Πρέπει να αποκλειστεί ο Κασιδιάρης από τις εκλογές;
dimitris_p_swtiropoulos

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος

Πρέπει να αποκλειστεί ο Κασιδιάρης από τις εκλογές;

Η συζήτηση για τον ενδεχόμενο αποκλεισμό από τις εκλογές του έγκλειστου στις φυλακές νεοναζιστή Ηλία Κασιδιάρη, αν και αρκετά έντονη, έχει περιοριστεί για την ώρα κυρίως στους συνταγματολόγους

Ένα μέρος τους φαίνεται να θέτει μείζονες ενστάσεις ή και να είναι ευθέως αρνητικό με την επιβολή μιας τέτοιας απαγόρευσης -παρότι πρέπει να τονιστεί ότι υπάρχουν και σημαντικές φωνές με αντίθετη άποψη στη βάση εξίσου ισχυρής επιχειρηματολογίας.

Ωστόσο, στη συζήτηση αυτή, όσο σημαντική κι αν είναι η συνταγματική της διάσταση, υπάρχουν και άλλες πτυχές, ιστορικές και πολιτικές που δεν μπορεί να υποτιμώνται. Και χωρίς αυτές, ένα τέτοιο ζήτημα κινδυνεύει να περιοριστεί αποκλειστικά στην κανονιστική του διάσταση, ωσάν το Δίκαιο και η αντίληψη μιας πολιτείας περί αυτού να ήταν δοσμένη άπαξ και δια παντός, και να μην υπόκειντο σε προσαρμογές ανάλογα με τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις των εκάστοτε εποχών.

Η άνοδος και η πτώση της Χρυσής Αυγής

Ποιες ήταν οι εξελίξεις αυτές την τελευταία δεκαετία που έφεραν εντελώς νέα δεδομένα στα ειωθότα της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας; Μέσα στην ανατρεπτική συγκυρία της χρεοκοπίας, η κατάρρευση της πολύχρονης μεταπολιτευτικής συναίνεσης, κοινωνικής και πολιτικής που είχε οικοδομηθεί και εδραιωθεί πάνω στη σκληρή εμπειρία της μετεμφυλιακής περιόδου και της επτάχρονης δικτατορίας, οδήγησε στην άνοδο του κοινωνικού αντισυστημισμού και στις πλατείες της “Αγανάκτησης”.

Η κοινωνική ζήτηση έφερε, όπως αναμενόταν, και την πολιτική προσφορά, με αποτέλεσμα οι πολιτικές δυνάμεις του εθνολαϊκιστικού αντισυστημισμού να θέσουν σε αμφισβήτηση τους κοινούς τόπους των δημοκρατικών μας αξιών. Αυτό δεν σήμαινε πάντως ότι όλες ανεξαιρέτως αμφισβητούσαν ευθέως τα θεμέλια της δημοκρατίας, ασχέτως αν η συμβολή τους δεν ήταν πάντοτε αρκούντως υποστηρικτική με το μεταπολιτευτικό καθεστώς, περιλαμβάνοντας ενίοτε και τύπους κοινωνικού ακτιβισμού που έπαιζαν με τα ανεκτά δημοκρατικά όρια.

Υπήρχε ωστόσο ένα εξ αυτών, η Χρυσή Αυγή, του οποίου το καταστατικό ίδρυσης, οι διακηρύξεις και όλη η λειτουργία και η εν γένει παρουσία του στην πολιτική ζωή του τόπου που ξεκινάει μάλιστα από το μακρινό 1985 (όταν και ιδρύεται ως κόμμα), ήταν ξεκάθαρα ενάντια στο δημοκρατικό πολίτευμα. Στο ίδιο το κρυφό καταστατικό του άλλωστε που όπως αποκαλύφθηκε και στη δίκη της Χ.Α. ήταν άλλο από το επίσημο που είχε κατατεθεί στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, το 2012, γίνονται ευθείες αναφορές στις εθνικοσιαλιστικές αρχές που πρεσβεύει το κόμμα και κυρίως στην περιβόητη “Αρχή του Αρχηγού” (Führerprinzip) που είναι ισόβιος και παραπέμπει ευθέως στο ναζιστικό πρότυπο του Φύρερ.

Η δε δομή του έτεινε να ομοιάζει με παραστρατιωτική οργάνωση (κόμμα-μιλίτσια), με αυστηρή ιεραρχία και με οργανωμένες δυνάμεις κρούσεις προορισμένες να χτυπούν τους αντιπάλους τους με καθαρά βίαια μέσα. Προκειμένου να θολώσει τα νερά, να αποφύγει το στιγματισμό και να παρασύρει κι άλλους αφελείς και οργισμένους της εποχής στους κόλπους του, πλην των αμιγώς νεοναζιστών που έτσι κι αλλιώς ήταν λίγοι, το κόμμα του Μιχαλολιάκου επέλεξε τότε μια κλασική μέθοδο συγκάλυψης, και κρύφτηκε πίσω από δήθεν “πατριωτικές” και “εθνικιστικές” ιδέες που έμοιαζαν κοινωνικά αποδεκτές και τέλος πάντων όχι ασύμβατες με το δημοκρατικό πλαίσιο.

Κλείσιμο
Ωστόσο, πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, όσο μάλιστα ενισχυόταν σε δύναμη και επιρροή, φάνηκε ότι το κόμμα της Χ.Α. λειτουργούσε και δρούσε εκτός δημοκρατικής νομιμότητας, κάτι που αποκαλύφθηκε ακόμη πιο ξεκάθαρα μετά τις δολοφονικές επιθέσεις σε αλλοδαπά και ημεδαπά πρόσωπα, με αποκορύφωμα την οργανωμένη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Η Δημοκρατία μας ωστόσο δεν άργησε να αντιδράσει, και το 2013, όταν πλέον φαινόταν καθαρά ο κίνδυνος να βρεθεί όμηρος των ανερχόμενων νεοναζιστών -που είχαν στο μεταξύ εισέλθει από το 2012 στο κοινοβούλιο, με το διόλου ευκαταφρόνητο 7% και με 21 βουλευτές, ασχημονώντας και τραμπουκίζοντας- προχώρησε, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, στη δίωξη κορυφαίων στελεχών του κόμματος, με την κατηγορία της σύστασης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, γεγονός που οδήγησε και στην πρωτόδικη καταδίκη της το 2020. Δεν είναι καθόλου άσχετο με αυτή την αντεπίθεση της Δημοκρατίας μας το γεγονός ότι η Χ.Α. δεν κατάφερε να εκπροσωπηθεί στη βουλή το 2019.

Απαιτούνται νέα όπλα απέναντι στο νεοναζισμό

Θα πρέπει εδώ να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς διότι αυτό θα μας επιτρέψει να ξεκαθαρίσουμε και τη σημερινή στάση που οφείλουμε να τηρήσουμε απέναντι στο νεοϊδρυθέν κόμμα του έγκλειστου Κασιδιάρη. Η βεβαρημένη πολιτική ιστορία προ του 1974 που αναφέραμε νωρίτερα, με την τραυματική εμπειρία του αποκλεισμού του ΚΚΕ επί τρεις δεκαετίες από την πολιτική ζωή της χώρας στη βάση των πολιτικών του φρονημάτων, δημιουργούσε μεταπολιτευτικά εύλογα ταμπού ως προς την απαγόρευση λειτουργίας ενός οποιουδήποτε κόμματος με ανάλογο σκεπτικό.

Έτσι, η σοφή συγκρότηση ενός κατηγορητηρίου ενάντια στα μέλη της Χ.Α. που αφορούσε τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, και όχι τα φρονήματά τους, ήταν ιδανική προκειμένου να αρθούν τυχόν τέτοιοι φόβοι του παρελθόντος. Το μειονέκτημα όμως αυτής της προσέγγισης είναι ότι μπορεί να εφαρμοστεί μόνο εκ των υστέρων, δηλαδή αφότου έχει λειτουργήσει για κάποιο διάστημα ένα τέτοιο αντιδημοκρατικό κόμμα, κι έχει αφεθεί ελεύθερο να διαπράξει τα εγκλήματά του, πολιτικά και ποινικά. Με άλλα λόγια, σήμερα αυτό δεν μας αρκεί.

Η Δημοκρατία μας θα πρέπει να επικαλεστεί πιο πολιτικά όπλα για την προληπτική αντιμετώπιση των επικίνδυνων υπονομευτών της, ιδίως όταν αυτοί είναι πλέον γνωστοί τοις πάσι για τις ιδέες και τις προθέσεις τους. Κι εδώ -για να μιλήσουμε και με συνταγματικούς όρους- το όπλο φαίνεται να το παρέχει το άρθρο 29, παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος που τονίζει σαφώς ότι “Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα, μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.”

Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι η Δικαιοσύνη μας (Άρειος Πάγος), με βάση την προτεινόμενη νομική ρύθμιση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, θα μπορέσει να πράξει το καθήκον σας που πάντως δεν θα αφορά ερμηνείες περί δημοκρατικότητας των κομμάτων αλλά αποκλειστικά περί της συμμετοχής σε αυτά προσώπων που βαρύνονται με τα παραπάνω εγκλήματα.

Πως ο Χίτλερ παραπλάνησε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης

Επειδή είναι ανεπίτρεπτο να ξεχνάμε τις μεγάλες ιστορικές εμπειρίες που στιγμάτισαν τον 20ό αιώνα, αρκεί να θυμίσω ότι ο Χίτλερ δοκίμασε δύο φορές να καταλάβει την εξουσία στη Γερμανία με το Εθνικοσιαλιστικό Κόμμα. Η πρώτη ήταν με το πραξικόπημα της Μπυραρίας το 1923, όταν, υπό την ηγεσία του Γκαίρινγκ, η παραστρατιωτική οργάνωση τού ακόμη τότε μικρού αυτού κόμματος αποπειράθηκε να επιβάλει μια “επαναστατική” κυβέρνηση.

Το σοκ της σύλληψης και της καταδίκης του Χίτλερ που αναγκάστηκε να περάσει εννιά μήνες στη φυλακή, τον οδήγησαν σε πλήρη αλλαγή στρατηγικής. Το ναζιστικό κόμμα του θα έπαυε πλέον φαινομενικά να κινείται εκτός δημοκρατικής νομιμότητας, και θα στόχευε στο εξής στην κατάληψη της εξουσίας με νόμιμα μέσα. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε δείξει άλλωστε τον ηττοπαθή και υποχωρητικό χαρακτήρα της: στη δίκη του, ο ίδιος είχε αφεθεί να δώσει μια μεγαλειώδη πολιτική παράσταση ρητορεύοντας επί ώρες υπέρ των ιδεών του ενώ από τα πέντε χρόνια ποινής που του είχε επιβληθεί, τελικά εξέτισε όπως είπαμε μόλις εννιά μήνες, και αυτούς σε μια φυλακή ήπιου εγκλεισμού όπου είχε την άνεση να βλέπει όποιον ήθελε και την ελευθερία να συγγράψει το “Αγών μου”.

Η στρατηγική αυτή θα επιβεβαιωνόταν στην πράξη, καθώς η δυνατότητα που του έδινε το δημοκρατικό καθεστώς να προπαγανδίζει ανεμπόδιστα τις ρατσιστικές και υπερεθνικιστικές ιδέες του, σε μια συγκυρία ταραχώδους κοινωνικής και οικονομικής κρίσης εν μέσω Μεγάλης Ύφεσης, θα οδηγούσε το κόμμα σε συνεχή ενίσχυση της δύναμής του: από το 18% στις βουλευτικές εκλογές του 1930, θα εκτοξεύονταν στο 37% στις εκλογές του 1932. Εντέλει, με την εκ νέου επικράτησή του στις εκλογές του 1933 θα υποχρέωνε τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ να τον ανακηρύξει με κάθε τυπικότητα Καγκελάριο της Γερμανίας.

Ο δρόμος είχε πλέον ανοίξει στον επίδοξο δικτάτορα. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, θα είχε αυτοανακηρυχθεί σε Φύρερ της Γερμανίας επιβάλλοντας σταδιακά μια δικτατορία που θα οδηγούσε λίγο μετά στο αιματοκύλισμα της Ευρώπης και τελικά στην καταστροφή της χώρας του. Και όλα αυτά διότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν μπόρεσε ποτέ να αντιδράσει αποφασιστικά απέναντι σε έναν πρώην δεκανέα του Α' Π.Π. του οποίου γνώριζε πολύ καλά τόσο τις ναζιστικές ιδέες όσο και τις δικτατορικές προθέσεις ήδη δέκα χρόνια προτού επιβάλει, χωρίς καμία αντίσταση, το εφιαλτικό καθεστώς του Γ' Ράιχ. Κι αν τότε είχαν τη δικαιολογία να πουν ότι δεν ήξεραν τι εστί ναζισμός στην πράξη, σήμερα θα ήταν εγκληματική μια τέτοια αφέλεια.

Γνωρίζω τις υποβόσκουσες πολιτικές ενστάσεις σε όλα αυτά: ότι η παρούσα κυβέρνηση της ΝΔ τα πράτττει όλα αυτά από φόβο μήπως χάσει ψήφους από την Ακροδεξιά και ότι αντιθέτως αυτό θα οδηγήσει στην ενίσχυση της αντισυστημικής ψήφου ή ότι κανείς δεν μπορεί να μας εγγυηθεί ότι έτσι δεν ανοίγει ο ασκός του Αιόλου και για ανάλογες “διώξεις” κομμάτων της άκρας Αριστεράς. Μόνο που στα δημοκρατικά πολιτεύματα οι ερμηνείες των πολιτικών προθέσεων είναι αδιάφορες. Η αποκλειστική έγνοια μας θα πρέπει να είναι τι είναι αυτό που θωρακίζει τη Δημοκρατία μας απέναντι σε όσους την επιβουλεύονται φορώντας την προβειά της νομιμοφροσύνης. Πόσο μάλλον που στην περίπτωση ενός καταδικασμένου πρώην ηγετικού στελέχους νεοναζιστικού κόμματος, δεν υπάρχει καν προβειά που να κρύψει τον λύκο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ