O «Αμαντέους» είναι cool
O «Αμαντέους» είναι cool
Επιμένει να γράφει τα σενάρια του στο χέρι ,ετοιμάζει την πρώτη του κινηματογραφική ταινία και παίζει τον «Αμαντέους» στο θέατρο. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης δεν ανοίγει απλώς νέους κύκλους στη ζωή του, κυρίως ξέρει να τους ολοκληρώνει
Eίναι Τετάρτη, έξω έχει γενική απεργία κι εγώ σε λίγο έχω ραντεβού για συνέντευξη. Επιλέγω τη νέας κοπής δημοσιογραφική έρευνα: Googl-άρω το όνομα «Χριστόφορος Παπακαλιάτης». Πέφτω πάνω σ’ ένα κείμενό του που δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» τον περασμένο Οκτώβριο. «Αλήθεια, γράφει τόσο βιωματικά;» αναρωτιέμαι. Διαβάζω για τη γιαγιά του, που του είχε ζητήσει τότε να της μεταγράψει τα βινίλια και τις κασέτες της, για έρωτες που εκπληρώθηκαν στη διαδρομή ενός τραμ, για το Παρίσι. Μισή ώρα αργότερα του χτυπώ το κουδούνι. Προσπαθώ να αποστασιοποιηθώ από την τεθλασμένη της τηλεοπτικής εικόνας του και να ακουμπήσω στον αυθορμητισμό του. Φορά ένα τζιν κι ένα T-shirt, τα «παπακαλιάτικα» μαλλιά του, αυτά με το χαρακτηριστικό σπάσιμο λίγο κάτω από τη ρίζα, το βλέμμα που έχει κάνει την εφηβεία για τόσα και τόσα κορίτσια μια διαχειρίσιμη φάση ζωής και ένα χαμόγελο που με τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να με πείσει πως είναι προϊόν υψηλής υποκριτικής τέχνης. Το σπίτι δεν είναι από αυτά τα «ακατοίκητα» σπίτια, που γεμίζουν τις μικροαστικές ονειρώξεις των design περιοδικών. Λιτό, απλό, εργένικο ίσως, χώρος βιωμένος, σπίτι με αναμνήσεις. «Καπνίζεις;», τον ρωτάω, για να βγάλω δειλά τα τσιγάρα μου στο μεγάλο coffee-table. «Ανετα», μου απαντά, ακουμπώντας καταφατικά το δικό του πακέτο δίπλα στο λεύκωμα της Ανι Λίμποβιτζ. Ανάμεσά μας ζεστός, σκέτος γαλλικός καφές και δύο σταχτοδοχεία. Στο μπαλκόνι πίσω μας πολλά φυτά, μια ασπίδα απ’ ό,τι συμβαίνει εκεί έξω, στη βιβλιοθήκη πάνω απ’ τα CD το μάτι μου πιάνει ένα βιβλίο που στη ράχη του γράφει το βαρύτιμο «Φρόιντ», κάτω από την τηλεόραση ένα Playstation, στην τραπεζαρία ένα Macbook σε κατάσταση stand by. Πρώτη ερώτηση. Κλισέ, αλλά είναι το κλειδί για να ξεδιπλωθεί ο μύθος του ανθρώπου ή καλύτερα ο άνθρωπος πίσω από τον μύθο. Πού γεννήθηκες; Μειδιά. «Γεννήθηκα στην Αθήνα, πέρασα σχεδόν τα τέσσερα πρώτα χρόνια της ζωής μου στην Κρήτη. Οι παππούδες μου ζούσαν στη Νότιο Αφρική, έπειτα η μητέρα μου έφυγε, πήγε στην Αγγλία κι εκεί γνώρισε τον πατέρα μου, τον Παπακαλιάτη. Γύρισαν στην Ελλάδα και παντρεύτηκαν. Εχω έναν αδελφό από τον γάμο των γονιών μου και άλλα δύο αδέλφια από τον δεύτερο γάμο του πατέρα μου».
Θα τον ρωτήσω αν του στοίχισε η ταμπέλα «παιδί χωρισμένων γονιών». Θα μου πει: «η ταμπέλα όχι, η πραγματικότητα ναι. Ξέρεις κανένα παιδί χωρισμένων γονιών τεσσάρων ετών που να μην του στοιχίσει ο χωρισμός των γονιών του;». Μου αφηγείται ότι δεν στερήθηκε ποτέ κανέναν από τους δύο γονείς του, ότι είναι από εκείνους τους ανθρώπους που έζησαν τα ζεστά κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια, ότι έχει αδυναμία στη μητέρα του: «Τα αγόρια είμαστε πιο δεμένα με τις μητέρες μας, δεν είμαστε;». Τραγική ειρωνεία, η μητέρα του ήταν ο οιονεί δαίμονάς του όταν ένα απόγευμα το τηλέφωνο χτύπησε και το πεπρωμένο, η ζωή, το στούντιο ΑΤΑ -αναλόγως σε τι πιστεύει κανείς- είχε αποφασίσει πως ο Παπακαλιάτης στα 16 του θα γινόταν το παιδί-θαύμα της τότε πρωτόγονης ιδιωτικής τηλεόρασης. Εχουμε όμως δρόμο ως εκεί. Τον ρωτάω ποιος ήταν ο πρώτος του ρόλος. Το σκέφτεται λίγο παίζοντας με τα μαλλιά του. «Νομίζω ήταν στις “Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ”», μου λέει. Και ύστερα θα έρθει ένα ποτάμι αναμνήσεων που τις αφηγείται καλύτερα κι από τον πιο δεινό παραμυθά: «Από μικρός ήθελα να παίζω. Στο σχολείο είχαμε μια θεατρική ομάδα και τότε ζούσα για να περάσει η βδομάδα, να έρθει η Παρασκευή και να ξεκινήσουμε τις πρόβες. Τα καλοκαίρια γυρνούσαμε με τον θίασο του σχολείου όλη την Ελλάδα, όπου είχαμε γνωστούς ή φίλους, και παίζαμε. Σε πλατείες, σε τοπικά φεστιβάλ, από την Κρήτη μέχρι το Πήλιο». Και τα μαθήματα; Ηταν καλός μαθητής; Θα μου απαντήσει αποστομωτικά. «Οχι απλά δεν ήμουν καλός μαθητής, ήμουν κακός μαθητής!». Δηλαδή τα βιβλία ήταν σαν καινούρια; «Οχι, τα βιβλία μου ήταν γεμάτα σημειώσεις, σκέψεις και ιστορίες». Κάπως έτσι θα θυμηθώ ξανά το σημείο του άρθρου του που περιέγραφε πώς βρέθηκε στο γραφείο του διευθυντή του στο σχολείο, επειδή την ώρα του μαθήματος έγραφε τη δική του εκδοχή της συνέχειας μιας σειράς που παιζόταν τότε στην ΕΡΤ και συνάντησε τη μητέρα του Λιγνάδη ως γραμματέα του διευθυντή. Φέτος, πολλά-πολλά χρόνια μετά, αποφάσισε να αφεθεί στα χέρια του γιου της για την κατά Πίτερ Σάφερ θεατρική μεταφορά της ζωής του Μότσαρτ στο «Αμαντέους».
Tον ρωτάω τι τον ενθουσίαζε τότε που έπαιζε με τα «σχολικά μπουλούκια». Ο ρόλος, οι πρόβες, το χειροκρότημα; Θα μου πει ένα αφοπλιστικό και ειλικρινές στο βάθος του «όλα» και μία ακόμη ιστορία από τα παιδικά του χρόνια με την ασάφεια που προϋποθέτουν τα 3,5 τότε χρόνια του και η ισορροπία μεταξύ συναισθηματικής μνήμης και λογικής: «Πρέπει να ήμασταν ακόμη στην Κρήτη. Και είχε έρθει ο παιδικός θίασος της Ξένιας Καλογεροπούλου. Θυμάμαι, με είχε πάει η μητέρα μου στο θέατρο, καθόμουν μάλιστα στα πόδια της για να βλέπω καλύτερα. Από τη στιγμή που ξεκίνησε η παράσταση, πώς να στο πω; Πολύ απλά το βούλωσα. Δεν μίλησα και δεν κινήθηκα όση ώρα κράτησε η παράσταση. Ηταν για μένα κάτι μαγικό όλο αυτό που έβλεπα και που δεν μπορούσα τότε να εξηγήσω. Το σίγουρο είναι πως οι γονείς μου είχαν βρει έκτοτε το ηρεμιστικό μου». Αμέσως μετά θα μου πει μια εκδοχή της δικής του συμπαντικής συνωμοσίας. Πως δηλαδή με τους ανθρώπους που έβλεπε τότε στο θέατρο -ανάμεσά τους η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, η Αννα Παναγιωτοπούλου και ο αείμνηστος Μίμης Χρυσομάλλης- θα βρισκόταν στην ίδια σκηνή, δεκαπέντε και πλέον χρόνια αργότερα, στο θέατρο «Βρετάνια» για την παράσταση «Οι τρομεροί γονείς» του Κοκτό. Μια παράσταση, τα λόγια της οποίας έπρεπε να αποστηθίσει σε τρεις και κάτι ημέρες. Αν συμφωνήσουμε πως η ζωή είναι κύκλοι, πράγμα που ο ίδιος ο Παπακαλιάτης υπονοεί πως ενστερνίζεται, τότε η ζωή του ίδιου είναι κύκλοι γεμάτοι, μεγάλοι και προπάντων ολοκληρωμένοι. Εκείνο που με αφήνει να καταλάβω από τα τηλέφωνα που χτυπάνε κάθε τρεις και λίγο εν όψει της επίσημης πρεμιέρας του «Αμαντέους», από τον τρόπο που εκφέρει τον λόγο, από τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί για τον εαυτό του είναι πως πρόκειται για έναν χορτασμένο άνθρωπο. Οση ώρα το σκέφτομαι, ο καφές έχει ανανεωθεί, τα τσιγάρα έχουν πολλαπλασιαστεί, έχουμε «λυθεί» και οι δύο. «Πώς έγινες ηθοποιός;», τον ρωτώ. «Ημουν 16 χρόνων όταν διάβασα μια αγγελία στην εφημερίδα που ζητούσαν παιδιά στην ηλικία μου για κάποιο σίριαλ του MEGA. Πήρα τηλέφωνο. Το έσκαγα κάθε μέρα από το σχολείο, πήγαινα στις οντισιόν, έπαιζα τα κομμάτια που μου έδιναν και έφευγα. Κάποια μέρα μείναμε μόνο δύο από τους 100 που είχαν διαλέξει αρχικά. Μας είπαν ότι θα μας πάρουν τηλέφωνο. Και περίμενα», μου απαντά. Το τηλέφωνο θα χτυπήσει, η απάντηση θα είναι καταφατική, όμως τα πράγματα δεν θα είναι και τόσο απλά: χρειαζόταν η υπογραφή του κηδεμόνα. «Εκείνο το βράδυ η μητέρα μου βρισκόταν σε ένα πάρτι φίλων. Σκέφτηκα πως αν της το έλεγα εκεί δεν θα μπορούσε να αντιδράσει. Πήρα, λοιπόν, ένα ταξί, πήγα και άρχισα να λέω σε όλους τους οικογενειακούς φίλους τα νέα. Κάποια στιγμή η μητέρα μου με ρωτά: “Γιατί σου δίνουν όλοι συγχαρητήρια;” και γυρνάω και της λέω: “Θα γίνω ηθοποιός!”». Ο Χριστόφορος πιστεύει πως όταν θέλει κάποιος κάτι, μπορεί να το κατακτήσει. Οχι με το γράμμα του Κοέλιο, αλλά με την κινητήριο δύναμη του ανθρώπινου νου. Το ήξερε από τότε. Και το πέτυχε.
Mεγαλώνει μέσα στα τηλεοπτικά στούντιο. Τον ρωτάω αν έχει τύχει να δει τη μεταμεσονύκτια επανάληψη των «Φρουρών της Αχαΐας», σειρά στην οποία έπαιξε τον πρώτο του τηλεοπτικό ρόλο. Γελάει με εκείνη την εφηβική ντροπή που έχουμε όλοι απέναντι σε παλιές μας φωτογραφίες. Μου λέει πώς ωρίμασε μέσα από τη δουλειά του, ότι συναναστράφηκε με ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας από τον ίδιο, πώς έβγαλε τα πρώτα του χρήματα από τους «10 Μικρούς Μήτσους» και πήρε το πρώτο του αυτοκίνητο, ένα 1000άρι Seat Ibiza και νοίκιασε το πρώτο του διαμέρισμα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μιλάμε για την περίφημη «άγνοια κινδύνου». «Αυτό ακριβώς είχα», θα μου πει, όταν θυμάται ότι πήγε το πρώτο του σενάριο στο MEGA, λέγοντάς τους με περίσσιο τσαμπουκά: «…Οι νέοι δεν θέλουν τις σειρές που παίζετε, ενδιαφέρονται για άλλα πράγματα, ορίστε ένα σενάριο…». Λίγο νωρίτερα είχε έρθει μια βραχεία «φυγή» στη Βοστόνη. «Οταν τελειώσαμε την πρώτη χρονιά των “Μήτσων” οι γονείς μου επέμεναν ότι έπρεπε να σπουδάσω. Κάπως έτσι αποφασίστηκε να φύγω για τη Βοστόνη, για να σπουδάσω κατά κύριο λόγο Οικονομικά και παρεμπιπτόντως υποκριτική. Εφυγα, λοιπόν, έμεινα τέσσερις μέρες στη Βοστόνη και επέστρεψα». Εξω έχει αρχίσει να νυχτώνει. Ο Χριστόφορος ανάβει τα φώτα, ζητά συγγνώμη που δεν έχει βάλει μουσική όσο μιλάμε. «Εχω πάει το στερεοφωνικό στο θέατρο», θα μου πει. Εκεί έχει εναποθέσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του τώρα. Μιλάμε για τη μουσική που κατεβάζει από άποψη νόμιμα και ακούει κάθε πρωί μετά το πρωινό ντους, παρέα με τον πρώτο καφέ, για το YouTube, για το ψεύτικο Twitter του, την ανωνυμία, το live-blogging στο οποίο επιδιδόταν η μπλογκόσφαιρα πέρυσι, στη διάρκεια προβολής του «Τέσσερις». Θα μου πει πως στην αρχή το διασκέδασε, πως μπήκε για να δει τι γραφόταν, αλλά από ένα σημείο και πέρα σταμάτησε. «Εχω δημιουργήσει τις άμυνές μου. Δεν μπορώ να ασχολούμαι συνεχώς με αυτό». «Google-άρεις το όνομά σου;», τον ρωτώ. «Αν κάνω τι;», μου απαντά με αμηχανία. «Αν βάζεις το όνομά σου στο Google για να δεις τι θα σου βγάλει, όλοι το κάνουμε», ανταπαντώ. «Ναι, το έχω κάνει κι αυτό», λέει γελώντας. Και μου εξηγεί τη μη εξοικείωσή του με τη νέα τεχνολογία. «Ξέρω να αγοράζω τραγούδια από το i-Tunes, να βλέπω βίντεο στο YouTube, να στέλνω e-mail, ε, αυτά αρκετά είναι». «Γιατί πιστεύεις πως ο κόσμος ασχολείται τόσο πολύ μαζί σου;». τον ρωτάω. «Δεν ξέρω, αλήθεια», μου απευθύνει αφοπλιστικά, για να συνεχίσει: «Ισως να τους ιντριγκάρει η δουλειά μου», λέει, ανασηκώνοντας τους ώμους του. Το ευοίωνο στην ανάγκη των Μέσων να ασχολούνται μαζί του είναι πως ο ίδιος έχει καταφέρει να διατηρηθεί σώος από την ανθρωποφαγική λογική στην οποία, κακά τα ψέματα, πολλοί συνάδελφοί του έχουν πέσει θηράματα. Ισως είναι αυτές οι 15 ή ακόμη και 18 ώρες δουλειάς που τον «σώζουν» τις περιόδους που γράφει, παίζει, μοντάρει και σκηνοθετεί. Ομως, αλήθεια, τι γίνεται όταν μια δουλειά τελειώνει;
Οταν ο εαυτός του, οι πτυχές του που βγάζει στις δουλειές του -μου λέει ότι οι «Τέσσερις» είναι οι τέσσερις πτυχές της προσωπικότητάς του-δεν έχουν κάπου να ακουμπήσουν πια; «Πάντα μετά το τέλος μιας δουλειάς παίρνω ένα αεροπλάνο και φεύγω». Μιλάμε γι’ αυτό που συμβαίνει εκεί έξω, για την απεργία, την οικονομική κρίση. Φέρνει κοντά το macbook του. «Ελα να σου δείξω φωτογραφίες». Από το καμαρίνι του στο «Βρετάνια», στο οποίο πάντα βρίσκεται μία με δύο ώρες πριν από την παράσταση, απαθανατίζει αυτό που συμβαίνει στην Αθήνα τώρα. Μου δείχνει φωτογραφίες με τα ΕΚΑΜ να κατηφορίζουν την Πανεπιστημίου, με άδειους δρόμους, με απεργούς: «Είναι εικόνες που δεν έχω ξαναδεί στην πόλη μου. Από τη μία θυμώνω, από την άλλη γουστάρω που οι άνθρωποι αντιδρούν σε όλο αυτό το παράλογο που βιώνουμε. Είναι υγεία η αντίδραση και η αντίσταση. Αρκεί να έχει κοινό στόχο. Εκεί πιστεύω ότι χάνεται το παιχνίδι». Τότε είναι που θα μου πει πως κάθε μέρα που κατεβαίνει με το αυτοκίνητό του στο κέντρο παρατηρεί τους ανθρώπους μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου του, πως τσαντίζεται να πληρώνει για πάρκινγκ 30 ευρώ, πως δεν καταλαβαίνει γιατί μια σαλάτα στην Αθήνα του ΔΝΤ θα πρέπει να κοστίζει 18 ευρώ, πως όταν ο Λιγνάδης του πρότεινε να ανεβάσουν τον «Αμαντέους» αναρωτήθηκε μέσα του «ποιον αφορά αυτό το έργο τώρα». Αν, λοιπόν, από κάθε άνθρωπο που συναντάμε, πρέπει να πάρουμε ένα μάθημα από τον Παπακαλιάτη θα κρατήσω την ακεραιότητα, τη χαρά για τη ζωή -όχι αυτή που δείχνουμε στα περιοδικά- και μια απάντηση στην ερώτηση αν έχει ζήσει ή αν έχει δουλέψει περισσότερο στη ζωή του. Αν, πάντως, μου ζητούσε κάποιος να τον περιγράψω με ένα τραγούδι, τελικά θα διάλεγα το «The Passenger» του Iggy Pop παρά μια συμφωνία του Μότσαρτ.
Θα τον ρωτήσω αν του στοίχισε η ταμπέλα «παιδί χωρισμένων γονιών». Θα μου πει: «η ταμπέλα όχι, η πραγματικότητα ναι. Ξέρεις κανένα παιδί χωρισμένων γονιών τεσσάρων ετών που να μην του στοιχίσει ο χωρισμός των γονιών του;». Μου αφηγείται ότι δεν στερήθηκε ποτέ κανέναν από τους δύο γονείς του, ότι είναι από εκείνους τους ανθρώπους που έζησαν τα ζεστά κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια, ότι έχει αδυναμία στη μητέρα του: «Τα αγόρια είμαστε πιο δεμένα με τις μητέρες μας, δεν είμαστε;». Τραγική ειρωνεία, η μητέρα του ήταν ο οιονεί δαίμονάς του όταν ένα απόγευμα το τηλέφωνο χτύπησε και το πεπρωμένο, η ζωή, το στούντιο ΑΤΑ -αναλόγως σε τι πιστεύει κανείς- είχε αποφασίσει πως ο Παπακαλιάτης στα 16 του θα γινόταν το παιδί-θαύμα της τότε πρωτόγονης ιδιωτικής τηλεόρασης. Εχουμε όμως δρόμο ως εκεί. Τον ρωτάω ποιος ήταν ο πρώτος του ρόλος. Το σκέφτεται λίγο παίζοντας με τα μαλλιά του. «Νομίζω ήταν στις “Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ”», μου λέει. Και ύστερα θα έρθει ένα ποτάμι αναμνήσεων που τις αφηγείται καλύτερα κι από τον πιο δεινό παραμυθά: «Από μικρός ήθελα να παίζω. Στο σχολείο είχαμε μια θεατρική ομάδα και τότε ζούσα για να περάσει η βδομάδα, να έρθει η Παρασκευή και να ξεκινήσουμε τις πρόβες. Τα καλοκαίρια γυρνούσαμε με τον θίασο του σχολείου όλη την Ελλάδα, όπου είχαμε γνωστούς ή φίλους, και παίζαμε. Σε πλατείες, σε τοπικά φεστιβάλ, από την Κρήτη μέχρι το Πήλιο». Και τα μαθήματα; Ηταν καλός μαθητής; Θα μου απαντήσει αποστομωτικά. «Οχι απλά δεν ήμουν καλός μαθητής, ήμουν κακός μαθητής!». Δηλαδή τα βιβλία ήταν σαν καινούρια; «Οχι, τα βιβλία μου ήταν γεμάτα σημειώσεις, σκέψεις και ιστορίες». Κάπως έτσι θα θυμηθώ ξανά το σημείο του άρθρου του που περιέγραφε πώς βρέθηκε στο γραφείο του διευθυντή του στο σχολείο, επειδή την ώρα του μαθήματος έγραφε τη δική του εκδοχή της συνέχειας μιας σειράς που παιζόταν τότε στην ΕΡΤ και συνάντησε τη μητέρα του Λιγνάδη ως γραμματέα του διευθυντή. Φέτος, πολλά-πολλά χρόνια μετά, αποφάσισε να αφεθεί στα χέρια του γιου της για την κατά Πίτερ Σάφερ θεατρική μεταφορά της ζωής του Μότσαρτ στο «Αμαντέους».
Tον ρωτάω τι τον ενθουσίαζε τότε που έπαιζε με τα «σχολικά μπουλούκια». Ο ρόλος, οι πρόβες, το χειροκρότημα; Θα μου πει ένα αφοπλιστικό και ειλικρινές στο βάθος του «όλα» και μία ακόμη ιστορία από τα παιδικά του χρόνια με την ασάφεια που προϋποθέτουν τα 3,5 τότε χρόνια του και η ισορροπία μεταξύ συναισθηματικής μνήμης και λογικής: «Πρέπει να ήμασταν ακόμη στην Κρήτη. Και είχε έρθει ο παιδικός θίασος της Ξένιας Καλογεροπούλου. Θυμάμαι, με είχε πάει η μητέρα μου στο θέατρο, καθόμουν μάλιστα στα πόδια της για να βλέπω καλύτερα. Από τη στιγμή που ξεκίνησε η παράσταση, πώς να στο πω; Πολύ απλά το βούλωσα. Δεν μίλησα και δεν κινήθηκα όση ώρα κράτησε η παράσταση. Ηταν για μένα κάτι μαγικό όλο αυτό που έβλεπα και που δεν μπορούσα τότε να εξηγήσω. Το σίγουρο είναι πως οι γονείς μου είχαν βρει έκτοτε το ηρεμιστικό μου». Αμέσως μετά θα μου πει μια εκδοχή της δικής του συμπαντικής συνωμοσίας. Πως δηλαδή με τους ανθρώπους που έβλεπε τότε στο θέατρο -ανάμεσά τους η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, η Αννα Παναγιωτοπούλου και ο αείμνηστος Μίμης Χρυσομάλλης- θα βρισκόταν στην ίδια σκηνή, δεκαπέντε και πλέον χρόνια αργότερα, στο θέατρο «Βρετάνια» για την παράσταση «Οι τρομεροί γονείς» του Κοκτό. Μια παράσταση, τα λόγια της οποίας έπρεπε να αποστηθίσει σε τρεις και κάτι ημέρες. Αν συμφωνήσουμε πως η ζωή είναι κύκλοι, πράγμα που ο ίδιος ο Παπακαλιάτης υπονοεί πως ενστερνίζεται, τότε η ζωή του ίδιου είναι κύκλοι γεμάτοι, μεγάλοι και προπάντων ολοκληρωμένοι. Εκείνο που με αφήνει να καταλάβω από τα τηλέφωνα που χτυπάνε κάθε τρεις και λίγο εν όψει της επίσημης πρεμιέρας του «Αμαντέους», από τον τρόπο που εκφέρει τον λόγο, από τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί για τον εαυτό του είναι πως πρόκειται για έναν χορτασμένο άνθρωπο. Οση ώρα το σκέφτομαι, ο καφές έχει ανανεωθεί, τα τσιγάρα έχουν πολλαπλασιαστεί, έχουμε «λυθεί» και οι δύο. «Πώς έγινες ηθοποιός;», τον ρωτώ. «Ημουν 16 χρόνων όταν διάβασα μια αγγελία στην εφημερίδα που ζητούσαν παιδιά στην ηλικία μου για κάποιο σίριαλ του MEGA. Πήρα τηλέφωνο. Το έσκαγα κάθε μέρα από το σχολείο, πήγαινα στις οντισιόν, έπαιζα τα κομμάτια που μου έδιναν και έφευγα. Κάποια μέρα μείναμε μόνο δύο από τους 100 που είχαν διαλέξει αρχικά. Μας είπαν ότι θα μας πάρουν τηλέφωνο. Και περίμενα», μου απαντά. Το τηλέφωνο θα χτυπήσει, η απάντηση θα είναι καταφατική, όμως τα πράγματα δεν θα είναι και τόσο απλά: χρειαζόταν η υπογραφή του κηδεμόνα. «Εκείνο το βράδυ η μητέρα μου βρισκόταν σε ένα πάρτι φίλων. Σκέφτηκα πως αν της το έλεγα εκεί δεν θα μπορούσε να αντιδράσει. Πήρα, λοιπόν, ένα ταξί, πήγα και άρχισα να λέω σε όλους τους οικογενειακούς φίλους τα νέα. Κάποια στιγμή η μητέρα μου με ρωτά: “Γιατί σου δίνουν όλοι συγχαρητήρια;” και γυρνάω και της λέω: “Θα γίνω ηθοποιός!”». Ο Χριστόφορος πιστεύει πως όταν θέλει κάποιος κάτι, μπορεί να το κατακτήσει. Οχι με το γράμμα του Κοέλιο, αλλά με την κινητήριο δύναμη του ανθρώπινου νου. Το ήξερε από τότε. Και το πέτυχε.
Mεγαλώνει μέσα στα τηλεοπτικά στούντιο. Τον ρωτάω αν έχει τύχει να δει τη μεταμεσονύκτια επανάληψη των «Φρουρών της Αχαΐας», σειρά στην οποία έπαιξε τον πρώτο του τηλεοπτικό ρόλο. Γελάει με εκείνη την εφηβική ντροπή που έχουμε όλοι απέναντι σε παλιές μας φωτογραφίες. Μου λέει πώς ωρίμασε μέσα από τη δουλειά του, ότι συναναστράφηκε με ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας από τον ίδιο, πώς έβγαλε τα πρώτα του χρήματα από τους «10 Μικρούς Μήτσους» και πήρε το πρώτο του αυτοκίνητο, ένα 1000άρι Seat Ibiza και νοίκιασε το πρώτο του διαμέρισμα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μιλάμε για την περίφημη «άγνοια κινδύνου». «Αυτό ακριβώς είχα», θα μου πει, όταν θυμάται ότι πήγε το πρώτο του σενάριο στο MEGA, λέγοντάς τους με περίσσιο τσαμπουκά: «…Οι νέοι δεν θέλουν τις σειρές που παίζετε, ενδιαφέρονται για άλλα πράγματα, ορίστε ένα σενάριο…». Λίγο νωρίτερα είχε έρθει μια βραχεία «φυγή» στη Βοστόνη. «Οταν τελειώσαμε την πρώτη χρονιά των “Μήτσων” οι γονείς μου επέμεναν ότι έπρεπε να σπουδάσω. Κάπως έτσι αποφασίστηκε να φύγω για τη Βοστόνη, για να σπουδάσω κατά κύριο λόγο Οικονομικά και παρεμπιπτόντως υποκριτική. Εφυγα, λοιπόν, έμεινα τέσσερις μέρες στη Βοστόνη και επέστρεψα». Εξω έχει αρχίσει να νυχτώνει. Ο Χριστόφορος ανάβει τα φώτα, ζητά συγγνώμη που δεν έχει βάλει μουσική όσο μιλάμε. «Εχω πάει το στερεοφωνικό στο θέατρο», θα μου πει. Εκεί έχει εναποθέσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του τώρα. Μιλάμε για τη μουσική που κατεβάζει από άποψη νόμιμα και ακούει κάθε πρωί μετά το πρωινό ντους, παρέα με τον πρώτο καφέ, για το YouTube, για το ψεύτικο Twitter του, την ανωνυμία, το live-blogging στο οποίο επιδιδόταν η μπλογκόσφαιρα πέρυσι, στη διάρκεια προβολής του «Τέσσερις». Θα μου πει πως στην αρχή το διασκέδασε, πως μπήκε για να δει τι γραφόταν, αλλά από ένα σημείο και πέρα σταμάτησε. «Εχω δημιουργήσει τις άμυνές μου. Δεν μπορώ να ασχολούμαι συνεχώς με αυτό». «Google-άρεις το όνομά σου;», τον ρωτώ. «Αν κάνω τι;», μου απαντά με αμηχανία. «Αν βάζεις το όνομά σου στο Google για να δεις τι θα σου βγάλει, όλοι το κάνουμε», ανταπαντώ. «Ναι, το έχω κάνει κι αυτό», λέει γελώντας. Και μου εξηγεί τη μη εξοικείωσή του με τη νέα τεχνολογία. «Ξέρω να αγοράζω τραγούδια από το i-Tunes, να βλέπω βίντεο στο YouTube, να στέλνω e-mail, ε, αυτά αρκετά είναι». «Γιατί πιστεύεις πως ο κόσμος ασχολείται τόσο πολύ μαζί σου;». τον ρωτάω. «Δεν ξέρω, αλήθεια», μου απευθύνει αφοπλιστικά, για να συνεχίσει: «Ισως να τους ιντριγκάρει η δουλειά μου», λέει, ανασηκώνοντας τους ώμους του. Το ευοίωνο στην ανάγκη των Μέσων να ασχολούνται μαζί του είναι πως ο ίδιος έχει καταφέρει να διατηρηθεί σώος από την ανθρωποφαγική λογική στην οποία, κακά τα ψέματα, πολλοί συνάδελφοί του έχουν πέσει θηράματα. Ισως είναι αυτές οι 15 ή ακόμη και 18 ώρες δουλειάς που τον «σώζουν» τις περιόδους που γράφει, παίζει, μοντάρει και σκηνοθετεί. Ομως, αλήθεια, τι γίνεται όταν μια δουλειά τελειώνει;
Οταν ο εαυτός του, οι πτυχές του που βγάζει στις δουλειές του -μου λέει ότι οι «Τέσσερις» είναι οι τέσσερις πτυχές της προσωπικότητάς του-δεν έχουν κάπου να ακουμπήσουν πια; «Πάντα μετά το τέλος μιας δουλειάς παίρνω ένα αεροπλάνο και φεύγω». Μιλάμε γι’ αυτό που συμβαίνει εκεί έξω, για την απεργία, την οικονομική κρίση. Φέρνει κοντά το macbook του. «Ελα να σου δείξω φωτογραφίες». Από το καμαρίνι του στο «Βρετάνια», στο οποίο πάντα βρίσκεται μία με δύο ώρες πριν από την παράσταση, απαθανατίζει αυτό που συμβαίνει στην Αθήνα τώρα. Μου δείχνει φωτογραφίες με τα ΕΚΑΜ να κατηφορίζουν την Πανεπιστημίου, με άδειους δρόμους, με απεργούς: «Είναι εικόνες που δεν έχω ξαναδεί στην πόλη μου. Από τη μία θυμώνω, από την άλλη γουστάρω που οι άνθρωποι αντιδρούν σε όλο αυτό το παράλογο που βιώνουμε. Είναι υγεία η αντίδραση και η αντίσταση. Αρκεί να έχει κοινό στόχο. Εκεί πιστεύω ότι χάνεται το παιχνίδι». Τότε είναι που θα μου πει πως κάθε μέρα που κατεβαίνει με το αυτοκίνητό του στο κέντρο παρατηρεί τους ανθρώπους μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου του, πως τσαντίζεται να πληρώνει για πάρκινγκ 30 ευρώ, πως δεν καταλαβαίνει γιατί μια σαλάτα στην Αθήνα του ΔΝΤ θα πρέπει να κοστίζει 18 ευρώ, πως όταν ο Λιγνάδης του πρότεινε να ανεβάσουν τον «Αμαντέους» αναρωτήθηκε μέσα του «ποιον αφορά αυτό το έργο τώρα». Αν, λοιπόν, από κάθε άνθρωπο που συναντάμε, πρέπει να πάρουμε ένα μάθημα από τον Παπακαλιάτη θα κρατήσω την ακεραιότητα, τη χαρά για τη ζωή -όχι αυτή που δείχνουμε στα περιοδικά- και μια απάντηση στην ερώτηση αν έχει ζήσει ή αν έχει δουλέψει περισσότερο στη ζωή του. Αν, πάντως, μου ζητούσε κάποιος να τον περιγράψω με ένα τραγούδι, τελικά θα διάλεγα το «The Passenger» του Iggy Pop παρά μια συμφωνία του Μότσαρτ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα