Πάνος Μουζουράκης: Ο επίμονος κυνηγός του ονείρου

Πάνος Μουζουράκης: Ο επίμονος κυνηγός του ονείρου

Ονειρεύεται μια νέα καριέρα στην Αμερική, δεν φοβάται το άγνωστο και τολμά να κάνει restart στη ζωή του. Από την άλλη, αισθάνεται πιο άνετα σε μια σχέση που του θέτει όρια, ενώ κινητοποιείται κάτω από πίεση. Αυτά είναι τα δύο πρόσωπα του Πάνου Μουζουράκη

Πάνος Μουζουράκης: Ο επίμονος κυνηγός   του ονείρου
«Σας παρακαλώ, πιέστε με!» μου είπε ο Πάνος Μουζουράκης από το τηλέφωνο για να οριστικοποιήσουμε το ραντεβού μας. Οταν πια συναντηθήκαμε στο σπίτι όπου ζει με τη Μαρία Σολωμού, τον ρώτησα αν γενικά λειτουργεί υπό πίεση. «Γενικά ξεχνάω πολύ εύκολα. Αν είναι να βρεθώ με κάποιον, πρέπει να με πιέσει, γιατί εγώ αποκλείεται να πάρω τηλέφωνο. Αυτό ισχύει και για να πάω για έναν καφέ. Γενικά θέλω λίγο σπρώξιμο. Μόνο τις πρόβες προσπαθώ να τρέξω», λέει ενώ κατεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούν στο στούντιο.



Κλείσιμο
Αυτή την περίοδο είναι όντως στο τρέξιμο, καθώς προετοιμάζει τη μεγάλη καλοκαιρινή του συναυλία στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Στο πάρτυ που θα παρουσιάσει τη Δευτέρα 4 Ιουλίου, στο γκαζόν του Μεγάρου, θα έχει καλεσμένους δύο καλούς του φίλους, τη Νατάσα Μποφίλιου και τον Σπύρο Γραμμένο. «Για μένα από τη στιγμή που έχω καλεσμένους τη Νατάσα και τον Σπύρο, το θέμα είναι όταν θα ανέβουμε πάνω στη σκηνή, να γίνει κάτι ωραίο», λέει για την επικείμενη εμφάνισή του.

Ο Πάνος Μουζουράκης είναι μια κατηγορία από μόνος του. Αλλωστε πόσο εύκολο είναι να κατατάξεις έναν καλλιτέχνη που τραγουδάει, γράφει κομμάτια, παίζει στο θέατρο, σε αρχαίες κωμωδίες, σε τηλεοπτικά σίριαλ και δανείζει τη φωνή του σε ήρωες animation; «Αν ο κόσμος δεν μπορεί να με κατατάξει κάπου, αυτό νομίζω ότι οφείλεται στις πολύ κακές μου μιμητικές ικανότητες. Στο γεγονός ότι προσπαθούσα να τραγουδήσω σαν τον Σιδηρόπουλο και δεν τα κατάφερα», λέει με χιούμορ. «Ισως να οφείλεται και στο γεγονός ότι πάντα προσπαθούσα να τα κάνω όλα μαζί. Θα μου πεις, υπάρχει ο Τζίμης Πανούσης που χρησιμοποιεί την πρόζα μέσα στα τραγούδια του, ο μεγάλος δάσκαλος Γιάννης Ζουγανέλης, ο Διονύσης Σαββόπουλος που συνδυάζει τη θεατρικότητα με τη μουσική. Βέβαια δεν μπορώ να συγκριθώ με αυτούς τους ανθρώπους. Γιατί μιλάμε για ιερά τέρατα της εγχώριας σκηνής. Θέλω να καταλήξω, ότι ούτε αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορείς να κατατάξεις στο μυαλό σου».



Θεωρεί ότι βγάζει κανείς εύκολα άκρη μαζί του; «Ανάλογα. Κοίτα, ποτέ δεν ήταν συγκεκριμένο το πακέτο μου. Ακόμα και τα άλμπουμ μου είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Μπορεί σε μια δουλειά να έχω ένα σατιρικό κομμάτι και ένα άλλο που να κόβεις φλέβες. Ετσι είμαι και ως άνθρωπος. Δεν είμαι μόνο υπερχαρούμενος ή καταθλιπτικός. Δεν είμαι μονοδιάστατος», λέει.
Αναρωτιέμαι αν είναι τόσο φευγάτος και κουλ όσο πιστεύουμε όλοι ότι είναι ή αν υπάρχει και μια πιο συμβατική πτυχή του εαυτού του. «Δεν μπορώ να προσδιορίσω το τι είναι “φευγάτος και κουλ”. Δηλαδή από τα είδωλά μου, που είναι πολύ φευγάτοι και κουλ, θεωρώ ότι απέχω πολύ. Εγώ δεν θα μπορούσα να με χαρακτηρίσω έτσι». Αυτό σημαίνει ότι αγχώνεται για «πεζά» πράγματα, όπως είναι η καριέρα του και οι οικονομικές απολαβές; «Λογικό είναι. Φυσικά και με απασχολεί η καριέρα μου. Οσο ωραία και να ήταν η παράστασή σου πέρυσι, φέτος θέλεις να την υπερβείς. Οσο και να σου άρεσε το τραγούδι σου, θέλεις να γράψεις ένα καλύτερο. Δεν θέλεις να κάνεις βήματα προς τα πίσω. Δεν με αγχώνει τόσο ως προς το οικονομικό κομμάτι και το θέμα της επιβίωσης. Αλλωστε αυτά συμβαδίζουν. Οσο περισσότερο κόσμο όμως αφορά αυτό που κάνεις, τόσο καλυτερεύει και το βιοποριστικό κομμάτι. Αλλά ποτέ δεν ήταν το χρήμα το ζητούμενό μου. Δόξα τω Θεώ, έχω να πάρω τα τσιγάρα μου. Αλλά δεν κυνηγάς να γράψεις το καλύτερο τραγούδι για να έχεις λεφτά. Είναι άλλου είδους ματαιοδοξία. Ισως εξίσου φθηνή. Φοβάσαι μήπως σταματήσεις να εισπράττεις όλη αυτή την αγάπη».

Τον ρωτώ αν η αποδοχή του κόσμου είναι εξάρτηση για έναν καλλιτέχνη; «Ενας φίλος μου έλεγε ότι είναι ασθένεια, μικρόβιο. Εμένα πάλι, μου φαίνεται απόλυτα φυσικό να θες να είσαι αγαπητός».

Από τον κήπο του Μεγάρου στην Αμερική


Πολύς λόγος έχει γίνει για το επικείμενο ταξίδι του στην Αμερική. Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο τραγουδοποιός είχε μιλήσει για την πρόθεσή του να κυνηγήσει τ’ όνειρό του εκεί. Η Μαρία Σολωμού, δε, σε τηλεοπτική της εμφάνιση δήλωσε έτοιμη να τον ακολουθήσει. Ισχύει ότι σκέφτεται να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στην Αμερική; «Κοίτα, σύμφωνα με αυτά που γράφονται, θα έπρεπε να είμαι ήδη στην Αμερική. Με ρωτάνε στον δρόμο: “Ακόμα εδώ είσαι;” (γελάει) Το σκέφτομαι. Εχω ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία να βγάλω πράσινη κάρτα. Μπορεί να μη βγει. Αμα δεν πετύχει, δεν πέτυχε. Πιστεύω ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα σε αυτή τη ζωή».

Ποια είναι η απόφαση της Μαρίας; Εχει σκοπό να τον ακολουθήσει; «Δεν ξέρω τι απόφαση πήρε. Της έχω υποσχεθεί ότι μόλις πάω εκεί και κάνω την πρώτη μου χολιγουντιανή ταινία και χτίσω τη βίλα, θα την πάρω μαζί μου. (γελάει) Αλλά σοβαρά, τώρα, δεν μπορώ να αναγκάσω τη Μαρία να ακολουθήσει το δικό μου όνειρο και να ζήσει σε μια τρώγλη. Βλέποντας και κάνοντας. Μπορεί να πάω εκεί και να πάθω κρίση πανικού. Μπορεί να πάω σε οντισιόν για μια μουσική σκηνή ή για μια ταινία και να με απορρίψουν, να βάλω τα κλάματα και να πάρω το πρώτο αεροπλάνο να γυρίσω πίσω».



Σκέφτεται μήπως ότι με την απόφασή του να φύγει βάζει σε κίνδυνο τη σχέση του με τη Μαρία; «Πιστεύω πως οι δικοί μας άνθρωποι πρέπει να μας στηρίζουν στις αποφάσεις μας και όχι να μας κρατάνε πίσω. Επίσης πιστεύω ότι όποτε παίρνεις μια απόφαση για κάποιον άλλον μπορεί να σου γυρίσει μπούμερανγκ».

Αισθάνεται σίγουρος για την αγάπη της Μαρίας ώστε να επιχειρήσει να κάνει αυτό το βήμα; «Δεν θεωρώ τίποτα δεδομένο. Αμα κάνεις αυτό το βήμα και ο άλλος δεν το αντέξει ή εσύ δεν το αντέξεις, θα χρειαστεί να πάρεις μια απόφαση. Σίγουρα δεν είναι λίγο να πας στην Αμερική, από την άλλη, όμως, είναι απλώς μία πτήση 16 ωρών. Δεν πας στο Διάστημα. Δεν θα πεθάνεις. Ναι, είναι μακριά, αλλά μπορεί ο άλλος να σε βρει».

Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που ο Πάνος Μουζουράκης θα κάνει ένα νέο ξεκίνημα σε άλλη χώρα. Γεννημένος στη Ζυρίχη από οικογένεια Ελλήνων μεταναστών, ήρθε στην Ελλάδα όταν ήταν μόλις 8 ετών. «Ο πατέρας μου είχε φύγει σε μικρή ηλικία και είχε πάει εργάτης στην Ελβετία. Από την Κρήτη κατάγεται. Του έστειλαν μια φωτογραφία της μητέρας μου από την Ελλάδα. Του άρεσε, γύρισε εδώ και την παντρεύτηκε. Προξενιό δηλαδή. Ηταν πολύ τυχερός ο πατέρας μου. Η μητέρα μου είναι άγγελος. Το 1987, αφού είχαν κάνει τρία παιδιά -εγώ είμαι ο δεύτερος- αποφάσισαν να επαναπατριστούν».

Τον ρωτώ για τα πρώτα χρόνια στη Θεσσαλονίκη: «Ξαφνικά αποκόπηκα από όλους τους φίλους μου και μου στοίχισε. Πήγα στο σχολείο και δεν ήμουν και τόσο καλός στα μαθήματα. Η ορθογραφία ήταν ο εφιάλτης μου. Από εκείνη την ηλικία θυμάμαι πολλά πράγματα. Από την εφηβεία όμως και μετά έχω διαγράψει τα περισσότερα. Ως πιτσιρικάς ήμουν εσωστρεφής. Δεν μπορούσα να βρω τον τρόπο να ταιριάξω με τους άλλους. Πάντα ήμουν πολύ ευγενικός και ήσυχος. Του τύπου: “Οχι, ευχαριστώ, δεν θα παίξω μαζί σας. Θα κάτσω σε μια γωνία να σας κοιτάζω”. Μετά άλλαξα παρέες και ξεκλείδωσα. Εκεί κοντά στη Γ’ Γυμνασίου τα κατάφερα».
Την τελευταία τάξη του Λυκείου την έβγαλε στο νυχτερινό. Είχε ήδη μπει η μουσική στη ζωή του και τον ξεμυάλισε. «Στα 17 μπήκα στις μουσικές σκηνές. Κοιμόμουν στο σχολείο και τραγουδούσα το βράδυ... Ξεκίνησα από ένα μαγαζί στη Θεσσαλονίκη, το “Εν Ελλάδι”. Και επειδή έμεινα μετεξεταστέος, την επόμενη χρονιά πήγα σε νυχτερινό λύκειο. Από εκεί αποφοίτησα. Είναι περίεργο γιατί οι περισσότεροι συνάδελφοί μου έχουν βγάλει τη Νομική. Εγώ είμαι ο φτωχότερος σε γνώσεις».

Η παρεΐστικη ατμόσφαιρα προβάλλεται ως ένα από τα απαραίτητα στοιχεία για να πάει καλά ένα σχήμα σε μια μουσική σκηνή. Υπάρχει ανταγωνισμός ακόμα και σε αυτές τις cosy σκηνές; «Οχι έτσι όπως το λες. Αυτό που παθαίνω εγώ, αν ακούσω ένα τραγούδι του Μαραβέγια ή του Μπαλάφα για παράδειγμα, είναι ότι ζηλεύω και χαίρομαι ταυτόχρονα. Χαίρομαι για τους φίλους μου, αλλά από την άλλη ζηλεύω και λέω στον εαυτό μου: “Κάτσε κάτω και γράψε κι εσύ ένα ωραίο τραγούδι”. Πιστεύω όμως ότι ανήκουμε σε μια ωραία γενιά καλλιτεχνών. Είμαστε λίγο παιδιά της αγάπης. Λίγο φλώροι».

Η αγάπη, όπως τονίζει, δίνει σημαντικό νόημα στη ζωή του. «Αυτό είναι το νόημα. Αν δεν βρω κάτι ανώτερο να δικαιολογήσω την ύπαρξή μου στον πλανήτη, τουλάχιστον θα πω ότι ήρθα εδώ για να κάνω κάποιους ανθρώπους να χαμογελάσουν. Είναι μεγάλη ευλογία αυτό το πράγμα».
Πώς την εκφράζει στους δικούς του ανθρώπους; «Προσπαθώντας να μην είμαι κακός ή μικρός. Τις προάλλες είχα ρωτήσει τον πνευματικό μου τι κάνει να τρώω στη νηστεία. Ξέρεις τι μου είπε; Οτι νηστεία είναι να νηστέψεις τις μικρότητές σου, τις στενοχώριες σου, την αυτολύπηση, την κατσουφιά σου, όλα αυτά που σε κάνουν μίζερο. Δεν είμαι τόσο καλός όσο ακούγομαι, έτσι; Μου βγαίνουν μικρότητες, κακίες και στεναχώριες».

Οταν τσακώνεται με τη Μαρία του βγαίνουν αυτές οι μικρότητες; «Δεν τσακωνόμαστε ακριβώς. Η ιστορία πάει κάπως έτσι. Κάνω εγώ μια μαλακία. Η Μαρία στραβώνει, δεν μου μιλάει. Περιμένω να της περάσει και μετά ξαναμιλάμε. Η Μαρία είναι τρομερά ευφυής άνθρωπος. Χειρίζεται πάρα πολύ καλά τις καταστάσεις. Ολες οι γυναίκες το έχετε αυτό. Είστε πιο έξυπνες από εμάς τους άνδρες. Πάντα η ομαλότητα της σχέσης εξαρτάται από τη γυναίκα. Χρειαζόμαστε μία γυναίκα να μας καθοδηγεί».

Θα αισθανόταν άβολα σε ένα καθεστώς απόλυτης ελευθερίας; «Νομίζω ναι. Ολοι χρειαζόμαστε τα όριά μας».
Μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του πατέρα; «Οχι. Και τον Αλέξανδρο που τον αγαπάω πάρα πολύ τον βλέπω σαν μικρό μου αδερφό. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι ως πατέρας θα μπορούσα να έχω μια τόσο μεγάλη ευθύνη. Είναι κάπως εγωιστικό εκ μέρους μου, γνωρίζω όμως ότι αυτή τη στιγμή δεν είμαι έτοιμος».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης