Η πολιτική ηγεμονία του Κ. Μητσοτάκη ως ευκαιρία αλλαγής της χώρας
dimitris_p_swtiropoulos

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος

Η πολιτική ηγεμονία του Κ. Μητσοτάκη ως ευκαιρία αλλαγής της χώρας

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαϊου δεν επιβεβαίωσε απλώς αυτό που ήδη γνωρίζαμε εδώ και μήνες από όλες τις δημοσκοπήσεις, δηλαδή τη νίκη της ΝΔ επί του ΣΥΡΙΖΑ

Χάρη στην αναπάντεχη έκταση αυτής της επικράτησης με πάνω από 20%, εκείνο που κυρίως πρέπει να κρατήσουμε είναι η επιβεβαίωση της πολιτικής ηγεμονίας του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη και όσων εκφράζει πολιτικά από την στιγμή που ανέλαβε, πριν από επτά χρόνια, την αρχηγία του κόμματός του. Παρότι όλα αυτά θα πρέπει να επιβεβαιωθούν εκ νέου στις κάλπες της 25ης Ιουνίου, και παρότι οι κάλπες αυτές παραμένουν άδειες μέχρι η λαϊκή βούληση να εκφραστεί εκ νέου, ορισμένες πολιτικές τάσεις είναι παραπάνω από σαφείς και πρέπει να επισημανθούν διότι ίσως να μιλάμε για μια αλλαγή παραδείγματος στην πολιτική και την κοινωνία.

Η πολιτική ηγεμονία είναι προφανώς κάτι πολύ ευρύτερο μιας νίκης σε εκλογές, έστω με μεγάλη διαφορά. Διότι έχει να κάνει κυρίως με την κυριαρχική επικράτηση στην κοινωνία των ιδεών που εκφράζει ο νικητής, Και αυτό είναι κάτι βαθύτερο, αγγίζοντας την κουλτούρα και τις βασικές αναπαραστάσεις βάσει των οποίων εξελίσσεται μια χώρα και οι άνθρωποί της. Επειδή είναι τόσο βαθύ, δεν είναι σύνηθες στην ιστορία. Συνηθισμένες είναι άλλωστε οι συνέχειες, όχι οι ασυνέχειες και οι βαθιές αλλαγές. Πρόκειται για κάτι που λίγοι ηγέτες και οι παρατάξεις τους έχουν την ευκαιρία να βιώσουν στην ιστορία ενός κράτους.

Στον ελληνικό 20ό αιώνα, αυτό το “δώρο” δόθηκε μόνο σε τρία πρόσωπα: στον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1910, στον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1974 και στον Ανδρέα Παπανδρέου το 1981. Στις περιόδους εκείνες, όσο κι αν κράτησαν, οι ηγέτες αυτοί και οι πολιτικοί χώροι των οποίων ηγούνταν δεν υπήρξαν απλώς θριαμβευτές των εκλογών αλλά κάτι πιο σημαντικό: εκλήθησαν από την Ιστορία να δώσουν σχήμα και περιεχόμενο στις τεράστιες προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας, έπειτα από πολύ δύσκολες περιόδους συλλογικών αποτυχιών.

Η ηγεμονία των χαρισματικών

Καταρχάς, ο Ελ. Βενιζέλος καλούνταν να σηκώσει το βάρος της εκπλήρωσης της Μεγάλης Ιδέας, έπειτα από έναν αιώνα ανεκπλήρωτων φαντασιώσεων αλλά και μεγάλων απογοητεύσεων ως προς τις εθνικές διεκδικήσεις. Ταυτόχρονα, όφειλε να εκσυγχρονίσει την χώρα και να την περάσει στον 20ό αιώνα, εκφράζοντας έτσι τα επιτακτικά κοινωνικά αιτήματα των ανερχόμενων δυναμικών στρωμάτων των πόλεων. Εξου και μιλάμε έκτοτε με τόσο θαυμασμό για τον βενιζελικό αστικό εκσυγχρονισμό.

Από την άλλη, ο μεταπολιτευτικός Καραμανλής που θα επανερχόταν στα πράγματα το 1974 πολύ πιο ώριμος, έπρεπε να επιτελέσει ένα θαύμα. Μετά από μια επταετή δικτατορία μεγάλης οπισθοδρόμησης και άφρονος εθνικισμού που οδήγησε εκτός των άλλων στην κυπριακή καταστροφή, καλούνταν αφενός να εγγυηθεί το πέρασμα στη Δημοκρατία με τον πιο βελούδινο τρόπο που γινόταν, σε μια στιγμή που τόσο τα εσωτερικά όσο και τα εξωτερικά μέτωπα ήταν τελείως εύθραυστα.

Αφετέρου, να υπερβεί τους πολιτικούς και κοινωνικούς διχασμούς του παρελθόντος, και να θεμελιώσει μια Γ' Ελληνική Δημοκρατία που εντέλει θα αποδεικνύονταν η πιο στέρεη και μακρόχρονη της ελληνικής ιστορίας. Τέλος, το σχέδιό του περιελάμβανε και την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, τόσο για λόγους ενίσχυσης της πολιτικής σταθερότητας, όσο και για λόγους οικονομικής ανάπτυξης και γεωπολιτικής ασφάλειας.

Κλείσιμο
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, από την πλευρά του, δεν ήρθε θριαμβευτικά στην εξουσία το 1981 έπειτα από μια περίοδο αποτυχιών όπως οι δύο προηγούμενοι. Αν το ΠΑΣΟΚ με τις σοσιαλιστικές του διακηρύξεις επικράτησε σαρωτικά τη δεκαετία του '80 ήταν ακριβώς επειδή οι προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας για ανάπτυξη με μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη και λιγότερους αποκλεισμούς ήταν πολύ μεγάλες, μετά από πολλές δεκαετίες παντοδυναμίας της Δεξιάς.

Ήταν ωστόσο εκείνος που μετά από ορισμένες σημαντικές εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις, κυρίως τα πρώτα δύο χρόνια της διακυβέρνησής του (ΕΣΥ, σύγχρονο οικογενειακό δίκαιο, αναγνώριση της αντίστασης κλπ) αξιοποίησε λιγότερο αυτή την ηγεμονία προς όφελος της χώρας, παρότι υπήρξε από τους μακροβιότερους πρωθυπουργούς της πολιτικής μας ιστορίας.
Σε κάθε περίπτωση, αυτές ήταν οι βασικές ιδέες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η ηγεμονία του καθενός εξ αυτών: εκπλήρωση του μεγαλοϊδεατισμού και αστικός εκσυγχρονισμός, θεμελίωση μιας σταθερής και εξευρωπαϊσμένης Δημοκρατίας, λιγότεροι κοινωνικοί αποκλεισμοί και εθνική συμφιλίωση.

Δεν πρέπει εδώ να μας παρασύρει το γεγονός ότι μιλάμε για “χαρισματικούς” ηγέτες. Παρότι η εποχή τέτοιων προτύπων έχει παρέλθει, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν οι σημερινές πιο “γήινες” και πιο τεχνοκρατικές ηγεσίες να εξασφαλίσουν ανάλογης έκτασης πολιτική ηγεμονία όπως οι φημισμένοι προκάτοχοί τους στο παρελθόν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης άλλωστε απέδειξε ότι μπορεί να το καταφέρει, χωρίς ούτε να επιδείξει αλαζονεία ούτε και να καταφύγει στην γοητεία του λαϊκισμού προκειμένου να χειραγωγήσει τις μάζες και τις επιθυμίες τους.

Ένα σύγχρονο πρότυπο ηγέτη

Ποιες είναι συνεπώς οι κυρίαρχες ιδέες πάνω στις οποίες έχει οικοδομήσει τη σημερινή του ηγεμονία; Η ιστορική συγκυρία απαιτεί προφανώς τελείως διαφορετικές προτεραιότητες, υπάρχει ωστόσο ένα κοινό με τις προηγούμενες περιπτώσεις: βγαίνουμε και σήμερα επίσης από μια καταστροφική δεκαετία, από οικονομική άποψη, που συνοδεύτηκε επιπλέον από απανωτές παγκόσμιες κρίσεις σε όλα τα επίπεδα. Η χώρα κατάφερε, ωστόσο, να ξεπεράσει την οικονομική κρίση και την ξένη επιτροπεία, και να επιστρέψει στην ανάπτυξη, και σύντομα στην επενδυτική βαθμίδα, όπως όλα δείχνουν.

Διαχειρίστηκε επίσης αποτελεσματικά όλο το τσουνάμι των κρίσεων την τελευταία 4ετία υπό την απελθούσα κυβέρνηση: την υγειονομική, γεωπολιτική, ενεργειακή, πληθωριστική κρίση, και όλες τις παράπλευρες συνέπειές τους. Παράλληλα, προχώρησε σε αρκετές μεταρρυθμίσεις στην ψηφιακή διακυβέρνηση, στην απονομή των συντάξεων, στην Παιδεία ή στην Υγεία.

Η προσωπική επιτυχία του Κ. Μητσοτάκη βασίστηκε σε κάποια σταθερά χαρακτηριστικά: διάβαζε έγκαιρα και κατανοούσε γρήγορα τις κρίσεις, ενώ ήταν ταχύτατος στις αποφάσεις του. Ήταν με άλλα λόγια τολμηρός αλλά όχι ριψοκίνδυνος. Κατέχοντας την τέχνη της διοίκησης και επιλέγοντας ικανούς συνεργάτες γύρω του, συμβουλευόταν πάντοτε τους ειδικούς και τους τεχνοκράτες, μελετούσε τα ξένα υποδείγματα αλλά είχε την ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή προσπαθούσε πάντα να τις προσαρμόζει στις ιδιαίτερες ελληνικές ανάγκες.

Αναγνώριζε επίσης τις αστοχίες, που είναι αδύνατον να μην υπάρξουν σε μια κυβερνητική θητεία, και είχε την ενσυναίσθηση να ζητάει συγγνώμη δημοσίως γι' αυτές. Ήταν έτσι ισορροπημένα τεχνοκράτης και πολιτικός υπό την έννοια ότι επιδίωκε μεν να γνωρίζει προσωπικά τις τεχνικές λεπτομέρειες των φακέλων του αλλά ήξερε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και της επιλογής του κατάλληλου χρόνου αν θέλεις κάτι να μην μείνει μόνο στα χαρτιά. Επέμενε επιπροσθέτως στην ακριβή τεκμηρίωση και κοστολόγηση των προτάσεών του, κατανοώντας ότι η κοινωνία είχε ανάγκη να ακούσει για επεξεργασμένες και ρεαλιστικές πολιτικές μετά από τα προηγούμενα χρόνια των ερασιτεχνισμών, των πειραμάτων και των ψεμάτων.

Γι' αυτό και απέφυγε τις λαϊκιστικές υποσχέσεις και την τοξική αντιπαράθεση, αρνούμενος να παρακολουθήσει την αντιπολίτευση σε αυτόν τον δρόμο. Εμφάνισε εξάλλου ένα προφίλ φιλελεύθερου πατριωτισμού που μπορούσε να ισορροπεί με μεγάλη επιτυχία ανάμεσα στην ανυποχώρητη υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και την διατήρηση των παράθυρων διαλόγου με την γείτονα, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο των αρχών του διεθνούς δικαίου και με άριστη αξιοποίηση των ξένων συμμαχιών και της αποτρεπτικής στρατιωτικής ισχύος. Δημιουργούσε έτσι ένα αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης στους πολίτες ότι ήξερε πάντοτε τι έκανε, που πήγαινε και με ποιους όρους.

Η απόλυτη κυριαρχία του στο Κέντρο ήταν, κατόπιν όλων αυτών, αναμενόμενη, αφού ένα τέτοιο πρότυπο ηγεσίας ανταποκρινόταν πλήρως στα προτάγματα της εποχής που συνοψίζονται στο τρίπτυχο, εκσυγχρονισμός, ανάπτυξη, ασφάλεια-σταθερότητα. Εξ ου και ενίσχυσε τα εκλογικά ποσοστά του, παρά τις απίθανες ανατροπές που βίωσε η χώρα όσο καθόταν ο ίδιος στον πρωθυπουργικό θώκο. Κανείς άλλος από το κομματικό σύστημα δεν μπόρεσε άλλωστε να παρουσιάσει κάποια εναλλακτική, εξίσου θελκτική και ρεαλιστική πρόταση εξουσίας, Έτσι, μετά την παταγώδη αποτυχία του λαϊκιστικού προτύπου εξουσίας στην τετραετία του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, οικοδομήθηκε ένα διαταξικό consensus στο σύνολο της επικράτειας γύρω από έναν τύπο ηγέτη που να αποπνέει αυτοπεποίθηση και σιγουριά.

Βεβαίως, η πολιτική ηγεμονία είναι πάντα εύθραυστη και ποτέ δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Γι' αυτό και το ερώτημα δεν είναι μόνο τι κάνεις για να την διαιωνίσεις αλλά πόσο καλά θα την αξιοποιήσεις όσο την διατηρείς στα χέρια σου. Και αν τα αποτελέσματα αυτά επαναληφθούν στην κάλπη της 25ης Ιουνίου, ο Κ. Μητσοτάκης θα έχει στα χέρια του μια σπάνια ευκαιρία να κάνει πολλά από αυτά που δεκαετίες τώρα μένουν μόνο στα όνειρα των εκσυγχρονιστών αυτής της χώρας.





*Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ