Γερμανικές εκλογές, μια ψύχραιμη ανάλυση
Χάρης Τσιλιώτης

Χάρης Τσιλιώτης

Γερμανικές εκλογές, μια ψύχραιμη ανάλυση


Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών δεν εξέπληξε. Θα έλεγα ότι ήταν αναμενόμενο. Από καιρό διαφαινόταν η άνοδος της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), σε ποσοστό με διψήφιο νούμερο, που θα της έδινε ενδεχομένως την τρίτη θέση, η πτώση των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού, Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD), ιδιαίτερα των τελευταίων, η άνοδος των Φιλελεύθερων Δημοκρατών (FDP), που θα τους εξασφάλιζε την είσοδο στην Ομοσπονδιακή Βουλή, και η ελαφρά πτώση των κομμάτων της Αριστεράς (Die Linke) και των Πρασίνων (Bündnis 90/Die Grünen). Βέβαια και σε αυτά τα αναμενόμενα λίγο ως πολύ αποτελέσματα, που δημιουργούσαν κλίμα κυβερνητικής αστάθειας την επομένη των εκλογών, υπήρξε η χειρότερη δυνατή εξέλιξη για το κόμμα της Ανγκελα Μέρκελ, καθότι έπεσε λίγο παρακάτω από αυτό που αναμενόταν, ενώ το AfD ανέβηκε λίγο παραπάνω από το αναμενόμενο. Το δεδομένα του εκλογικού αποτελέσματος είναι τα εξής: 1. Η νεοεκλεγείσα Βουλή είναι εξακομματική. 2. Αποκλείεται εξ ορισμού η συμμετοχή στην κυβέρνηση των κομμάτων των άκρων Die Linke και AfD. 3. Ο συνασπισμός των Χριστιανικών Κομμάτων υπό την καγκελάριο Μέρκελ θα ηγηθεί των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης υπό την ίδια.

Από εκεί και πέρα όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, με περισσότερες ή λιγότερες πιθανότητες. Το πιο πιθανό σχήμα είναι ο λεγόμενος συνασπισμός «Jamaika» με τη συμμετοχή των Χριστιανικών Κομμάτων, των Φιλελεύθερων και των Πρασίνων. Οι προγραμματικές διαφορές, όμως, αυτών των κομμάτων σε ορισμένα σημεία είναι τεράστιες, αν όχι αγεφύρωτες. Το γεγονός ότι ένας τέτοιος συνασπισμός λειτουργεί ήδη σε ορισμένα κρατίδια δεν σημαίνει ότι απαραίτητα μπορεί να λειτουργήσει και σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Το άλλο ενδεχόμενο, δηλαδή η συνέχιση του μεγάλου συνασπισμού, είναι μεν επιθυμητό από την καγκελάριο Μέρκελ αλλά αποκλείεται από τους Σοσιαλδημοκράτες, που είδαν ότι η δις συμμετοχή τους στον μεγάλο συνασπισμό υπό τη Μέρκελ τους στοίχισε και τις δύο φορές. Αν και οι πιθανότητες ενός τέτοιου εγχειρήματος προς το παρόν είναι λίγες έως ελάχιστες, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και υπό το βάρος της συνέχισης της ευρωπαϊκής πορείας της Γερμανίας, στην οποία το κόμμα του Μάρτιν Σουλτς, με μεγάλη ευρωπαϊκή εμπειρία, και του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ έχει συμβάλει σημαντικά.

Κλείσιμο
Ενα τελευταίο ενδεχόμενο είναι νέες εκλογές. Κάτι τέτοιο όμως όχι μόνο δεν έχει συμβεί στη μεταπολεμική γερμανική ιστορία, αλλά είναι και εντελώς ξένο στη γερμανική πολιτική κουλτούρα. Πάντως, αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, δηλαδή εμμείνουν οι Σοσιαλδημοκράτες στην άρνηση συμμετοχής τους σε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού και δεν γεφυρωθούν οι καταρχήν αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ των Χριστιανικών Κομμάτων, των Φιλελεύθερων και των Πρασίνων, δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε τελείως ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το οποίο πάντως φαίνεται το λιγότερο πιθανό.

Οσον αφορά τη σημασία του αποτελέσματος των εκλογών για την Ελλάδα, νομίζω ότι στη χώρα μας έχει υπερεκτιμηθεί, αν όχι διαστρεβλωθεί. Κατ’ αρχάς, η Ελλάδα, πλην των Φιλελεύθερων, δεν αποτελούσε μέρος της προεκλογικής καμπάνιας κανενός άλλου κόμματος. Η άνοδος των ακροδεξιών Εναλλακτικών δεν οφείλεται στην πολιτική τους έναντι της Ελλάδας, αλλά στη σφοδρή αντιμεταναστευτική ρητορική τους, η οποία βρήκε γόνιμο έδαφος λόγω της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης και της φιλικής προς τους πρόσφυγες και μετανάστες πολιτικής της καγκελαρίου, που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις σε μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινωνίας, ακόμη και σε παραδοσιακά αριστερά στρώματα, ιδιαίτερα στην Ανατολική Γερμανία.

Η ρητορική των Φιλελεύθερων έναντι της Ελλάδας αποτελεί μάλλον προεκλογική τακτική για την άντληση ψήφων, η οποία σε μια κυβέρνηση με Χριστιανοδημοκράτες και Πράσινους ελάχιστα περιθώρια έχει να καρποφορήσει. Πέραν τούτου δεν βρίσκει ευήκοα ώτα ούτε καν στην ομάδα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην οποία συμμετέχει το FDP. Ο ξαφνικός φόβος μερίδας του ελληνικού τύπου μήπως και αποχωρήσει από υπουργός Οικονομικών ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και αντικατασταθεί από τον Κρίστιαν Λίντνερ, ηγέτη των Φιλελεύθερων, ή άλλο στέλεχος του ίδιου κόμματος, θεωρείται μάλλον ουτοπικός, καθότι το υπουργείο Οικονομικών παραδοσιακά στη Γερμανία δίνεται στο πρώτο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού, εν προκειμένω στους Χριστιανοδημοκράτες, ενώ ο Σόιμπλε δεν προτίθεται να παραδώσει την καρέκλα του σε στέλεχος του FDP. Αλλά και να γίνει κάποιο στέλεχος των Φιλελεύθερων υπουργός Οικονομικών με ατζέντα το Grexit, τι παραπάνω μπορεί να πετύχει από τον Σόιμπλε, ο οποίος, όπως διατείνεται ο ίδιος, έχει αυτό το θέμα σταθερά στην πολιτική του ατζέντα από το 2011;

Δεν επέβαλε το Grexit ο πολύπειρος Σόιμπλε και θα το επιβάλει ο νεόκοπος Λίντνερ;
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να μας αφήνουν αδιάφορους οι εξελίξεις στη Γερμανία. Με τον μεγάλο συνασπισμό η χώρα μας, είτε με κυβέρνηση Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ είτε με ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ., είχε βρει ένα καλό modus vivendi, ενώ ήταν (και είναι) σαφής η βούληση της καγκελαρίου Μέρκελ κατά του Grexit. Σε αυτή την πολιτική έχει ξεκάθαρο σύμμαχο τη Γαλλία, ιδιαίτερα τη Γαλλία του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Μια συμμετοχή του FDP στην κυβέρνηση μπορεί αρχικά να δημιουργήσει παροδική αναστάτωση στην Ελλάδα, αλλά αυτό νομίζω ότι δεν θα κρατήσει για πολύ, κι αν κρατήσει θα είναι άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος. Γι’ αυτό συνιστάται ψυχραιμία και αναμονή.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ