Λαμπρή, η μεγάλη ημέρα

Λαμπρή, η μεγάλη ημέρα

Λαμπρή, η μεγάλη ημέρα
«Πάσχα!
Μια ωραία λέξις, γεμάτη ποίησι και ρωμαντισμό. Μια λέξι που προξενεί θεία συγκίνηση στον κάθε ακραιφνή Χριστιανό, μα και στον κάθε άνθρωπο ακόμη.
Η Φύσις λουλουδίζει, η Άνοιξις πανηγυρίζει και το Σύμπαν γιορτάζει τον Λυτρωμό της ανθρωπότητος.
Πάσχα!
Κόκκινα αυγά, κόκκινα λουλούδια, κόκκινες τουλίπες, φραπαντικός συμβολισμός του Θείου Αίματος που πότισε αγόγγυστα το χέρσο χώμα του Γολγοθά, για να λυτρώση την Ανθρωπότητα από την αμαρτία που της εφόρτωσε ο διάσημος θεομπαίχτης πρωτόπλαστος, με τα περίεργα γούστα του.
Πάσχα, Κυρίου Πάσχα!
Κλείσιμο
Ο πλούσιος και ο πένης, ο Βασιλεύς και ο στρατιώτης, ο θρήσκος και ο αρνησίθρησκος, όλοι τέλος πάντων, ξεχνούν για ένα είκοσιτετράωρο της ανθρώπινες κακίες, πλαταίνουν την καρδιά τους και γίνονται μεγαλόθυμοι.
Μια ελάχιστη σπονδή στη θεία συγκατάβαση.
Τα σήμαντρα χτυπούν χαρμόσυνα την Ανάσταση του Κυρίου και η Εκκλησία γιορτάζει την Αγάπη, την συναδέλφωση των Εθνών.
Τι ωραίες ουτοπίες που σκέφθηκε η γόνιμη φαντασία του Ναζωραίου!  



                                                       *** 
Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα, κυρίου Πάσχα!
Χριστιανοί με το στομάχι εξηντλημένο από την νηστεία της εβδομάδος των Παθών, επιπίπτουν λαύροι στο πασχαλινό τσιμπούσι, σωστός περονόσπορος σε ό τι φαγώσιμο. Τα πεπτικά συστήματα βαλσαμώνουνται από βραδύς με την μαγειρίτσα. Τα κόκκινα αυγά τσουγκρίζουν με τις πειό θερμές ευχές, και τα κόκκινα χείλη σμίγουν με τα πειό θερμά φιλιά. Η νηστεία είνε το πειό πικάντικο ορ-ντέβρ που κεντά σατανικά την όρεξι.
Ο αμνός, ο οβελίας, στριφογυρίζει με νωχέλεια στην θράκα της κλιματόβεργας, αναδίδοντας τη γαργαλιστική κνίσσα του.
Η ρετσινούλα καταβρέχει διψασμένους οισοφάγους φουντώνοντας φαντασίες.
Οι καρδιές πυρπολούνται.
-Αλεξάνδρα, έλα χρυσό μου, ένα μεζεδάκι πρώτης τάξεως. Είνεγλυκαδάκι.
Πάσχα και άνοιξις, δύο ελιξήρια με θαυματουργές ιδιότητες. Δι’ ο και ο κόσμος αρτίζεται πολυειδώς και πολυτρόπως.
                                                 ***
Αλλά, εάν τολμήση κανείς να συγκρίνη το Πάσχα, το τωρινό, με άλλες εποχές, μοιραίως απογοητεύεται. Ο Ρωμηός θέλει θόρυβο, ο οποίος μάλιστα είνε και το χαρακτηριστικό της φυλής γνώρισμα. Είμεθα λαός θορυβώδης. Πως μπορούμε να νοιώσουμε την Ανάσταση του Λυτρωτού χωρίς το πατροπαράδοτο βαρελόττο; Χωρίς το μπαμ-μπουμ; Αλλά βλέπετε η Αστυνομία Πόλεων έχει εν προκειμένω πολύ διάφορονγνώμην ατυχώς.
Το βαρελόττομετωνομάσθη σε «κροτίδα» και απηγοεύθη αυστηρά ο εκσφενδονισμός του. Με άλλους λόγους το Πάσχα έχασε τον ελληνικόνρωμαντισμό του, το τοπικό χρώμα. Τετέλεσται. 
Ο παληός Αθηναίος, μετέβαλλε άλλοτε την σοφίτα του σε πυροτεχνουργείο και το υπόγειό του σε πυριτιδοποιείον, και μόλις ο παπάς τα μεσάνυχτα του Σαββάτου έλεγε με τρεμάμενη φωνή την πρώτη συλλαβή του «Χριστός ανέστη εκ νεκρών» κεραυνοβολούσε την συνοικία με τα προϊόντα της πυροτεχνουργικής του.
Δεν ήταν και άσκημα. Έρριχνε τα βαρελόττα, τα αίματα ξυπνούσαν, τα τζάμια σπάζανε η συνοικία εσείετο εκ θεμελίων και τέλος πάντων ο κοσμάκης καταλάβαινε πως κάτι έκτακτο συνέβαινε, πως ο Χριστός αληθώς ανέστη και ριγούσε από ιερή συγκίνησι που δεν την νοιώθει κανείς πλέον στην πρωτεύουσα εκτός εάν κατά σύμπτωση βρεθή σε κανένα χωριό.
                                                         ***
Οι Αθηναίοι – μια μεγάλη οικογένεια- ψήνανε τα παληά χρόνια στης αυλές τα αρνιά τους και γλεντοκοπούσαν με ξενιασιά μαθητούδιων.  Ο σνομπισμός ήταν άγνωστος την εποχή των βαρελόττου. Η ζωή δεν ήτανε μάχη και το πρόβλημα του ζήν τετραγωνισμός του κύκλου.
Τα παιδάκια με τα καινούργια τους παπουτσάκια και τα καινούργια τους ρουχάκια, χοροπηδούσανε γύρω από τη σούβλα που την γύριζε μεθοδικά ο μπαμπάς με εμβριθέστατον ύφος, και ο ευτραφής μπεμπές με το κατάξανθο κεφαλάκι, χοροπηδώντας στην ποδιά της γεννήτορος, κελαϊδούσε σαν χελιδονάκι ζητώντας πασχαλινό μεζέ.
-Μαμά τσιτσί! Σέλωτσιτσί!
Τα λεμόνια εστίβοντο στη λεκάνη με το βούτυρο, και τη βοηθεία του κλώνου θυμαριού ο ξεροψηνόμενος αμνός ηλείφετο ανά πέντε λεπτά της ώρας για να γίνηπειό νόστιμος. Και η κριτική άρχιζε:
-Λουκούμι!
-Μεγαλείον!
-Αριστούργημα!
-Και του χρόνου, Χριστός Ανέστη!
Το κέφι αδιάπτωτο, το γέλοιο πλατύτατο και η χαρά άνοιγε διάπλατα της άσπρες της φτερούγες πάνω από το Γκαγκαρέϊκο σπιτικό.
Τι ωραία χρονάκια!
                                                      *** 
Σήμερα ο λαουτζίκος πεινά. Η γυναικούλες στριμώγνονται στα γραφεία της Δημαρχίας για να πάρουν το πασχαλινό βοήθημα. Ένα ασήμαντο, ένα τίποτα, μια παρηγοριά στον άρρωστο.
Δράμα!
Η λύπη σκιάζει της χαράς το φως και το δάκρυ της φτώχειας κυλάει γοργά από το μάτι της γυναικούλας που την δημιούργησε χήρα ο πόλεμος και η δυστυχισμένη η μεταπολεμική περίοδος.
Αγωνίζεται για να ψωνίση μισή οκά κρεατάκι από την αγορά και λίγο γαλατάκι για το παιδί. Βιοπάλη.
Στέρησις και ανέχεια, φτώχεια και δυστυχία που γίνεται διπλά αισθητή όταν ξημερώνουνε η άγιες ημέρες του χρόνου.
Πως μπορεί λοιπόν να μη θυμάται κανείς με δικαιολογημένη νοσταλγία τον παληό καιρό;
Πως μπορεί κανείς να μη λυπάται για τη σημερινή κατάσταση που 10 αυγά και ένα μπουτάκι αχαμνής προβατίνας αποτελούν για πολύ κοσμάκη όνειρον νυκτός θερινής;
Πως μπορεί να μη νοιώση κανείς την καρδιά του να σφίγγεται από τη θλίψι, όταν το παιδάκι του του ζητάει κι’ αυτό βλέποντας τα άλλα καινούρια παπουτσάκια και δεν μπορεί να του τα πάρη γιατί, γιατι …
Ενώ το πνεύμα είνε πρόθυμο, το βαλάντιον ασθενές.
                                                      ***
Η βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων γεμάτες κόκκινα αυγά, σοκολατένια, χάρτινα και μεταξωτά, και γεμάτες κίτρινα πουλάκια, τα κομψοτεχνήματα αυτά της βιομηχανίας του μπαμπακιού φαντάζουν χαρμόσυνα.
Τα φτωχά παιδάκια κολλούν την μυτίτσα τους πάνω στο κρύσταλλο με τεντωμένα ματάκια.
Τι θα έδινε ο μικρός πιτσιρίκος για να αποκτήση ένα κόκκινο αυγό και ένα πουλάκι που αποτελούν αναμφισβητήτως το άπαντον της παιδικής ηλικίας;
Κι’ η κόκκινες τουλίπες, αγκαλιές ολόκληρες στα ανθοπωλεία δίνουν τον χαρμόσυνο τόνο στην άγια ημέρα και στολίζουν σαλόνια, τουαλέττες και πασχαλινά κατάφορτα τραπέζια.
Και τα πρώτα ακόμη γυναικεία ανοιξιάτικα φουστανάκια κι’ αυτά ακόμη συμβάλλουν μέσα στο όλο ανοιξιάτικο φόντο για να δημιουργήσουν μία σκηνοθεσία περισσότερονπανηγυρικήν και γιορτάσιμη.
Δι’ ο και η συμβία μας, μας κοινοποιεί τελεσίγραφον εις ύφος αυστηρόν.
-Αντρούλη μου θέλω φουστάνι, θέλω παπούτσια, θέλω καπέλλο, θέλω ανοιξιάτικο μαντώ, θέλω οντυλασιόνπερμαναντ, θέλω θέλω.
Βάστα φρένο συμβία μου. Σε άκουσα σταμάτα. Δεν έχεις και πολύ μεγάλες αξιώσεις. Θέλεις όλο το αποθεματικόνκεφάλαιον της Τραπέζης της Ελλάδος, δεν θέλεις και πολλά πράγματα. Θα φροντίσω να ικανοποιήσω τας επιθυμίας σου βάζοντας ει δυνατόν και το σακκάκι μου αμανάτι. Ανήκεις βλέπεις στην προνομιούχο γυναικεία τάξι που απολαμβάνει προνομιακώς τόσων αγαθών.
Τι να κάνουμε; Θα το υπομείνουμε κι’ αυτό!
Αλλά ας αφήσουμε αυτές της κουβέντες που κάθε άλλο παρά πασχαλινές μπορεί να χαρακτηρισθούν. Ας αφήσουμε για λίγες ημέρες της μελαγχολικές σκέψεις μια φορά που θα της βρούμε μοιραίως την Δευτέρα του Θωμά.
                                                          ***
Ο χασάπης, ο μανάβης, ο αυγουλάς, ο ψωμάς, ο ζαχαροπλάστης εν ενί λόγω η αυτού υψηλότης η αγορά, επέπεσε λαύρος στο ισχνό μας βαλάντιον.
Η καλές ημέρες δημιουργούν έκτακτα έξοδα.
Ο βιοπαλαιστής εκτροχιάζεται οικονομικώς και δεν μπορεί επ’ ουδενί λόγω να κάνη τον εκκεντρικό και να μη συμμορφωθή προς τα πατροπαράδοτα ειωθότα. Δι’ ο και βάζει κάτω τα αυτιά και πορεύεται προς την αγοράν ως πρόβατονεπισφαγήν για να προμηθευθήεσφαγμένηνπροβατίναν προς 60 δραχμάς την οκάν.
Κάνε κι’ αλλοιώς αν μπορείς αγαπητέ μου πολυμήχανε και πανούργε Νεοέλληνα.
                                                          ***
Τα αρνιά κατεβήκανε από της σούβλες και κομμένα αχνίζουν στα πασχαλινά τραπέζια, ανάμεσα σε μαρουλοσαλάτες και σε ραπανάκια. Οι ατμοί της ρετσίνας αρχίζουν να φουντώνουν της παρεγκεφαλίδες και να κουρντίζουν στην πειό ψηλή διαπασών της φωνητικές χορδές των συνδαιτημόνων. Τα ξενηστικωμένα στομάχια προσπαθούν ν’ ανατρέψουν τον νόμον του αδιαχωρήτου.
Κι’ ενώ αρχίζουν να βασιλεύουν τα μάτια των εορταστών, που τεντώνουν από τεμπελιά, σαν το βόα που θέλει να χωνέψη την αγελάδα που κατεβρόχθισε, η καμπάνες των εκκλησιών σημαίνουν την «Αγάπη», που οι παππάδες θα διαβάσουν το Ευαγγέλιο, την χαρμόσυνη δηλαδή αγγελία της Αναστάσεως του Θεανθρώπου.
Χριστός ανέστη, αληθώς ανέστη!
Οι συνδαιτημόνες μισοζαλισμένοι φιλιούνται αναμεταξύ τους…».

(«Η Ελληνική», 1931, «Βρον»)

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

BEST OF NETWORK

Δείτε Επίσης