«Γεννήθηκα στο νησί»

«Γεννήθηκα στο νησί»

Ο Μανώλης Σφεντουράκης γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα πέντε του χρόνια στη Σπιναλόγκα. Τον συναντήσαμε στο σπίτι όπου μεγάλωσε κι εκείνος μας ξενάγησε στις αναμνήσεις ενός τόπου ποτισμένο με πόνο, αλλά και ελπίδα.

«Γεννήθηκα στο νησί»
Καλυδώνα - spina Longa, ένα «μακρύ αγκάθι» (η ακριβής μετάφραση από τα λατινικά) στα ανοιχτά της κοσμοπολίτικης Ελούντας, στον κόλπο του Μιραμπέλου. Εκεί όπου από το 1903 έως το 1957 ο ανθρώπινος πόνος έγινε σκληρή καθημερινότητα. Εκεί όπου άνθρωποι βασανίστηκαν και παραμορφώθηκαν στην κόλαση της αρρώστιας. Είναι η «πολιτεία των λεπρών», όπως αποκαλούν ακόμη και σήμερα τη βραχονησίδα η οποία μέσω της σειράς «Το Νησί» ήρθε να θυμίσει έννοιες όπως απομόνωση, κοινωνική προκατάληψη, απόρριψη, στίγμα.

Αμέτρητες είναι οι αφηγήσεις και οι θρύλοι που έχουν στοιχειώσει το γοητευτικό, κατά τα άλλα, νησάκι. Η ιστορία της Σπιναλόγκας είναι αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους της. Υπήρξε από ενετικό φρούριο και καταφύγιο χριστιανών μέχρι οθωμανικός οικισμός και τελικά ο τόπος της εξορίας και της απομόνωσης των χανσενικών. Η προσωπική ιστορία του μοναδικού εν ζωή Κρητικού που γεννήθηκε μέσα στο νησί «γερός», κατά τη διάλεκτο της εποχής, από λεπρούς γονείς μοιάζει κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Είναι η ιστορία του Μανώλη Σφεντουράκη.

Φτάνοντας στην Πλάκα, το βλέμμα μου καρφώνεται σχεδόν αυτόματα στην «απέναντι όχθη», στον επιβλητικό βράχο της Σπιναλόγκας με την ενετική αρχιτεκτονική. Στον νου μου έρχονται ανάκατες εικόνες από το βιβλίο της Χίσλοπ, η Κατερίνα Λέχου και ο Στέλιος Μάινας, «Το Νησί»… Μένω για αρκετή ώρα να χαζεύω από την προβλήτα της Πλάκας το καστρόχτιστο νησί του Μιραμπέλου, τη μικρή νησίδα που ταυτίστηκε απόλυτα με την προκατάληψη, την ασχήμια αλλά και τον βίαιο αποχωρισμό αγαπημένων ανθρώπων. Τις σκέψεις μου διακόπτει ο 70χρονος Μανώλης Σφεντουράκης ο οποίος, συνεπής στο ραντεβού μας, έφτασε στην Πλάκα μαζί με την οικογένειά του για να με πάει απέναντι και να μου δείξει το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε στη Σπιναλόγκα. Μαζί του έχει και την εγγονή του, τη Μαρία, που για πρώτη φορά θα έβλεπε το μέρος όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο παππούς της. Λίγο προτού μπούμε στο καΐκι ο κ. Σφεντουράκης μου δείχνει ένα πολυβολείο. «Εκεί μέσα», μου λέει, « κοιμόντουσαν οι λεπροί σαν τα γουρούνια, περιμένοντας να ξημερώσει για να μπουν στη Σπιναλόγκα».

Φτάνοντας απέναντι πάμε στο ταμείο προκειμένου να πληρώσουμε το εισιτήριο των 2 ευρώ. «Θα μου επιτρέψετε να μην πληρώσω στο σπίτι μου», απευθύνεται ευγενικά στις ταμίες ο κ. Σφεντουράκης. Εκείνες τον κοιτούν -δικαίως- απορημένα. «Εδώ γεννήθηκα», συνεχίζει και εκείνες τον αφήνουν να περάσει. Περιδιαβαίνοντας τα σοκάκια ξεκινά αυτόματα ένα ταξίδι στον χρόνο. Νιώθεις κατευθείαν κάτι από την πίκρα που πότισε αυτόν τον τόπο για μισό αιώνα. Ο ξεναγός μου, συγκινημένος, δεν σταματά λεπτό να περιγράφει όσα έζησε στο νησί. Ισως να είχε την ανάγκη έπειτα από τόσα χρόνια να τα μοιραστεί.

Κατευθυνόμαστε προς το Τσάρσι (έτσι έλεγαν οι λεπροί τον κεντρικό δρόμο της αγοράς). «Παρά την ασχήμια της καθημερινότητας, η ζωή μας ήταν όμορφη εδώ μέσα. Ο τόπος μπορεί να μύριζε άσχημα, να έβλεπες αίματα και γάζες παντού, τους αρρώστους να προσπαθούν να καλύψουν τις πληγές και την ασχήμια τους. Υπήρχε, όμως, πολλή αγάπη και φροντίδα.
Κλείσιμο

Ήταν όλοι για έναν και ένας για όλους. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον χωρίς αντάλλαγμα», θυμάται ο κ. Σφεντουράκης.

Γεννήθηκε στη Σπιναλόγκα τον Μάιο του 1940 από χανσενικούς γονείς, που γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν στο νησί. Παρά την ασθένειά τους δεν δίστασαν να κάνουν παιδί. Τα περισσότερα παιδιά που γεννήθηκαν στη Σπιναλόγκα γεννήθηκαν λεπρά. Εκείνος όμως ήταν «γερός», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν τότε. Κοιμόταν, έτρωγε και έπαιζε παρέα με τους αρρώστους και ποτέ δεν έπαθε το παραμικρό. Ωστόσο, οι γονείς του πάντα ανησυχούσαν για την υγεία του μονάκριβου γιου τους. «Η μητέρα μου έβαζε στην καρέκλα όπου καθόμουν μια εφημερίδα. Εγώ την πετούσα και δεν την άκουγα. Με μάλωνε συνεχώς για να μην κολλήσω. Φοβόταν». Τον μικρό Μανώλη μεγάλωσαν οι ανετάχτρες, γυναίκες που εθελοντικά έπλεναν τα ρούχα των λεπρών και τους βοηθούσαν στις καθημερινές δουλειές. «Η μητέρα μου λόγω της ασθένειας δεν είχε παλάμες, ενώ ο πατέρας μου είχε έντονη κάμψη στα δάχτυλα. Στη Σπιναλόγκα έμεινα ωσότου έγινα πέντε ετών. Τότε ήταν που ο γιατρός του νησιού, ο Γραμματικάκης, βάσει μιας εγκυκλίου του κράτους, έπρεπε να εξετάσει όλα τα παιδιά που ζούσαν εκεί. Όσα ήταν λεπρά θα έμεναν εκεί. Τα υγιή θα έπρεπε να φύγουν».

Κατευθυνόμαστε προς την προβλήτα. Εκεί όπου η λάντζα έφερνε τους ασθενείς στον τόπο εξορίας τους. Εκεί όπου ο αποχωρισμός της γυναίκας από τον άνδρα, της μάνας από τα παιδιά, του αδελφού από τον αδελφό ήταν στην ημερήσια διάταξη. «Η ώρα του αποχωρισμού ήταν τραγική. Άφηνα τους δύο μοναδικούς ανθρώπους που με αγαπούσαν και λάτρευα και ξεκινούσα ένα άγνωστο ταξίδι. Εδώ με αποχαιρέτησαν οι γονείς μου και ο τότε κολλητός φίλος μου, ο Δημήτρης», θυμάται δείχνοντας τη στενή προβλήτα και καταλήγει: «Δεν θα ξεχάσω πως ήμασταν αγκαλιασμένοι και κλαίγαμε για πολλή ώρα». Ο κ. Σφεντουράκης, εμφανώς συγκινημένος, μου λέει: «Είναι πολύ σκληρό να αφήνεις πίσω τη μάνα και τον πατέρα σου. Να αναρωτιέσαι μέσα στο καΐκι, αφήνοντας ξοπίσω το σπίτι σου, το νησί σου, αν θα μπορέσεις να ξαναγυρίσεις να δεις τους αγαπημένους σου».

Πήγε και έζησε στη γιαγιά του. Ήταν όμως στιγματισμένος. Ηταν ένα παιδί λεπρών, παρότι υγιής. «Αν πήγαινα σε ίδρυμα, θα μεγάλωνα καλύτερα. Αναγκάστηκα όμως να μείνω στο σπίτι της γιαγιάς μου, που δεν έκανε για μένα ούτε τα στοιχειώδη. Άλλοι άνθρωποι μου έπλεναν τα ρούχα και άλλοι με τάιζαν. Ήμουν ο δακτυλοδεικτούμενος. “Λουβιέρη” (λεπρό) με φώναζαν, παρόλο που δεν είχα κανένα πρόβλημα και παρόλο που μέχρι να ενηλικιωθώ με εξέταζε κάθε λίγο και λιγάκι γιατρός. Με τα άλλα παιδάκια δεν θυμάμαι να έπαιξα ποτέ. Όλοι απομακρύνονταν. Το στίγμα έφυγε όταν πήγα πια Λύκειο στο Ηράκλειο και γύρισα. Τότε με αποδέχτηκαν», συνεχίζει
την αναδρομή του στα σκληρά παιδικά του χρόνια.

Ήταν τότε που γνώρισε την επί 53 χρόνια σύζυγό του Μαρία, μια γυναίκα που του προσέφερε τη ζεστή αγκαλιά, τη στοργή και την αγάπη που τόσο του έλειπαν. Κοιτάζω την κυρία Μαρία. Είναι πάντα στο πλευρό του συζύγου της. Τη ρωτάω αν ποτέ είχε ενδοιασμούς για το ότι έπραττε το σωστό για τη ζωή της. «Κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι εμείς δεν θα αντιμετωπίσουμε κανένα πρόβλημα. Όταν έμεινα έγκυος στον γιο μου τον Γιάννη είχα τον φόβο μήπως κάτι δεν πάει καλά λόγω της ασθένειας των πεθερών μου. Δεν υπήρξε, όμως, πρόβλημα και αργότερα κάναμε την κόρη μας την Ελένη».

Ανηφορίζοντας προς το ψηλότερο σημείο του νησιού, φτάνουμε στο σπίτι της οικογένειας Σφεντουράκη. Πλησιάζουμε. Ο κ. Μανώλης κάνει μια προσπάθεια να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού όπου γεννήθηκε και έζησε έως τα πέντε του χρόνια. Κοιτάζει τα χαλάσματα και θυμάται. Δεν μιλάει παρά μόνο κοιτάζει. Στέκεται για μία φωτογραφία και λέει: «Εδώ γεννήθηκα και είμαι υπερήφανος γι’ αυτό». Το γράφει και η ταυτότητά του: Τόπος γέννησης: Καλυδώνα Μιραμπέλου. Ολοκληρώνοντας την περιήγησή μου δίπλα σε έναν άνθρωπο που γεννήθηκε και έζησε τη σκληρή καθημερινότητα του Νησιού, σκέφτομαι πως αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι άντεξαν τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, την αρρώστια, την ασχήμια, τον ακρωτηριασμό, τον στιγματισμό, τη διαβίωση υπό άθλιες συνθήκες και κατάφεραν να βρουν μέσα στον τόπο εξορίας τους το σθένος να επιβιώσουν, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, τότε όταν μιλάμε για τη Σπιναλόγκα μάλλον θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας έναν πραγματικό ύμνο στη ζωή και όχι στον θάνατο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Best of Network