Ο δυναμισμός της πολυκατοικίας

Ο δυναμισμός της πολυκατοικίας

Οι περισσότεροι μελετητές της αστικής κατοικίας αποθεώνουν την “Αθήνα των νεοκλασικών” κλείνοντας συχνά τα μάτια σε όλα όσα πρόσφερε η σύγχρονη πολυκατοικία, τόσο σε επίπεδο αρχιτεκτονικής πρότασης, όσο και βελτίωσης των συνθηκών ζωής ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων

Ο δυναμισμός της πολυκατοικίας
Όλα είναι θέμα οπτικής. Το ερώτημα έχει απασχολήσει τους επαγγελματίες της ιστορικής μνήμης -τους αρχειονόμους λ.χ. ή τους αρχαιολόγους- δεκαετίες τώρα: Τι αξίζει να κρατήσουμε ως κοινωνία από το παρελθόν και τι «πετάμε»; Η οπτική βέβαια βασίζεται σε ιεραρχήσεις του παρόντος που στο μέλλον πιθανόν να φανούν καταστροφικές. Στη διάρκεια της δεκαετίας του Ογδόντα ας πούμε, παλιατζήδες πληρώνονταν από ταβερνιάρηδες της επαρχίας για να παραλάβουν τζουκ-μπόξ τα οποία ξεφορτώνονταν ως «άχρηστη παλιατζούρα». Τα ίδια αντικείμενα σήμερα είναι δυσεύρετα, η δε τιμή τους απλησίαστη, καθώς θεωρούνται, και όχι άδικα, design items και εμβληματικά σύμβολα της ποπ κουλτούρας. Ως προς την αρχιτεκτονική της Αθήνας, το ερώτημα είναι ακριβώς το ίδιο, ενώ τις λανθασμένες απαντήσεις που έχουν στο παρελθόν δοθεί, πληρώνουμε ως τα τώρα: Τι κρατάμε από το παρελθόν της και τι απαξιώνουμε; Αν η αντιπαροχή υπήρξε η μία μεγάλη πληγή της Αθήνας, η δεύτερη (νομίζω ακόμη μεγαλύτερη) υπήρξε η μανία με το «νεοκλασικό». Γενιές ολόκληρες ανατράφηκαν με την αναπόληση της χαμένης «ελληνοπρεπούς» αρχιτεκτονικής της Αθήνας και της συνακόλουθης ατμόσφαιρας (υποτίθεται) αθωότητας και «γνήσιων κοινωνικών σχέσεων», που πλέον έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Δεν πρόκειται για κάτι εντελώς λάθος, αλλά για κάτι που λειτουργεί καταστροφικά, καθώς αφαιρεί αξία και σημασία από ό,τι πραγματικά άξιζε και άξιζε να φυλαχτεί ως κόρη οφθαλμού: Οι αστικές κατοικίες του Μεσοπολέμου και της πρώτης Μεταπολεμικής περιόδου, πολλές από αυτές δημιουργήματα πρωτοποριακών αρχιτεκτόνων, αποτελούν αναμφίβολο τεκμήριο του δυναμισμού μιας εποχής που κυοφόρησε ελπίδες, αισιοδοξία και είδε μια πρωτόφαντη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Η αδιαφορία του μέσου Αθηναίου για τον αρχιτεκτονικό πλούτο που υπάρχει, παραδόξως ακόμη, στο κέντρο της πρωτεύουσας, αλλά και πέριξ αυτού, στην Κυψέλη, την Βικτώρια, τα Πετράλωνα ή το Παγκράτι είναι απότοκη ακριβώς αυτής της διεστραμμένης συλλογικής εμμονής με το «νεοκλασικό» που στοίχειωσε την αρχιτεκτονική της Αθήνας.


Κλείσιμο

Βέβαια, τόσο η αποθέωση του νεοκλασικού όσο και η απαξίωση της πολυκατοικίας, αποτελούν παράγωγα μιας κοσμοθεωρίας, που βλέπει στο μοντέρνο και στην υποχώρηση της παράδοσης, την μήτρα κάθε κακού. Ήταν όμως πάντα έτσι; Προφανώς και όχι. Δεν είναι εύκολο να πει κάποιος με σιγουριά πότε ακριβώς η πολυκατοικία (έστω η «φτηνή» εκδοχή της) υπήρξε το αντικείμενο της συλλογικής αποδοκιμασίας, ωστόσο γνωρίζουμε ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του Εξήντα, η νέα εποχή δημιουργούσε αισιοδοξία και διέχυε εμπιστοσύνη στην πρόοδο και την τεχνολογία. Επίσης, ξεχνάνε σήμερα οι εραστές της «παλιάς Αθήνας» ότι τα πολεοδομικά προβλήματα της τελευταίας, αλλά και οι κοινωνικές σχέσεις που φύονταν στη συγκεκριμένη συνθήκη, αποτελούσαν ένα απολύτως ασφυκτικό πλαίσιο ζωής. Οι αρρώστιες που οφείλονταν στις κάκιστες συνθήκες διαβίωσης υπήρξαν πολλές (φυματίωση, αδενοπάθειες κλπ), το μπάνιο ας πούμε και οι ανέσεις του ήταν μια πολυτέλεια για λίγους. Το ηλεκτρικό ρεύμα και οι οικιακές συσκευές που εξαρτιόνταν από αυτό επίσης σπάνιζαν, το τηλέφωνο σύμβολο ευμάρειας και κοινωνικού στάτους. Επιπρόσθετα, η ανωνυμία και η προστασία της ιδιωτικής ζωής που παρείχε η πολυκατοικία ήταν μια εξέλιξη, που οι ταλαιπωρημένοι αγροτικοί πληθυσμοί που συνέρρευσαν στην Αθήνα μετά τον πόλεμο και τα φτωχά εργατικά στρώματα των συνοικιών χαιρέτησαν με προφανή ανακούφιση. Η πολυκατοικία στη συλλογική συνείδηση του 1950 και του 1960 δεν υπήρξε ένα «τσιμεντένιο κλουβί», όπως μάθαμε ελαφρά τη καρδία να θεωρούμε, αντιθέτως ήταν η σωτήρια λύση απέναντι στο κουτσομπολιό, την αδιακρισία, τον χαφιεδισμό και άλλες κοινωνικοπολιτικές παθογένειες της εποχής. 



Μισόν αιώνα μετά, στην εποχή του διαδικτύου όπου και επισημαίνεται μία μαζική «επιστροφή» στο παρελθόν και την αισθητική του vintage, τα υλικά με τα οποία στήνονται τα νέα αφηγήματα δυστυχώς δεν βοηθούν να φωτιστούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Αθήνας, συσκοτίζουν δε, αυτό που πραγματικά υπήρξε η κοινωνική ζωή της πόλης. Τα κοινωνικά δίκτυα ιδίως, ξεχειλίζουν από έναν ρομαντισμό που εξιδανικεύει ηλιθιωδώς και με γλυκερό τρόπο ό,τι απεχθέστερο οι κοινωνίες των μεταπολεμικών χρόνων πάσχισαν να ξορκίσουν: Το λάστιχο από το οποίο «πίναμε νερό», τους χωματόδρομους, τα παραπήγματα του Ασυρμάτου και του Δουργουτίου που «ανάθρεψαν παλικάρια». Ο (νέο)κλασικισμός επιστρέφει ανησυχητικά ως ηγεμονική ιδεολογία, με άξονα την ρομαντική αναπόληση μιας εποχής, που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε καθόλου μα καθόλου αθώα. Αν αφήσουμε το ρεύμα αυτό να επικρατήσει και να εμπεδώσει την συντηρητική -στην ουσία της- ανάγνωση του παρελθόντος, τότε συν τοις άλλοις θα έχουμε χάσει την τελευταία ευκαιρία να καταστήσουμε την Αθήνα χρονοκάψουλα ικανή να μεταφέρει τον επισκέπτη της προνομιακά στο πρόσφατο παρελθόν, αναδεικνύοντας έτσι την πρωτεύουσά μας παραδειγματική πόλη και πόλο έλξης για την μελέτη του μεταπολεμικού τρόπου ζωής, της αρχιτεκτονικής και της ευρωστίας που τον απογείωσε.



Ο Κώστας Κατσάπης είναι ιστορικός. Μεταξύ άλλων έχει συγγράψει το βιβλίο: «Το πρόβλημα νεολαία». Μοντέρνοι νέοι, Παράδοση και αμφισβήτηση στην μεταπολεμική Ελλάδα, 1964-1974, Εκδόσεις Απρόβλεπτες, Αθήνα 2013.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

BEST OF NETWORK

Δείτε Επίσης