Θάλασσα λανθασμένη δε γίνεται

Θάλασσα λανθασμένη δε γίνεται

Η Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη είναι μία... Αντιγόνη που της αρέσουν οι προκλήσεις

Θάλασσα λανθασμένη δε γίνεται

Η Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη είναι μία... Αντιγόνη που της αρέσουν οι προκλήσεις


Τολμώ να πω ότι χρειάστηκα μόλις λίγα λεπτά για να καταλάβω γιατί ο Στάθης Λιβαθινός επέλεξε το συγκεκριμένο πρόσωπο για τον ρόλο της Αντιγόνης στην ομώνυμη σοφόκλεια τραγωδία που θα παρουσιάσει φέτος το καλοκαίρι το Εθνικό Θέατρο. Τα μάτια της Αναστασίας Ραφαέλας Κονίδη πετάνε φωτιές. Δημιουργικά ατίθαση, μοιάζει να μη χωράει σε καλούπια. Αν τη δεις στη σκηνή, αναγνωρίζεις το ταλέντο της. Οταν τη συναντάς από κοντά, αντιλαμβάνεσαι την ευφυΐα της.

«Μου αρέσουν οι προκλήσεις. Με κινητοποιούν», μου λέει και δεν μου ακούγεται καθόλου παράδοξο για ένα κορίτσι που στα πέντε του χρόνια ζήτησε από τους γονείς του να κάνει μαθήματα βιολιού. «Πρέπει να το είχα δει στην τηλεόραση και να μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Η μουσική υπήρχε πάντα στη ζωή μου. Κοιμόμουν και ξυπνούσα με μουσική. Το βιολί είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο όργανο. Ηταν λοιπόν η πρόκληση. Στην αρχή δεν μπορούσαμε να συνυπάρξουμε. Κι ακόμα έχουμε μία σχέση μίσους και αγάπης», μου εξομολογείται.

Ολα λοιπόν ξεκινούν από τη μουσική, γιατί για την Αναστασία όλα είναι μουσική. «Δεν ξέρω αν η μουσική με οδήγησε στο θέατρο, αλλά το σίγουρο είναι ότι πλέον το θέατρο και η μουσική μέσα μου συνδέονται απίστευτα. Η μουσική στο θέατρο θεωρώ ότι παίζει καθοριστικό ρόλο. Ο ρυθμός της παράστασης, οι φωνές, οι τονισμοί, όλα μουσική είναι», μου λέει.

Το θέατρο μπαίνει στη ζωή της αργότερα. Οταν τα μαθήματα βιολιού έχουν σταματήσει λόγω… εφηβείας. Ηταν στη δευτέρα λυκείου όταν αποφασίζει να ενταχθεί στον Δραματικό Ομιλο του Κολλεγίου Αθηνών, στο οποίο φοιτούσε. «Ανέβηκα με ένα θράσος πάνω στη σκηνή σαν να τα ξέρω όλα. Φυσικά δεν ήξερα τίποτα και η μία σφαλιάρα ερχόταν μετά την άλλη. Κατάλαβα ότι δεν έχω ιδέα από θέατρο κι ότι ηθοποιός δεν γίνεσαι μέσα σ’ ένα βράδυ», θυμάται γελώντας.

Τα χρόνια εκείνα τα κρατάει μέσα της σαν φυλαχτό. «Δουλεύαμε πολλές ώρες. Κάναμε επτάωρες και οκτάωρες πρόβες. Φτιάχναμε μόνοι μας τα κοστούμια. Θυμάμαι να είμαι η κορυφαία του Χορού και τη μέρα της πρεμιέρας μας είχα γενέθλια και μου έκαναν έκπληξη και έκλαιγα πάνω στη σκηνή», μου λέει.

Εκεί η Αναστασία κατάλαβε την αξία της ομάδας. Και αυτό το χρωστάει στην υπεύθυνη του Δραματικού Ομίλου, την Αγγελική Γκιργκινούδη. «Με την Αγγελική γνώρισα το θέατρο. Μετά το σχολείο κάναμε μία ομάδα με δική της πρωτοβουλία με παιδιά μετανάστες από διάφορες χώρες που σπούδαζαν εδώ. Κάναμε μια παράσταση όλοι μαζί. Ηταν μία φοβερή εμπειρία», παραδέχεται.

Στα χρόνια που ακολούθησαν στη Δραματική Σχολή του Εθνικού είχε την τύχη να γνωρίσει κι άλλους σημαντικούς δασκάλους. «Για μένα δεν υπάρχει ο γκουρού, ο ένας γνώστης των πάντων. Σημασία έχει να εμπνευστείς από τον άλλον, να πάρεις πράγματα από εκείνον και με βάση αυτά να προσπαθήσεις εσύ να βρεις αυτό που ψάχνεις. Ο δάσκαλος για μένα είναι αυτός που θα σου πει: “Δεν ξέρω να σου πω σε ποιο στενό θα στρίψεις, αλλά να ξέρεις ότι αν κρατάς μια πυξίδα κάποτε θα τη βρεις την άκρη”. Ο δάσκαλος σου δίνει κάποια εργαλεία», παρατηρεί και θυμάται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τον δάσκαλό της στη Δραματική, τον Ακύλλα Καραζήση. «Ο Ακύλλας ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος. Μας ενέπνεε. Ποτέ δεν μας είπε “εγώ ξέρω και κανένας άλλος”. Μας παρότρυνε να το ψάξουμε μαζί».

Με τον Ακύλλα κάνει και το επαγγελματικό της ντεμπούτο το 2013, τελειόφοιτη του Εθνικού, στην «Πενθεσίλεια» του Κλάιστ. Στα επόμενα τρία χρόνια μέχρι σήμερα θα πλουτίσει το βιογραφικό της με σημαντικές συνεργασίες. Είναι η μικρή Λενιώ στη «Γειτονιά των Αγγέλων» του Καμπανέλλη, η Κλερ στη «Δυτική Αποβάθρα» του Κολτές, το Αγόρι στο «Συγχώρεσέ με» των αδελφών Κούφαλη, ο Μίκι στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ δια χειρός Νίκου Καραθάνου, ο νεαρός Γιορκ στον «Ριχάρδο Γ’» του Σαίξπηρ κατά Χουβαρδά, το Χνούδι στο «Πανηγύρι» του Κεχαΐδη. Και τώρα… η Αντιγόνη.

«Επαιζα στον “Ριχάρδο Γ’” όταν ο Στάθης Λιβαθινός μού ζήτησε να κάνουμε μία οντισιόν για κάτι για το καλοκαίρι. Μου είπε να ετοιμάσω έναν μονόλογο. Πήγα νομίζοντας ότι με θέλει για να είμαι σε κάποιον Χορό», μου λέει η Αναστασία. «Οταν μου είπε ότι θα κάνω την Αντιγόνη, τα έχασα. Ενιωσα πολύ μεγάλη χαρά. Κι ύστερα πολύ φόβο. Λέω, μήπως πας να φας τα μούτρα σου; Αλλά μετά σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να φοβάμαι, γιατί είναι μία φοβερή εμπειρία για μένα».

«Πιστεύεις ότι είναι πιο σωστό αυτοί οι ρόλοι να ερμηνεύονται από ηθοποιούς που είναι πιο κοντά στην ηλικία του ήρωα;» τη ρωτάω. «Θεωρώ ότι κάθε σκηνοθέτης κάτι έχει στο μυαλό του όταν επιλέγει έναν ηθοποιό για κάποιον ρόλο. Από τη στιγμή που ένας σκηνοθέτης αποφασίζει ότι η Αντιγόνη γι’ αυτόν θα είναι 80 χρονών, είναι θεμιτό για μένα. Μου αρέσει φυσικά που δίνεται η ευκαιρία και σε νεότερους να αναμετρηθούν με τέτοιους ρόλους», μου απαντά επισημαίνοντάς μου ότι στην παράσταση συμμετέχουν και άλλοι ηθοποιοί από τη νέα γενιά. «Είναι η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, που παίζει την Ισμήνη. Είναι ο Βασίλης Μαγουλιώτης, που υποδύεται τον Αίμονα. Είναι τέσσερις νέες κοπέλες στον Χορό».

Παραδέχεται ότι είχε να αγγίξει το κείμενο της τραγωδίας του Σοφοκλή από το σχολείο. «Τότε το είχα διαβάσει μέσα από το πρίσμα του Καλού και του Κακού. Η Αντιγόνη η καλή, η Ισμήνη η δειλή, ο Κρέοντας ο κακός… Τώρα καταλαβαίνω ότι δεν είναι άσπρο-μαύρο τα πράγματα. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές συνιστώσες. Σίγουρα η Αντιγόνη είναι και άλλα πράγματα πέρα από μία ηρωίδα με υψηλό κώδικα τιμής. Δεν θέλω όμως να μιλήσω γι’ αυτό. Θέλω να τα κρατήσω για μένα, γιατί τα ψάχνω ακόμα. Δεν θέλω να βάλω καμία ταμπέλα, γιατί όλα αυτά εξελίσσονται μέσα μου», μου εξηγεί.

Προς το παρόν αρκείται να δουλεύει πολύ και δημιουργικά, πάντα υπό τις πολύτιμες οδηγίες του Λιβαθινού. Η πρεμιέρα στην Επίδαυρο στις 15 και 16 Ιουλίου - κάτι που την αγχώνει, αλλά και την ενθουσιάζει μαζί. «Η χαρά μου είναι πάνω απ’ τον φόβο», ομολογεί. «Είναι λίγο σαν να αγγίζεις κάτι που σε υπερβαίνει. Θέλω όμως να το προσεγγίσω όλο αυτό με αγάπη και θαυμασμό. Ετσι θέλω να πάω και να παίξω στην Επίδαυρο».

Ενα από τα πράγματα που μου κάνει εντύπωση στην Αναστασία είναι ο τρόπος που ψάχνεται γύρω από αυτά που της προκαλούν το ενδιαφέρον. «Δεν είναι ότι διαβάζω με μεγάλη συνέπεια βιβλία. Ξεκινάω ένα, το αφήνω στη μέση, μετά διαβάζω τρία ταυτόχρονα… Αλλά όταν ένας συγγραφέας ή ένα έργο μου κεντρίζει το ενδιαφέρον, θα ψαχτώ. Αλλά όχι απαραίτητα διαβάζοντας και μόνο. Είναι αυτό που λέμε τώρα στην πρόβα, ότι άπαξ και μπει κάτι στο μυαλό σου μ’ έναν τρόπο όλα σχετίζονται με αυτό», σχολιάζει και συνεχίζει: «Γενικά, δεν έχω δει πάρα πολλές σημαντικές ταινίες, δεν έχω διαβάσει πάρα πολλά βιβλία που θεωρούνται κορυφαία… Κι έχω διαβάσει κάτι άσχετα βιβλία που δεν τα ξέρει κανείς. Αυτό το “πρέπει” σε αποστειρώνει κάπως. Δεν θέλω να γίνονται τα πράγματα με το ζόρι. Θέλω να κάνω βουτιά σε νέους κόσμους, να μου ανοίγονται νέα παράθυρα».

Τη θαυμάζω, γιατί αυτό είναι ίδιον του ελεύθερου ανθρώπου. Οπως η Αντιγόνη. Ελεύθερη από κοινωνικά δεσμά, νόμους και «πρέπει». Κι είναι ωραίο να το ακούς αυτό από τα χείλη ενός 25χρονου κοριτσιού. Οπως είναι ωραίο να συζητάς μαζί του για την αξία του χρόνου και τη σκέψη του θανάτου. «Από πολύ μικρή σκέφτομαι τον θάνατο. Θυμάμαι ένα βιβλίο που είχα διαβάσει στην έκτη δημοτικού, με πυρετό στη Ρόδο. Πέθαινε μία από τις ηρωίδες και είχα πάθει σοκ. Επειδή δεν είχα καμία επαφή με τον θάνατο τότε, εκείνο το βράδυ κατάλαβα ότι υπάρχει ένα τέλος. Νομίζω όλοι ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον θάνατο, απλά δεν το συνειδητοποιούμε. Κι επειδή είναι πάρα πολύ αγχωτική αυτή η σκέψη που σου λέει ότι θα πεθάνεις και δεν θα ξαναϋπάρξεις ποτέ, η αμέσως επόμενη σκέψη έρχεται να σου πει “Ζήσε! Ζήσε το τώρα όσο περισσότερο μπορείς!”», παρατηρεί και προσθέτει: «Το θέμα είναι πώς μπορούμε να είμαστε όσο το δυνατόν περισσότερο ειλικρινείς ως προς τις ανάγκες μας. Πώς θέλω εγώ να διαχειρίζομαι τον χρόνο μου; Και δεν εννοώ τον ελεύθερο χρόνο, αλλά την ίδια τη ζωή».

Και κάπου εκεί έρχεται αυτός ο στίχος του Ελύτη, που ανέφερε σε προηγούμενη συνέντευξή της όταν της ζήτησαν να πει έναν στίχο που θυμάται. «Θάλασσα λανθασμένη δε γίνεται». Κι όταν τη ρωτάω γιατί αυτόν τον στίχο, μου απαντά με ένα απόσπασμα από την «Ιδιωτική οδό» του Ελύτη: «Η ομορφιά της τέχνης οφείλεται στα υλικά ή στην απόσπαση από αυτά μίας παράστασης που υπερβαίνει το αρχικό υπόδειγμα; Στις σημειώσεις του ο Μπρακ εξομολογείται ότι για να κινήσει ζωγραφικά το ενδιαφέρον του ένα οποιοδήποτε αντικείμενο είναι ανάγκη προηγουμένως να αποξενωθεί από τη χρηστική του ιδιότητα. Κι εγώ, από το μέρος το δικό μου, εξομολογούμαι ότι μπροστά σε ένα ωραίο τοπίο δεν θα μπορούσα να γράψω τίποτα. Η φυσική ομορφιά καταπιέζει τη νοητική, που αιτείται την πλήρη απόσπαση και ανάπτυξή της ως το απίθανο. Καλά να ’ναι λοιπόν, από την άποψη αυτή, του καθενός μας η ιδιωτική οδός· που βγάζει σε ένα “παντού” που είναι των άλλων το “πουθενά”». Κι όταν μία 25χρονη κοπέλα σε παραπέμπει στον Ελύτη, ξέρεις ότι έχεις να κάνεις με την εξαίρεση του κανόνα.
{{{ articlebanner-330x100-triple-1 }}}
{{{ articlebanner-330x100-triple-2 }}}
{{{ articlebanner-330x100-triple-3 }}}

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης