Από ένα μπουλούκι… στην Επίδαυρο

Από ένα μπουλούκι… στην Επίδαυρο

Πάνος Βλάχος, ένας... Νέος στις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη

Από ένα μπουλούκι… στην Επίδαυρο
«Δεν είπα ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός», μου εξομολογείται ο Πάνος Βλάχος. Ναυτιλιακά σπούδασε. Με το θέατρο ασχολιόταν ερασιτεχνικά. «Ο
Νίκος Καλογερόπουλος με είδε σε ένα θεατρικό εργαστήρι που παίζαμε μια παράσταση και μου πρότεινε να τον ακολουθήσω σε μία περιοδεία που έκανε. Αποφάσισα να αλλάξω επαγγελματική ζωή μέσα σε μία νύχτα». Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. «Πρώτα βούτηξα στην πράξη και μετά πήγα στη βιβλιογραφία. Ολη αυτή η διαδικασία με έκανε αυτό που είμαι σήμερα. Κατάλαβα από νωρίς ποια στάδια υπάρχουν σε ένα εργοστάσιο για να φτάσουμε στο τελικό προϊόν», μου επισημαίνει.

Η υποκριτική μοιάζει ο φυσικός του χώρος. Η τηλεόραση του χάρισε αναγνωρισιμότητα. Δεν τον άλλαξε όμως. Ισως αυτή η ακριβή εμπειρία του μπουλουκιού στο ξεκίνημα της καριέρας του να τον βοήθησε να παραμένει πάντα προσγειωμένος. «Δεν σχεδίαζα ποτέ να γίνω πρωταγωνιστής αναζητώντας ρόλους να με αναδείξουν. Θέλω συνεχώς να ζητάω περισσότερα από τον εαυτό μου», μου λέει. Γι’ αυτό και η παρουσία του στο θέατρο τα τελευταία χρόνια είναι αδιάλειπτη.

Φέτος το καλοκαίρι επιστρέφει για δεύτερη φορά στην Επίδαυρο μετά τους περσινούς «Βατράχους» δια χειρός
Κλείσιμο
Κακλέα. Πάλι με Αριστοφάνη. Πάλι με το Εθνικό Θέατρο. Αυτή τη φορά ως Νέος στις «Εκκλησιάζουσες», με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον Γιάννη Μπέζο, που ξεκινούν την καλοκαιρινή τους περιοδεία στις 4 Ιουλίου από την Καβάλα για να ταξιδέψουν σε όλη την Ελλάδα με κεντρικές στάσεις στην Επίδαυρο στις 31 Ιουλίου και 1η Αυγούστου και στο Ηρώδειο στις 16 Σεπτεμβρίου.

«Ο Αριστοφάνης σκιαγραφεί μία κοινωνία που δεν έχει αλλάξει, γι’ αυτό και παραμένει αυθόρμητα σύγχρονος. Οι ήρωες που υποδύονται οι κωμικοί ηθοποιοί είτε είναι τραβηγμένοι από τα μαλλιά είτε είναι περισσότερο διακριτοί από σένα κι από μένα, είναι πάνω-κάτω οι ίδιοι άνθρωποι που κινούνται στην Ελλάδα σήμερα. Ο αφελής, το λαμόγιο, ο απίστευτα νάρκισσος», μου εξηγεί διευκρινίζοντας ότι όταν μιλάει για «φιγούρες του Αριστοφάνη» αναφέρεται σε δείγματα ανθρώπων. «Τα ρούχα τους και οι συμπεριφορές τους αλλάζουν, αλλά ο πυρήνας τους παραμένει ο ίδιος», προσθέτει.



Ο ίδιος ανήκει στους λάτρεις του Αριστοφάνη. «Ενας Ελληνας ηθοποιός που αποκλείει τελείως τον Αριστοφάνη από το ρεπερτόριό του χάνει μία τεράστια υποκριτική γκάμα, που κρύβεται και στα έργα του, αλλά και στον τρόπο που οι ηθοποιοί έχουν ερμηνεύσει τους ήρωές του μέσα στα χρόνια», σχολιάζει, δίνοντας έμφαση στην «ελληνικότητα» που χαρακτηρίζει τον Αριστοφάνη.

Διαχωρίζοντας το λαϊκό από το λαϊκίστικο, ο Πάνος μού υπενθυμίζει ότι ο Αριστοφάνης απευθυνόταν σε όλη την αρχαία Αθήνα. «Με ενδιαφέρει οι παραστάσεις στις οποίες συμμετέχω να ακουμπάνε σε μια μεγάλη μερίδα κοινού. Δεν υπάρχει ηθοποιός χωρίς το κοινό. Δεν θα υποβιβάσω τις επιλογές μου για χάρη του μεγάλου κοινού, αλλά με ενδιαφέρει οπωσδήποτε το κοινό. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει θέατρο. Αρα όσο μεγαλύτερο κοινό μπορεί να ταυτιστεί με αυτό που κάνω εγώ πάνω στη σκηνή τόσο πιο ευτυχής είμαι».

Τον ρωτάω αν οι «Εκκλησιάζουσες» δια χειρός Μπέζου είναι ένα κλασικό αριστοφανικό ανέβασμα. «Είναι μία καθαρή ανάγνωση του Αριστοφάνη. Τι σημαίνει κλασικό; Ακούγεται στον κόσμο σαν να πρόκειται για κάτι παλιό και ξεπερασμένο. Η πρόθεση των συντελεστών είναι αυτή που μετράει και κάνει μια παράσταση σύγχρονη», μου απαντά, συμπληρώνοντας ότι, κατά τη γνώμη του, «η σύγχρονη αντίληψη του τι είναι αστείο και κωμικό απαιτεί μία λιτότητα».

Στη σύντομη μέχρι σήμερα θεατρική του διαδρομή είχε την τύχη να συναντηθεί με σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου, όπως ο Καραθάνος, ο Κακλέας, ο Φιλιππίδης και ο Μπέζος. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι η απάντηση στο γιατί να παίξω έναν ρόλο», παρατηρεί και συνεχίζει: «Δεν σκέφτομαι εμπορικά. Το γεγονός ότι έχω πάρει μέρος σε παραστάσεις σε κεντρικά θέατρα δεν με κάνει ούτε πιο φωτεινό ούτε πιο σκοτεινό. Προσπαθώ να αποφεύγω τις ταμπέλες. Εν δυνάμει μπορώ να είμαι τα πάντα. Επιλέγω να δω το προσωπικό μου παζλ μέσα από διάφορες συνεργασίες, όπου κι αν είναι αυτές».



Το απέδειξε στην πράξη αυτό την περασμένη άνοιξη, όταν παρουσίασε με δική του πρωτοβουλία τα «Γεγονότα» του Ντέιβιντ Γκρέιγκ, ένα σύγχρονο δραματικό σκωτσέζικο έργο που στοχάζεται πάνω στη βία και την ανθρώπινη φύση. Συμπρωταγωνίστριά του ήταν η Θεοδώρα Τζήμου. «Πιστεύω πάρα πολύ στις συνεργασίες με ηθοποιούς που είναι σπουδαιότεροι από μένα. Παρακαλώ να παίξω με ανθρώπους που τρέχουν με ταχύτητα υπερδιπλάσια από αυτή που μπορώ να τρέξω εγώ», παραδέχεται.

Ο χειμώνας θα τον έβρισκε πάλι στο Εθνικό να υποδύεται τον Επιθεωρητή στο ομώνυμο έργο του Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, αλλά η συνεργασία ναυάγησε. Είχα ακούσει το παρασκήνιο, γι’ αυτό τον ρώτησα. «Είχε συμφωνηθεί να γίνει η παράσταση. Είχαν κλείσει και άλλοι ηθοποιοί. Και ενημερωθήκαμε μέσω μηνύματος από τον κύριο Χατζάκη ότι δεν θα γίνει η δουλειά. Χωρίς αιτιολόγηση. Συμβαίνουν αυτά, αλλά ο τρόπος δεν ήταν πολύ κομψός», μου λέει.

Με αφορμή την αναφορά στον Σωτήρη Χατζάκη τον ρωτάω τη γνώμη του για την αλλαγή σκυτάλης στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού. Αισθάνομαι ότι τον φέρνω σε δύσκολη θέση, αλλά τελικά μου απαντά: «Υπήρξα στο Εθνικό και με άλλους διευθυντές. Δεν είμαι παιδί κανενός. Ημουν τυχαία επιλογή κάποιων σκηνοθετών. Τον κύριο Λιβαθινό δεν τον γνωρίζω προσωπικά, αλλά εκτιμώ απίστευτα τη δουλειά του. Δεν προσπαθώ να σου απαντήσω με διπλωματικό τρόπο, προκειμένου να τα έχω καλά με όλους. Απλώς θεωρώ ότι ένας ηθοποιός της ηλικίας μου δεν έχει δικαίωμα να κρίνει δημόσια έναν καλλιτεχνικό διευθυντή κρατικού θεάτρου. Αυτό πιστεύω. Είναι μία δύσκολη εποχή για τη χώρα. Θεωρώ ότι έχει εξαιρετικό δυναμικό αυτός ο τόπος να κάνει πολύ αξιόλογα πράγματα. Το Εθνικό Θέατρο είναι ο καθρέφτης του ελληνικού θεάτρου».

Ωστόσο, εκτός από καθρέφτης του ελληνικού θεάτρου το Εθνικό είναι και σχεδόν (αν όχι απόλυτα) σίγουρα το μόνο θέατρο, που πληρώνει ακόμα τις πρόβες στους ηθοποιούς του. Κάπως έτσι η συζήτηση πηγαίνει στο κατά πόσο πια το επάγγελμα του ηθοποιού παραμένει βιοποριστικό. «Οι παραγωγοί χρησιμοποιούν την κρίση ως άλλοθι για να εκμεταλλεύονται τους ηθοποιούς και την ανάγκη τους να δημιουργήσουν. Το θέατρο έχει γίνει χόμπι πια. Και έχει γίνει χόμπι για εξαιρετικά ταλαντούχους ηθοποιούς. Είναι τραγικά τα πράγματα», τονίζει. Αφήνει πάντως ένα παράθυρο ανοιχτό για το μέλλον. «Δεν ξέρω πού θα οδηγηθεί αυτή η κατάσταση. Ισως να πάμε σε ένα νέο μοντέλο. Θα δούμε…».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης