
Χρεωκοπημένη-απαξιωμένη Αντιπολίτευση
Οι δημοσκοπήσεις δεν προαναγγέλλουν φυσικά εξελίξεις και καταστάσεις
Και μάλιστα σε χρονική απόσταση από τις εκλογές πάνω από δύο χρόνια. Αποτελούν όμως σε κάθε περίπτωση μια πιστή «φωτογραφία» της πολιτικής κατάστασης κατά την χρονική στιγμή που διεξάγονται. Πέραν όμως αυτού όταν έχουμε σειρά τέτοιων «φωτογραφιών» - πραγματικό «άλμπουμ» - συνάγεται ένα σαφέστατο «αποτύπωμα».
Έχουμε συνολικά, αλλά και εξειδικευμένα κατά κόμμα «χρεωκοπημένη» και τελείως απαξιωμένη στον πολίτη-ψηφοφόρο Αντιπολίτευση. Και αυτή η διαπίστωση, παράλληλα με το ότι η Νέα Δημοκρατία σημειώνει ποσοστά που εγγίζουν ή ξεπερνούν την «επίδοσή» της στις Ευρωεκλογές (30%, υπερδιπλάσιο σχεδόν ποσοστό από αυτό του, σταθερά δεύτερου πια, ΠΑΣΟΚ, στην τελευταία δημοσκόπηση του Σκάι) σκιαγραφεί την εικόνα της απόλυτης κυριαρχίας του κυβερνώντος κόμματος.
Και κάτι ακόμη δείχνουν οι δημοσκοπήσεις: Από την επάνοδο της Νέας Δημοκρατίας στην Κυβέρνηση, το 2019, έχει καταργηθεί το φαινόμενο που παρετηρείτο σε όλη σχεδόν την διάρκεια της μεταπολίτευσης: Παραδοσιακά η Κυβέρνηση στα μέσα της θητείας της υπολειπόταν πολύ της «ανερχόμενης» Αντιπολίτευσης. Από το 2019 και έπειτα το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται.
Από την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η Νέα Δημοκρατία, άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο, προηγείται πάντοτε και με διαφορά από το δεύτερο κόμμα, είτε τον Σύριζα παλαιότερα είτε το ΠΑΣΟΚ, τώρα.
Με το ΠΑΣΟΚ μάλιστα συμβαίνει και τούτο. Μετά την πρώτη άνοδό του και στην «κοινοβουλευτική Αντιπολίτευση» και στην δεύτερη, δημοσκοπικά, θέση, με θεαματική αύξηση των ποσοστών του, παρατηρείται πια «σταθερότητα» με σαφέστατα καθοδική τάση. Η οποία, έχοντας συγκεκριμένες αιτίες, σημειώνεται σχεδόν με την συμπλήρωση των «εκατό πρώτων ημερών» από την επανεκλογή του κ. Νίκου Ανδρουλάκη. Και είναι φυσικό και αναπότρεπτο για την δυσμενή αυτή για το ΠΑΣΟΚ εξέλιξη να έχει καθοριστικές ευθύνες ο αρχηγός του.
Σε συντομότατο χρονικό διάστημα από την επανεκλογή του κ. Ανδρουλάκη και μετά την «ελπιδοφόρο» πρώτη περίοδο, έχουμε τώρα την στασιμότητα με πτωτικές τάσεις. Θα αναφέρω τρία παραδείγματα ενεργειών-απραξίας, επιλογών και τοποθετήσεων, αστόχων γενικά επιλογών, ως χαρακτηριστικά – και όχι μοναδικά - αίτια του φαινομένου. Το πρώτο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ ό,τι κατηγορία και αν προσάψει στην Κυβέρνηση - εν μέσω μάλιστα δυσχερέστατων γενικότερων συνθηκών - δεν «καρπώνεται» κάποιο κέρδος από την κριτική του, όπως φαίνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Έχει γίνει στο ΠΑΣΟΚ καμιά σοβαρή προσπάθεια να διερευνηθούν οι λόγοι για τους οποίους «δεν πείθει» ο πολιτικός του λόγος; Ή μήπως πιστεύουν οι αρμόδιοι επιτελείς του ότι … πείθει;
Δεύτερον. Την περίοδο αυτή αιχμή του πολιτικού λόγου του ΠΑΣΟΚ, (όπως και των λοιπών κομμάτων της Αντιπολίτευσης – πλην ΚΚΕ) ήταν και προφανώς θα είναι και για κάποιο ακόμη χρονικό διάστημα η «κομματική επιλογή» του κ. Τασούλα ως υποψηφίου Προέδρου της Δημοκρατίας. Έρχεται η δημοσκόπηση του Σκάι (Πέμπτη 23 Ιανουαρίου) όπου με τεράστια «πλειοψηφία» (πάνω από 60%) οι πολίτες απαντούν στο σχετικό ερώτημα ότι:
-Δεν έχει σημασία η κομματική προέλευση του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά τα πραγματικά του για το ύψιστο αυτό πολιτειακό αξίωμα προσωπικά χαρακτηριστικά και πολιτικά προσόντα.
Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά, ότι οι πολίτες δεν συμμερίζονται την κυρίαρχη και κεντρική επιλογή της Αντιπολίτευσης – και του ΠΑΣΟΚ, κατά πρώτο λόγο – ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για να εκφράζει την (κατά τις απόψεις τους βεβαίως) επιδιωκόμενη από το Σύνταγμα συναίνεση, πρέπει να προέρχεται από τον αντίπαλο ή έστω «αντίπερα» της Κυβερνήσεως πολιτικό χώρο.
Πέραν της διαπιστώσεως αυτής της συγκεκριμένης δημοσκόπησης, είχαμε και άλλη δημοσκόπηση (προ ημερών δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή») όπου το θέμα ετέθη κατά πολύ πιο άμεσο τρόπο. Ρωτήθηκαν οι πολίτες «Πόσο ενδιαφέρει» το θέμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το ίδιο το θέμα και όχι η ειδικότερη ερώτηση για τον «πολιτικό χώρο», τη «συναίνεση» κ.λπ. Και ιδού τα αποτελέσματα:
-Την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών αφήνει αδιάφορη το ζήτημα του «Προέδρου της Δημοκρατίας». Το 72% των ερωτηθέντων απάντησε ότι το ζήτημα αυτό ενδιαφέρει «Λίγο» (38%) και «Καθόλου» (34%). Αντίθετα. Για το θέμα αυτό «ενδιαφέρεται» μόλις το 34%, («Πολύ» το 9% και «Αρκετά» το 25%). Στο «αδιάφορο» 72% πρέπει να προστεθεί και το 4% του «Δεν ξέρω - Δεν απαντώ», οπότε οι αδιάφοροι για το θέμα πολίτες φθάνουν το 76%, δηλαδή τρεις στους τέσσερις…
Είναι περισσότερο από προφανές ότι τα ποσοστά αυτά σε αντιπαραβολή με την «εμμονική μανία», με την οποία προέβαλαν και χειρίζονται το θέμα αυτό τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, δείχνει απλούστατα και εναργέστατα την τεράστια απόσταση που τα χωρίζει από την πολιτική πραγματικότητα. Αυτό ισχύει κατά μείζονα μάλιστα λόγο, δοθέντος ότι η συντριπτική πλειονότητα των «αδιάφορων» για το θέμα πολιτών, είναι του «δικού τους» πολιτικού χώρου, της Κεντροαριστεράς και Αριστεράς, σε ποσοστά σχεδόν 80%.
Έχουμε συνολικά, αλλά και εξειδικευμένα κατά κόμμα «χρεωκοπημένη» και τελείως απαξιωμένη στον πολίτη-ψηφοφόρο Αντιπολίτευση. Και αυτή η διαπίστωση, παράλληλα με το ότι η Νέα Δημοκρατία σημειώνει ποσοστά που εγγίζουν ή ξεπερνούν την «επίδοσή» της στις Ευρωεκλογές (30%, υπερδιπλάσιο σχεδόν ποσοστό από αυτό του, σταθερά δεύτερου πια, ΠΑΣΟΚ, στην τελευταία δημοσκόπηση του Σκάι) σκιαγραφεί την εικόνα της απόλυτης κυριαρχίας του κυβερνώντος κόμματος.
Και κάτι ακόμη δείχνουν οι δημοσκοπήσεις: Από την επάνοδο της Νέας Δημοκρατίας στην Κυβέρνηση, το 2019, έχει καταργηθεί το φαινόμενο που παρετηρείτο σε όλη σχεδόν την διάρκεια της μεταπολίτευσης: Παραδοσιακά η Κυβέρνηση στα μέσα της θητείας της υπολειπόταν πολύ της «ανερχόμενης» Αντιπολίτευσης. Από το 2019 και έπειτα το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται.
Από την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η Νέα Δημοκρατία, άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο, προηγείται πάντοτε και με διαφορά από το δεύτερο κόμμα, είτε τον Σύριζα παλαιότερα είτε το ΠΑΣΟΚ, τώρα.
Με το ΠΑΣΟΚ μάλιστα συμβαίνει και τούτο. Μετά την πρώτη άνοδό του και στην «κοινοβουλευτική Αντιπολίτευση» και στην δεύτερη, δημοσκοπικά, θέση, με θεαματική αύξηση των ποσοστών του, παρατηρείται πια «σταθερότητα» με σαφέστατα καθοδική τάση. Η οποία, έχοντας συγκεκριμένες αιτίες, σημειώνεται σχεδόν με την συμπλήρωση των «εκατό πρώτων ημερών» από την επανεκλογή του κ. Νίκου Ανδρουλάκη. Και είναι φυσικό και αναπότρεπτο για την δυσμενή αυτή για το ΠΑΣΟΚ εξέλιξη να έχει καθοριστικές ευθύνες ο αρχηγός του.
Σε συντομότατο χρονικό διάστημα από την επανεκλογή του κ. Ανδρουλάκη και μετά την «ελπιδοφόρο» πρώτη περίοδο, έχουμε τώρα την στασιμότητα με πτωτικές τάσεις. Θα αναφέρω τρία παραδείγματα ενεργειών-απραξίας, επιλογών και τοποθετήσεων, αστόχων γενικά επιλογών, ως χαρακτηριστικά – και όχι μοναδικά - αίτια του φαινομένου. Το πρώτο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ ό,τι κατηγορία και αν προσάψει στην Κυβέρνηση - εν μέσω μάλιστα δυσχερέστατων γενικότερων συνθηκών - δεν «καρπώνεται» κάποιο κέρδος από την κριτική του, όπως φαίνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Έχει γίνει στο ΠΑΣΟΚ καμιά σοβαρή προσπάθεια να διερευνηθούν οι λόγοι για τους οποίους «δεν πείθει» ο πολιτικός του λόγος; Ή μήπως πιστεύουν οι αρμόδιοι επιτελείς του ότι … πείθει;
Δεύτερον. Την περίοδο αυτή αιχμή του πολιτικού λόγου του ΠΑΣΟΚ, (όπως και των λοιπών κομμάτων της Αντιπολίτευσης – πλην ΚΚΕ) ήταν και προφανώς θα είναι και για κάποιο ακόμη χρονικό διάστημα η «κομματική επιλογή» του κ. Τασούλα ως υποψηφίου Προέδρου της Δημοκρατίας. Έρχεται η δημοσκόπηση του Σκάι (Πέμπτη 23 Ιανουαρίου) όπου με τεράστια «πλειοψηφία» (πάνω από 60%) οι πολίτες απαντούν στο σχετικό ερώτημα ότι:
-Δεν έχει σημασία η κομματική προέλευση του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά τα πραγματικά του για το ύψιστο αυτό πολιτειακό αξίωμα προσωπικά χαρακτηριστικά και πολιτικά προσόντα.
Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά, ότι οι πολίτες δεν συμμερίζονται την κυρίαρχη και κεντρική επιλογή της Αντιπολίτευσης – και του ΠΑΣΟΚ, κατά πρώτο λόγο – ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για να εκφράζει την (κατά τις απόψεις τους βεβαίως) επιδιωκόμενη από το Σύνταγμα συναίνεση, πρέπει να προέρχεται από τον αντίπαλο ή έστω «αντίπερα» της Κυβερνήσεως πολιτικό χώρο.
Πέραν της διαπιστώσεως αυτής της συγκεκριμένης δημοσκόπησης, είχαμε και άλλη δημοσκόπηση (προ ημερών δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή») όπου το θέμα ετέθη κατά πολύ πιο άμεσο τρόπο. Ρωτήθηκαν οι πολίτες «Πόσο ενδιαφέρει» το θέμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το ίδιο το θέμα και όχι η ειδικότερη ερώτηση για τον «πολιτικό χώρο», τη «συναίνεση» κ.λπ. Και ιδού τα αποτελέσματα:
-Την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών αφήνει αδιάφορη το ζήτημα του «Προέδρου της Δημοκρατίας». Το 72% των ερωτηθέντων απάντησε ότι το ζήτημα αυτό ενδιαφέρει «Λίγο» (38%) και «Καθόλου» (34%). Αντίθετα. Για το θέμα αυτό «ενδιαφέρεται» μόλις το 34%, («Πολύ» το 9% και «Αρκετά» το 25%). Στο «αδιάφορο» 72% πρέπει να προστεθεί και το 4% του «Δεν ξέρω - Δεν απαντώ», οπότε οι αδιάφοροι για το θέμα πολίτες φθάνουν το 76%, δηλαδή τρεις στους τέσσερις…
Είναι περισσότερο από προφανές ότι τα ποσοστά αυτά σε αντιπαραβολή με την «εμμονική μανία», με την οποία προέβαλαν και χειρίζονται το θέμα αυτό τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, δείχνει απλούστατα και εναργέστατα την τεράστια απόσταση που τα χωρίζει από την πολιτική πραγματικότητα. Αυτό ισχύει κατά μείζονα μάλιστα λόγο, δοθέντος ότι η συντριπτική πλειονότητα των «αδιάφορων» για το θέμα πολιτών, είναι του «δικού τους» πολιτικού χώρου, της Κεντροαριστεράς και Αριστεράς, σε ποσοστά σχεδόν 80%.
Τελικό συμπέρασμα: Τα κόμματα της Αντιπολίτευσης και μάλιστα εκείνα που έχουν «κυβερνητική εμπειρία», ιδιαίτερα δε το δεύτερο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, - για να χρησιμοποιήσω και μια «συνταγματική» έκφραση, ακολουθώντας το … παράδειγμά τους - βρίσκονται σε «προφανή δυσαρμονία» με την εκλογική τους βάση. Δηλαδή με άλλα ασχολούνται τα κόμματα της Αντιπολίτευσης και άλλα απασχολούν τους ίδιους τους ψηφοφόρους τους. Άλλα λένε αυτά και άλλα λέει και θέλει η εκλογική τους βάση, οι ψηφοφόροι τους.
Το στίγμα της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ το δίδει ο κ. Ανδρουλάκης. Και οι επιλογές του και σε αυτό το θέμα αποδεικνύονται πολύ μακριά από τις πραγματικές ανησυχίες του ψηφοφόρου, ακόμη και του «χώρου» του κόμματος αυτού.
Για να περάσουμε και στο διαβόητο πια θέμα των «μετεκλογικών συνεργασιών».
Είτε θέλουν να το παραδεχθούν στο ΠΑΣΟΚ είτε όχι, το θέμα αυτό είναι υπαρκτό και τους «καίει» όλους. Οι δε «τελικές» θέσεις του κ. Ανδρουλάκη κάθε άλλο παρά το θέτουν στο περιθώριο. Ο ίδιος άλλωστε έχει αποκλείσει συνεργασία με την Νέα Δημοκρατία. Λογική προέκταση της θέσης αυτής είναι οι δημόσιες τοποθετήσεις Γερουλάνου και Κατρίνη για την συνεργασία με άλλα κόμματα της Αριστεράς, αρχικά αορίστως και κατόπιν με … προϋποθέσεις αποδοχής προγράμματος του ΠΑΣΟΚ κ.λπ.).
Αλλά και οι «τελικές» θέσεις του κ. Ανδρουλάκη παραπέμπουν το θέμα των «συνεργασιών» για μετά τις εκλογές, με μια «μαθηματική/αριθ-μολογική» μάλλον παρά πολιτική προσέγγιση «πιθανοτήτων», για αυτοδυναμία ή μη αυτοδυναμία ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ κ.λπ. Η πυροσβεστική αυτή παρέμβαση όμως κάθε άλλο παρά εξαντλεί το θέμα των συνεργασιών του ΠΑΣΟΚ ή των «άστοχων» δηλώσεων. Αυτά τα θέματα θα έπρεπε να είναι τελείως ξακάθαρα σε όλους και μάλιστα σε στελέχη όπως οι κ. Γερουλάνος και Κατρίνης που και ανθυποψήφιοι του κ. Ανδρουλάκη για την προεδρία του κόμματος υπήρξαν, αλλά και ο πρώτος μεν είναι και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος και μέλος αυτού του οργάνου που συγκρότησε μετά την επανεκλογή του ο κ. Ανδρουλάκης, -του «Συντονιστικού Πολιτικού Κέντρου», - ενώ ο δεύτερος είναι υπεύθυνος του κρισίμου τομέα Αμύνης. Τώρα, είναι παντελώς άγνωστο - ή μάλλον καταφανές - τι είδους συντονισμό κάνει το Κέντρο αυτό, στο οποίο μετέχει επίσης η πλήρως και εξ αρχής αντίθετη «στα μέτωπα» κυρία Διαμαντοπούλου, αλλά και ο κ. Δούκας, μοναδικός συνδιεκδικητής της ηγεσίας του κόμματος στον β΄ γύρο. Η περίπτωση μάλιστα του τελευταίου αποτελεί και το μόνο - και κορυφαίο - παράδειγμα «λαμπρής» συνεργασίας ή σύμπραξης ενός πραγματικού συνονθυλεύματος, στο οποίο δεν μετέχουν μόνο το ΠΑΣΟΚ και τα εν Βουλή κόμματα της Αριστεράς, αλλά και πλείστες άλλες «δυνάμεις», όπως το κόμμα-κίνηση «ΑΝΤΑΡΣΥΑ» (Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία).
Αποποιείται ο κ. Δούκας ή το ΠΑΣΟΚ αυτή την «προοδευτική πανστρατιά» και σύμπραξη «βάσης» που οδήγησε τον υποψήφιο του ΠΑΣΟΚ στην δημαρχία Αθηνών; Ή σε κρίσιμο χρόνο το θέμα των συνεργασιών θα τεθεί κατά τρόπο πραγματικό και επιτακτικό και με τι τελική έκβαση;
Οι θέσεις του κ. Ανδρουλάκη διατηρούν το κρίσιμο αυτό θέμα σε «θολά νερά». Στην πολιτική, όμως, οι θέσεις πρέπει να είναι ξεκάθαρες, διαχρονικά. Όχι του τύπου …«θα δούμε» μετά τις εκλογές. Ούτε είναι δυνατόν να γίνονται υπό προϋποθέσεις που είναι εκτός πραγματικότητος. Όπως είναι αυτή που θέτει ο κ. Ανδρουλάκης ότι «αν ψηφιστεί, ως μέλλων πρωθυπουργός» στην Κυβέρνησή του δεν θα μετέχουν ούτε δραχμιστές ούτε ακροδεξιοί. Η δέσμευση αυτή είναι, αντικειμενικώς, τουλάχιστον ουτοπική, καθώς αναλαμβάνεται την ιδία ημέρα που δημοσιεύεται δημοσκόπηση στην οποία ο κ. Ανδρουλάκης καταγράφει μόλις 8% στο ερώτημα για τον «καταλληλότερο Πρωθυπουργό», την στιγμή που το ΠΑΣΟΚ καταγράφει «δύναμη» 16%. Δηλαδή οι μισοί «ψηφοφόροι» του κόμματός του δεν τον θεωρούν «καταλληλότερο» για το αξίωμα του Πρωθυπουργού…
Ο κύκλος της απαξίωσης της Αντιπολίτευσης, περιλαμβάνει φυσικά και τον Σύριζα και τα λοιπά κόμματα της Αριστεράς, (με εξαίρεση το ΚΚΕ - για την δική του πολιτική ιδιορρυθμία) αλλά και τα κόμματα που είναι στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.
Στον χώρο της Αριστεράς κυρίαρχο στοιχείο είναι η αυτοδιάλυση του Σύριζα. Είναι άγνωστο αν και πότε θα γίνει «επανένταξη» διαγεγραμμένων ή αποχωρησάντων στελεχών, υπό τον κ. Φάμελλο ή υπό άλλον και ποιον. Ό,τι και αν γίνει, όποτε και αν γίνει, το βαρύτατο «κυβερνητικό παρελθόν» του κόμματος αυτού το συνθλίβει.
Η επανεμφάνιση εξάλλου του κ. Κασσελάκη είναι ένας παράγων πιθανών εξελίξεων στον χώρο αυτόν, που θα έχει κάποια κινητικότητα για όσο καιρό αφήνεται ο ιδρυτής του «Κινήματος Δημοκρατίας» να προβάλλει την άγνοια νόμου – και την άγνοιά του γενικότερα – ως επιχείρημα υπέρ της αθωότητάς του ή και ως …προσόν. Είναι πάντως απορίας άξιο γιατί με μια πραγματική εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη δεν εκλήθη ο κ. Κασσελάκης να πει όχι ό,τι θέλει να πει, αλλά τι ξέρει, σε βάθος, για τα πραγματικά προβλήματα και θέματα, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και εθνικά. Άλλ’ αφήνεται να λέει τι θα κάνει όταν γίνει πρωθυπουργός…
Τα δεξιά κομματίδια - που συναθροίζουν ένα λίαν υπολογίσιμο δημοσκοπικό ποσοστό - είναι σχηματισμοί χωρίς «πρόγραμμα», αλλά με λόγο παρορμητικό με βάση εθνικοθρησκευτικοδιαμαρτυρόμενη,,,
Εν όψει ατού του συγκεκριμένου «φάσματος» του εκλογικού σώματος που καλύπτουν όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης η θέση του Πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη για την επιδίωξη της αυτοδυναμίας, ήταν μονόδρομος για εκείνον και την Νέα Δημοκρατία, αλλά και σημαντική υπογράμμιση της τελικής ευθύνης του πολίτη που θα κληθεί κατά τον χρόνο των εκλογών να επιλέξει και να εκλέξει Κυβέρνηση.
Το στίγμα της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ το δίδει ο κ. Ανδρουλάκης. Και οι επιλογές του και σε αυτό το θέμα αποδεικνύονται πολύ μακριά από τις πραγματικές ανησυχίες του ψηφοφόρου, ακόμη και του «χώρου» του κόμματος αυτού.
Για να περάσουμε και στο διαβόητο πια θέμα των «μετεκλογικών συνεργασιών».
Είτε θέλουν να το παραδεχθούν στο ΠΑΣΟΚ είτε όχι, το θέμα αυτό είναι υπαρκτό και τους «καίει» όλους. Οι δε «τελικές» θέσεις του κ. Ανδρουλάκη κάθε άλλο παρά το θέτουν στο περιθώριο. Ο ίδιος άλλωστε έχει αποκλείσει συνεργασία με την Νέα Δημοκρατία. Λογική προέκταση της θέσης αυτής είναι οι δημόσιες τοποθετήσεις Γερουλάνου και Κατρίνη για την συνεργασία με άλλα κόμματα της Αριστεράς, αρχικά αορίστως και κατόπιν με … προϋποθέσεις αποδοχής προγράμματος του ΠΑΣΟΚ κ.λπ.).
Αλλά και οι «τελικές» θέσεις του κ. Ανδρουλάκη παραπέμπουν το θέμα των «συνεργασιών» για μετά τις εκλογές, με μια «μαθηματική/αριθ-μολογική» μάλλον παρά πολιτική προσέγγιση «πιθανοτήτων», για αυτοδυναμία ή μη αυτοδυναμία ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ κ.λπ. Η πυροσβεστική αυτή παρέμβαση όμως κάθε άλλο παρά εξαντλεί το θέμα των συνεργασιών του ΠΑΣΟΚ ή των «άστοχων» δηλώσεων. Αυτά τα θέματα θα έπρεπε να είναι τελείως ξακάθαρα σε όλους και μάλιστα σε στελέχη όπως οι κ. Γερουλάνος και Κατρίνης που και ανθυποψήφιοι του κ. Ανδρουλάκη για την προεδρία του κόμματος υπήρξαν, αλλά και ο πρώτος μεν είναι και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος και μέλος αυτού του οργάνου που συγκρότησε μετά την επανεκλογή του ο κ. Ανδρουλάκης, -του «Συντονιστικού Πολιτικού Κέντρου», - ενώ ο δεύτερος είναι υπεύθυνος του κρισίμου τομέα Αμύνης. Τώρα, είναι παντελώς άγνωστο - ή μάλλον καταφανές - τι είδους συντονισμό κάνει το Κέντρο αυτό, στο οποίο μετέχει επίσης η πλήρως και εξ αρχής αντίθετη «στα μέτωπα» κυρία Διαμαντοπούλου, αλλά και ο κ. Δούκας, μοναδικός συνδιεκδικητής της ηγεσίας του κόμματος στον β΄ γύρο. Η περίπτωση μάλιστα του τελευταίου αποτελεί και το μόνο - και κορυφαίο - παράδειγμα «λαμπρής» συνεργασίας ή σύμπραξης ενός πραγματικού συνονθυλεύματος, στο οποίο δεν μετέχουν μόνο το ΠΑΣΟΚ και τα εν Βουλή κόμματα της Αριστεράς, αλλά και πλείστες άλλες «δυνάμεις», όπως το κόμμα-κίνηση «ΑΝΤΑΡΣΥΑ» (Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία).
Αποποιείται ο κ. Δούκας ή το ΠΑΣΟΚ αυτή την «προοδευτική πανστρατιά» και σύμπραξη «βάσης» που οδήγησε τον υποψήφιο του ΠΑΣΟΚ στην δημαρχία Αθηνών; Ή σε κρίσιμο χρόνο το θέμα των συνεργασιών θα τεθεί κατά τρόπο πραγματικό και επιτακτικό και με τι τελική έκβαση;
Οι θέσεις του κ. Ανδρουλάκη διατηρούν το κρίσιμο αυτό θέμα σε «θολά νερά». Στην πολιτική, όμως, οι θέσεις πρέπει να είναι ξεκάθαρες, διαχρονικά. Όχι του τύπου …«θα δούμε» μετά τις εκλογές. Ούτε είναι δυνατόν να γίνονται υπό προϋποθέσεις που είναι εκτός πραγματικότητος. Όπως είναι αυτή που θέτει ο κ. Ανδρουλάκης ότι «αν ψηφιστεί, ως μέλλων πρωθυπουργός» στην Κυβέρνησή του δεν θα μετέχουν ούτε δραχμιστές ούτε ακροδεξιοί. Η δέσμευση αυτή είναι, αντικειμενικώς, τουλάχιστον ουτοπική, καθώς αναλαμβάνεται την ιδία ημέρα που δημοσιεύεται δημοσκόπηση στην οποία ο κ. Ανδρουλάκης καταγράφει μόλις 8% στο ερώτημα για τον «καταλληλότερο Πρωθυπουργό», την στιγμή που το ΠΑΣΟΚ καταγράφει «δύναμη» 16%. Δηλαδή οι μισοί «ψηφοφόροι» του κόμματός του δεν τον θεωρούν «καταλληλότερο» για το αξίωμα του Πρωθυπουργού…
Ο κύκλος της απαξίωσης της Αντιπολίτευσης, περιλαμβάνει φυσικά και τον Σύριζα και τα λοιπά κόμματα της Αριστεράς, (με εξαίρεση το ΚΚΕ - για την δική του πολιτική ιδιορρυθμία) αλλά και τα κόμματα που είναι στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.
Στον χώρο της Αριστεράς κυρίαρχο στοιχείο είναι η αυτοδιάλυση του Σύριζα. Είναι άγνωστο αν και πότε θα γίνει «επανένταξη» διαγεγραμμένων ή αποχωρησάντων στελεχών, υπό τον κ. Φάμελλο ή υπό άλλον και ποιον. Ό,τι και αν γίνει, όποτε και αν γίνει, το βαρύτατο «κυβερνητικό παρελθόν» του κόμματος αυτού το συνθλίβει.
Η επανεμφάνιση εξάλλου του κ. Κασσελάκη είναι ένας παράγων πιθανών εξελίξεων στον χώρο αυτόν, που θα έχει κάποια κινητικότητα για όσο καιρό αφήνεται ο ιδρυτής του «Κινήματος Δημοκρατίας» να προβάλλει την άγνοια νόμου – και την άγνοιά του γενικότερα – ως επιχείρημα υπέρ της αθωότητάς του ή και ως …προσόν. Είναι πάντως απορίας άξιο γιατί με μια πραγματική εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη δεν εκλήθη ο κ. Κασσελάκης να πει όχι ό,τι θέλει να πει, αλλά τι ξέρει, σε βάθος, για τα πραγματικά προβλήματα και θέματα, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και εθνικά. Άλλ’ αφήνεται να λέει τι θα κάνει όταν γίνει πρωθυπουργός…
Τα δεξιά κομματίδια - που συναθροίζουν ένα λίαν υπολογίσιμο δημοσκοπικό ποσοστό - είναι σχηματισμοί χωρίς «πρόγραμμα», αλλά με λόγο παρορμητικό με βάση εθνικοθρησκευτικοδιαμαρτυρόμενη,,,
Εν όψει ατού του συγκεκριμένου «φάσματος» του εκλογικού σώματος που καλύπτουν όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης η θέση του Πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη για την επιδίωξη της αυτοδυναμίας, ήταν μονόδρομος για εκείνον και την Νέα Δημοκρατία, αλλά και σημαντική υπογράμμιση της τελικής ευθύνης του πολίτη που θα κληθεί κατά τον χρόνο των εκλογών να επιλέξει και να εκλέξει Κυβέρνηση.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα