Οι 100 μέρες που θα διαμορφώσουν την χώρα
dimitris_p_swtiropoulos

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος

Οι 100 μέρες που θα διαμορφώσουν την χώρα

Η χθεσινή επίσημη ανακοίνωση της ημερομηνίας των βουλευτικών εκλογών δια στόματος πρωθυπουργού άνοιξε και επίσημα την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας η οποία προβλέπεται μακρά και ιδιαίτερη ως προς τα χαρακτηριστικά της

Προβλέπεται μακρά διότι είναι απολύτως βέβαιο ότι λόγω της απλής αναλογικής στις πρώτες εκλογές, θα χρειαστεί να στηθούν και δεύτερες κάλπες προκειμένου να προκύψει κυβέρνηση. Συνεπώς, η επίσημη προεκλογική περίοδος αναμένεται συνολικά να διαρκέσει περίπου 100 μέρες, διάστημα καθόλου μικρό για μια τόσο κρίσιμη πολιτική διαδικασία. Και προβλέπεται ιδιαίτερη, τόσο εξαιτίας της συγκυρίας και του κλίματος μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί, όσο και γιατί θα είναι μια διαδρομή με αρκετούς ακόμη απροσδιόριστους παράγοντες.

Με δεδομένα τα παραπάνω, αξίζει να σταθούμε σε ορισμένες καίριες διαπιστώσεις που οφείλουν κόμματα και πολίτες να έχουν υπόψη τους, καθώς αμφότεροι εμπλέκονται εξίσου σε αυτή την ύψιστη στιγμή της Δημοκρατίας που συνιστούν πάντα οι εκλογές.
Το πρώτο και βασικότερο είναι ότι από τη στιγμή που όλοι γνωρίζουμε ότι κυβέρνηση θα δώσουν μόνο οι δεύτερες κάλπες, αυτό θα διαφοροποιήσει σημαντικά το διακύβευμα της καθεμίας από τις δύο εκλογές, αν και με διαφορετικό τρόπο για το κάθε κόμμα.

Όλοι θα κριθούν από το έργο τους

Έτσι, στις πρώτες εκλογές, η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη θα ζητήσει ουσιαστικά από τους πολίτες να την αξιολογήσουν για την κυβερνητική της θητεία και το συνολικό της έργο. Και αυτό θα πρέπει να γίνει με βάση τρία κριτήρια: σε ποιο βαθμό τήρησε τις προεκλογικές της υποσχέσεις. Ποιος ήταν ο βαθμός αποτελεσματικότητάς της στην διαχείριση των απρόβλεπτων και αλλεπάλληλων (κυρίως εξωγενών) κρίσεων που επισυνέβησαν αυτά τα 4 χρόνια, αλλάζοντας προφανώς τις αρχικές της προτεραιότητες.

Σε ποια κατεύθυνση σκοπεύει να συνεχίσει το εκσυγχρονιστικό της πρόγραμμα, σε περίπτωση που επανεκλεγεί, και φυσικά πως διαφοροποιείται σε όλα αυτά από το αντίστοιχο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΠΑΣΟΚ, όπως και από τους δικούς τους κυβερνητικούς απολογισμούς την περασμένη δεκαετία. Διότι στην πολιτική, η αξιολόγηση είναι πάντοτε συνυφασμένη και με τη σύγκριση.

Κλείσιμο
Στη δε συγκεκριμένη περίπτωση, οι πολίτες έχουν απέναντί τους τρία κόμματα που έχουν όλα κυβερνήσει, κι έτσι αυτά μπορούν να κριθούν ισότιμα από το εκλογικό σώμα. Σε κάθε περίπτωση, η αποτίμηση του έργου της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποτελεί μάλλον προνομιακό πεδίο για την ίδια διότι είναι εκτενές και σε πολλά πεδία, με πρώτα εκείνα της οικονομίας, της εξωτερικής πολιτικής, της ψηφιοποίησης του κράτους, της στήριξης των πιο αδύναμων, των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων κλπ.

Η κυβερνώσα παράταξη θα κληθεί πάντως να δώσει και πειστικές απαντήσεις στους πιο απαιτητικούς πολίτες για τους λόγους που την απέτρεψαν να συγκρουστεί με βαθύτερες αναχρονιστικές κουλτούρες στο κράτος και τις δομές του, όπως αναδείχτηκε ιδίως στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.

Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται να επενδύσει περισσότερο στα αρνητικά τής κυβερνητικής θητείας της ΝΔ παρά στις δικές του θετικές προτάσεις. Με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών, θα εστιάσει μάλλον σε ζητήματα που αφορούν στις αστοχίες της κυβέρνησης ως προς τον εκσυγχρονισμό του κράτους, ενώ ορμώμενος από την υπόθεση των παρακολουθήσεων, θα επιχειρήσει να αναδείξει τις ανεπάρκειές της σε σχέση με το κράτος δικαίου.

Αν εστιάσει στα αρνητικά της παρούσας κυβέρνησης είναι γιατί τα δικά του θετικά είναι ομολογουμένως πολύ αδύνατα και τον αφήνουν έκθετο σε σφοδρή κριτική. Από την μία, υπάρχει η προηγούμενη κυβερνητική του θητεία κατά την οποία επιβάρυνε υπέρμετρα την οικονομία και τη μεσαία τάξη με την φοροκαταιγίδα του, όπως έχει παραδεχθεί ευθαρσώς άλλωστε και ο Ευ. Τσακαλώτος, την ίδια ώρα που βαρύνεται με σοβαρότατες θεσμικές παρεκτροπές όπως στη σκευωρία της Novartis ή στην απόπειρα χειραγώγησης των ΜΜΕ, για τα οποία εξάλλου έχουν καταδικαστεί και υπουργοί του.

Από την άλλη, το προτεινόμενο πρόγραμμά του σήμερα δεν δείχνει να μπορεί να αξιοποιήσει τις μοναδικές ευκαιρίες που προσφέρονται για ανάπτυξη ως το 2030 με βάση τη θηριώδη χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης ή το ΕΣΠΑ, την εκτόξευση του τουρισμού, την ενίσχυση των εξαγωγών κλπ. Και φυσικά, δεν πρέπει να ξεχάσει κανείς την βαθιά αμφυθυμία και την αντίφαση που βιώνει ο ΣΥΡΙΖΑ, και ο προσωπικά ο αρχηγός του, ανάμεσα στη συστημική και την αντισυστημική τάση του κόμματος, όπως αποτυπώθηκε πολύ χαρακτηριστικά στην περίπτωση του Πολάκη και στην οπισθοχώρηση του Αλ. Τσίπρα στο ζήτημα της διαγραφής του.

Σταθερότητα ή αστάθεια;

Το ΠΑΣΟΚ πάλι έχει πιο υπαρξιακά ερωτήματα να αντιμετωπίσει. Η νέα του ηγεσία στο πρόσωπο του Νίκου Ανδρουλάκη θα πρέπει να εξηγήσει στους πολίτες “τι είναι και τι θέλει του ΠΑΣΟΚ”, δηλαδή ποιον ρόλο επιθυμεί να παίξει ως τρίτο κόμμα στο υπάρχον πολωμένο πολιτικό σύστημα. Δεν έχει ακόμη καταφέρει να τον βρει. Και βέβαια, θέλει δεν θέλει, θα είναι δύσκολο να αποφύγει στην τελική του επίδοση τη σύγκριση με το ποσοστό της Φώφης Γεννηματά το 2019 που ήταν 8,1%.

Το μεγάλο του άγχος, πάντως, να μην παγιδευτεί στον ετεροπροσδιορισμό σε σχέση με κάποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα, αποφεύγοντας έτσι και τον κίνδυνο να συνθλιβεί ανάμεσά τους, ενδέχεται να λειτουργήσει κάπως καλύτερα στις εκλογές με την απλή αναλογική αλλά στις δεύτερες δύσκολα θα γλιτώσει την ασφυκτική πίεση εκατέρωθεν.

Διότι τα διλήμματα θα επαναπροσδιοριστούν άρδην ενόψει των δεύτερων εκλογών. Εκεί, ασχέτως της τακτικής που θα ακολουθήσει ο καθένας, το διακύβευμα θα είναι ξεκάθαρα η κυβερνησιμότητα, και το δίλημμα αφόρητα επιτακτικό: σταθερότητα ή αστάθεια. Διότι τρίτες εκλογές (μέσα στον Αύγουστο) και παράταση της προεκλογικής περιόδου για τέταρτο σερί μήνα, απλώς αποκλείονται ως ενδεχόμενο.

Άρα, θα είναι απλώς αδύνατον να προσπεράσει κανείς το παραπάνω δίλημμα ως προσχηματικό. Απέναντι σε αυτό, έχουμε για την ώρα μόνο μιάμιση ξεκάθαρη απάντηση: εκείνη της ΝΔ που έχει ταχθεί αδιαπραγμάτευτα υπέρ μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης – με την πρόσθετη επεξήγηση ότι θα φροντίσει να συμπεριλάβει σε αυτή και πρόσωπα από άλλους πολιτικούς χώρους. Καθώς και τη δήλωση του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ μιας “προοδευτικής συγκυβέρνησης” η οποία όμως είναι ακόμη θολό ποιους εννοεί ότι θα συμπεριελάμβανε. Αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ είναι για την ώρα θύμα της υπαρξιακής του αγωνίας μην τυχόν υποταχθεί στους δύο “μεγάλους”.

Και η άρρητη και κρυφή του επιθυμία να αποφύγει τις κυβερνητικές ευθύνες σε έναν υποθετικό συνασπισμό με τη “Δεξιά”, αν δεν μπορεί να υπάρξει αυτοδυναμία, είναι που τον οδηγεί να διεκδικεί ρόλους πάνω από το μπόι του, και τον κάνει να θυμίζει ποντίκι που βρυχάται. Όσο για τα μικρότερα κόμματα, πολύ φοβάμαι ότι θα ποντάρουν ιδιαίτερα στην αγορά του θυμού και της απογοήτευσης από το “σύστημα”, προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους κυρίως το νεανικό αντισυστημισμό. Παρασύροντας έτσι τους νεότερους σε μια ρητορική μηδενισμού και ισοπέδωσης που δεν δίνει προοπτική για το μέλλον τους.

Όπως κι αν έχει, θα πρέπει να δούμε αυτή την περίοδο των 100 ημερών ως ενιαία, με μια ενδιάμεση κρίσιμη στάση στις 21 Μαϊου που θα μας πει πολλά για το πως θα μπουν τα κόμματα που ζητούν την ψήφο μας στην τελική ευθεία των δεύτερων εκλογών. Αν πάντως ισχύει αυτό που λένε οι Αμερικανοί ότι στην πολιτική ζωή, μια βδομάδα είναι μεγάλο διάστημα, τότε μπορούμε να φανταστούμε σε τι αντιστοιχούν οι 100 μέρες. Και έτσι, ο παράγοντας του απρόβλεπτου, σε μια εποχή μάλιστα απίθανων ανατροπών όπως αυτή που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, αυξάνει πολύ την σημασία του.



*Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

BEST OF NETWORK