Ζωή σαν τριαντάφυλλο

Ζωή σαν τριαντάφυλλο

Η σόουγουμαν με την εξωτική εμφάνιση κυκλοφορεί καινούριο single και εξακολουθεί να κάνει όνειρα,
αφού -όπως λέει- «πρέπει να στοχεύεις το ακατόρθωτο για να επιτύχεις το εφικτό»

Ζωή σαν τριαντάφυλλο
Χαμογελαστή, αισιόδοξη, με έντονη αίσθηση του χιούμορ, η Shaya διηγείται την προσωπική της ιστορία με ήρεμη φωνή, θετική διάθεση και αυτοσαρκασμό, κάνοντάς σε να θες να την κάνεις φίλη σου - και όχι μόνο στο Facebook. Ετυχε να τη δω live πριν από χρόνια στα γενέθλια ενός φίλου στον Πάνο Κιάμο και θυμάμαι ακόμα την υπέροχη φωνή της, την κίνηση και τη σκηνική της παρουσία. Είχε αυτό που λένε «όλο το πακέτο».

Αυτό φυσικά το γνωρίζει πολύ καλά και η ίδια, φροντίζοντας μάλιστα να το εμπλουτίζει με όποιον τρόπο μπορεί. «Πλέον συμμετέχω και στη δημιουργική φάση των κομματιών μου. Στον στίχο, στη μουσική. Πάντα έγραφα μελωδίες ή στιχάκια, αλλά ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα έκανα καριέρα πάνω σ’ αυτό. Πρόσφατα μάλιστα ξεκίνησα κιθάρα. Παλιότερα είχα πάρει κι ένα πιάνο και πάταγα μόνη μου τα πλήκτρα, έτσι μόνο με το αφτί. Ελεγα “α, καλό ακούγεται αυτό”», λέει χαμογελώντας. Ωστόσο, αυτό με το οποίο πραγματικά μεγάλωσε είναι ο χορός - και συγκεκριμένα η βραζιλιάνικη σάμπα, με την οποία ασχολείται από τριών ετών: «Είχα ξεκινήσει με μπαλέτο, αλλά στον ένα μήνα η δασκάλα φώναξε τους γονείς μου και τους είπε ότι έχω ρυθμό μέσα μου αλλά δεν κάνω γι’ αυτό το είδος. Eτσι, με έγραψαν στη σάμπα και από τα τέσσερά μου τα καλοκαίρια έκανα περιοδείες μαζί με τον μπαμπά μου, μια συνήθεια που κρατήσαμε μέχρι το λύκειο, αν και ζούσαμε σε διαφορετικές χώρες».

Το περιπλανώμενο πιτσιρίκι με τη μεγάλη φωνή

Η Shaya γεννήθηκε στη Δανία από πατέρα Δανό και μητέρα από τη Γουιάνα. «Είναι δίπλα στη Βενεζουέλα», μας λέει και συνεχίζει: «Η μαμά μου ήταν dj εκείνη την εποχή και είχε κλείσει μια δουλειά στη Δανία για μερικούς μήνες. Ηταν η εποχή της disco -έχω δει και φωτογραφία της με τα μαλλιά αφάνα- και μάλιστα είχε βραβευτεί κιόλας ως η καλύτερη female dj. ο μπαμπάς μου είχε πάει να την ακούσει κι έτσι ερωτεύτηκαν. Δυστυχώς, ύστερα από πέντε χρόνια, όταν ήμουν δύο ετών, χώρισαν και με τη μαμά μου φύγαμε από τη Δανία για το Μάλμε της Σουηδίας. Εκεί πήγα και σχολείο όπου έμαθα να γράφω στα σουηδικά. Μητρική μου γλώσσα βέβαια είναι τα αγγλικά, η γλώσσα της μητέρας μου. Μιλάω όμως και δανέζικα. Στη Σουηδία η μαμά μου άλλαξε επάγγελμα και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Στα έξι χρόνια που μείναμε εκεί απέκτησα κι έναν αδελφό. Οταν η μαμά μου χώρισε με τον σύντροφό της ξαναφύγαμε. Ετσι ήρθαμε στην Ελλάδα. Θυμάμαι ήταν λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα όταν  φτάσαμε». Η ιστορία της ακούγεται σαν χριστουγεννιάτικο παραμύθι: «Οταν μου το ανακοίνωσε, δεν είχα αντίρρηση. Ημουν μάλλον excited με τη μετακόμιση. Το μόνο που με στεναχωρούσε ήταν η απόσταση που θα είχαμε πλέον με τον πατέρα μου, αφού μέχρι τότε κάθε Σαββατοκύριακο το περνούσα στην Κοπεγχάγη. Ετσι, μια μέρα προσγειωθήκαμε στη Θεσσαλονίκη και έπαψα να είμαι excited. Για δύο χρόνια δεν μπορούσα να εγκλιματιστώ. Μου φαινόντουσαν όλα τόσο περίεργα σε σχέση με τη Δανία και τη Σουηδία. Τα κτίρια, ο τρόπος που οδηγούσαν στους δρόμους, τα παλιά λεωφορεία, οι ταξιτζήδες που φώναζαν και έβριζαν… Η πρώτη λέξη που έμαθα ήταν βρισιά! Ξέρεις ποια, η γνωστή...».

Κλείσιμο



Τελειώνει το δημοτικό στο Pinewood, ξενόγλωσσο σχολείο στην Πυλαία, αλλά αποφασίζει να μη συνεχίσει εκεί: «Δεν ξέρω πώς να το πω, χωρίς να ακουστεί άσχημο, αλλά τα παιδάκια ήταν λίγο ψώνια. Είχα συνηθίσει μέχρι τότε να κάνω παρέα με όλα τα παιδιά και να ασχολούμαι με τον αθλητισμό. Εκεί τα κοριτσάκια ήταν όλα με τις Barbie αγκαλιά. Δεν ήταν φυλετικό το θέμα. Οταν είσαι στο δημοτικό, ρατσισμός υπάρχει για τα πάντα: είτε για το χρώμα σου, είτε για το βάρος σου, είτε γιατί είσαι σπασίκλας. Την επόμενη χρονιά πήγα στο γυμνάσιο της γειτονιάς μου στα Κάστρα. Δεν ήξερα καθόλου τη γλώσσα, αλλά σκέφτηκα “θα ακούω όλη μέρα ελληνικά, πού θα πάει, θα τα μάθω”. Είχα πάρει και κάτι κασέτες Linguaphone και τα κατάφερνα. Εκεί, στην αρχή βίωσα κάποια περιστατικά ρατσισμού ή πιο σωστά ξενοφοβίας, αφού ήμουν η μοναδική μαυρούλα και δεν μιλούσα καν ελληνικά. Ενα καλοκαίρι ξεκίνησα να δουλεύω ως μπαργούμαν σε ένα κλαμπ στην Τούζλα, κοντά στην Καβάλα», λέει και συνεχίζει: «Ημουν όμως τραγική στη δουλειά. Βλέποντάς με, λοιπόν η αφεντικίνα μου να πηγαίνω χαμογελαστή και ακούγοντάς με να τραγουδώ κάθε μέρα, με πιάνει και μου λέει: “Δεν θέλω να σε απολύσω, αλλά δεν κάνεις. Μήπως θέλεις να τραγουδάς ένα κομμάτι κάθε βράδυ και να κυκλοφορείς μέσα στο μαγαζί και να κάνεις αυτό που κάνεις, δηλαδή να είσαι κοινωνική;”. Και λέω “why not?”. Θυμάμαι ήταν με το “Maria Maria” του Σαντάνα που έπιασα πρώτη φορά μικρόφωνο. Εμφανιζόμουν σε ένα τεράστιο καλοκαιρινό κλαμπ σε  stage πάνω από τον dj. Ετρεμαν τα χέρια μου. Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να το σκέφτομαι. Αλλωστε η μαμά μου δεν χαιρόταν καθόλου. “Μακριά από αυτά”, μου έλεγε, “μακριά από τη showbiz”. Η ίδια είχε ανοίξει ένα κομμωτήριο και δουλεύαμε εκεί μαζί μέχρι που έφυγε. Είχα κολλήσει όμως ήδη το μικρόβιο. Τον χειμώνα συνέχισα σε ένα club στη Θεσσαλονίκη και τον επόμενο χρόνο, όταν τέλειωσα το σχολείο, άρχισα να δουλεύω στα “Μαμούνια”. Εκεί ήρθε να με δει για πρώτη φορά και η ίδια, προτού φύγει για Ισλανδία. Εγώ αυτή τη φορά δεν θα την ακολουθούσα, γιατί έβγαζα αρκετά για να συντηρώ τον εαυτό μου. Με άκουσε όμως και μου είπε να κυνηγήσω το όνειρό μου. Και αυτό κάνω μέχρι σήμερα».

Ακολούθησαν οι οντισιόν του «Pop Stars» και η δημιουργία των HiFive (Hi-5). «Για όσο καιρό διήρκεσε ζούσα ένα όνειρο. Κάποια στιγμή, όμως, ξαφνικά αυτό έληξε. Μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει γιατί διαλυθήκαμε όταν έκλεισε η Warner στην Ελλάδα. Μετά ξεκίνησαν οι συνεργασίες. Από τις πρώτες ήταν με τον Κουρκούλη και τον Δάντη. Πλέον ήμουν εγώ μάνατζερ του εαυτού μου: κανόνιζα αν θα μπω στην αφίσα, πόσους χορευτές θα έχω, τι τραγούδια θα παρουσιάσω, πώς θέλω να είμαι. Ευτυχώς το show ήταν στη μόδα τότε. Αυτό που πραγματικά θα ήθελα, όμως, είναι να μην αποτελώ την έκπληξη μέσα σε ένα άλλο πρόγραμμα, αλλά να έχουν έρθει να δουν αποκλειστικά το show που παρουσιάζω. Δύσκολο όμως. Το πολυπληθές show δεν είναι πια στη μόδα. Εχει μετατραπεί σε one woman show. Από την άλλη, έχω τα τραγούδια μου τώρα, οπότε αυτό μου δίνει ένα συν. Τώρα διασκεδάζω με τον κόσμο. Παλιά πρωτεύον ήταν να τους διασκεδάζω, τώρα διασκεδάζουμε μαζί».

Ανάμεσα στις μετακομίσεις, τις προτάσεις, τις δουλειές άραγε κατάφερνε να έχει προσωπική ζωή; «Είμαι σχεσάκιας, δηλαδή μου αρέσει να μοιράζομαι τη ζωή μου με κάποιον, όμως συνήθως οι σχέσεις μου κατέληγαν στο χωρισμό επειδή οι σύντροφοί μου ζήλευαν: ψαχούλευαν τον λογαριασμό του κινητού μου, τα τηλέφωνα, τέτοια πράγματα. Η χειρότερη σχέση που είχα ήταν με έναν Σέρβο. Κι εδώ μπαίνει πάλι το θέμα της ξενοφοβίας». Οσο για το ενδεχόμενο μιας πιο σοβαρής δέσμευσης, απαντά χωρίς περιστροφές: «Νομίζω ότι πρέπει να μου φύγουν τα απωθημένα σχετικά με την καριέρα μου, δηλαδή όλα όσα έχω ονειρευτεί, για να μπορέσω να σκεφτώ τον γάμο. Δίνω στον εαυτό μου κάποια χρόνια προσπάθειας, οπότε η οικογένεια θα περιμένει λίγο. Το μεγαλύτερο όνειρό μου είναι να κάνω έναν δίσκο για τον οποίο να είμαι περήφανη, να αγαπηθεί και μετά να κάνω οικογένεια. Πρέπει τα όνειρα που κάνεις να είναι μεγάλα για να καταφέρεις να κάνεις έστω τα μισά. Πρέπει να στοχεύεις στο ακατόρθωτο!».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης