώρας. Η έκταση της επαρχίας, η οποία συνορεύει με την Ουγγαρία, είναι 21.504 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ο πληθυσμός της υπερβαίνει τα 2 εκατομμύρια, ενώ πρωτεύουσά της είναι το Νόβι Σαντ. Αν και ο πληθυσμός της περιοχής είναι πολυεθνικός (υπάρχουν 25 εθνικές ομάδες και 6 γλώσσες σε χρήση), ο σερβικός πληθυσμός ανέρχεται στο 67%, ενώ ο ουγγρικός στο 13%. Η ουγγρική γλώσσα θεωρείται ως μία από τις επίσημες γλώσσες της Αυτόνομης Επαρχίας. Αν και δεν έχει τεθεί κάποιο θέμα από τη Βουδαπέστη, αναφορικά με το status της ουγγρικής μειονότητας, δεν αποκλείεται οι εξελίξεις στο ζήτημα του Κοσσόβου να φέρουν αλυσιδωτές αντιδράσεις στη Βοϊβοντίνα, εκβιάζοντας τη Σερβία.

Στη Ρουμανία και συγκεκριμένα στην περιοχή της Τρανσυλβανίας υπάρχει, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, σημαντική ουγγρική μειονότητα, που ανέρχεται στο 20%, επί συνολικού πληθυσμού 7.200.000 κατοίκων. Από αυτούς, οι 600.000 περίπου κατοικούν στην περιοχή Σέκελις, όπου αποτελούν το 75% του τοπικού πληθυσμού. Πάγιο αίτημα αυτής της κοινότητας είναι η ίδρυση αυτόνομης περιοχής, κάτι που φυσικά δεν συζητά η πολιτική ηγεσία της Ρουμανίας. Μάλιστα, τον προηγούμενο Μάρτιο 3.000 μέλη της ουγγρικής κοινότητας της περιοχής προέβησαν σε διαμαρτυρίες απαιτώντας την εκχώρηση αυτονομίας.

Το θέμα της ουγγρικής μειονότητας στη Ρουμανία αποτελεί αγκάθι στις διμερείς σχέσεις, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν υπήρχαν εμπρηστικές δηλώσεις από ακραίους πολιτικούς χώρους της Ουγγαρίας, σχετικά με τα δικαιώματα και το καθεστώς της ουγγρικής μειονότητας. Μάλιστα το 2014, το ρουμανικό υπουργείο Εξωτερικών ανακήρυξε τον αρχηγό του ακραίου ουγγρικού κόμματος Jobbik ως «persona non grata», ακριβώς λόγω των εμπρηστικών του δηλώσεων.

Βέβαια, τόσο η Ρουμανία όσο και η Ουγγαρία είναι μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, γεγονός που μειώνει κατακόρυφα τις πιθανότητες για βίαιες ενέργειες. Τίποτα όμως δεν μπορεί να προεξοφληθεί, δεδομένης της κατακόρυφης ανόδου του ουγγρικού εθνικισμού, όπως αυτός εκφράζεται από τον πρωθυπουργό Ορμπάν. Η άνοδος άλλωστε του εθνικισμού και η ύπαρξη της συγκεκριμένης μειονότητας στην Τρανσυλβανία, είναι η αιτία που η Ρουμανία δεν αναγνωρίζει το Κόσσοβο ως ανεξάρτητο κράτος.

Ολοκληρώνοντας θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι το Κόσσοβο αποτελεί ένα δισεπίλυτο πρόβλημα σε μια άκρως προβληματική περιοχή της Ευρώπης. Το ζήτημα αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία, τόσο από τους άμεσα εμπλεκόμενους όσο και από τη διεθνή κοινότητα, προκειμένου να βρεθεί μια βιώσιμη λύση και όχι να αποτελέσει τη θρυαλλίδα για γεωπολιτικές ανακατατάξεις σε ολόκληρη την ήπειρο.

* Ο Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ