Μπροστά μας η γ’ αξιολόγη ση και 113 προαπαιτούμενα
lygeros_stavros

Σταύρος Λυγερός

Μπροστά μας η γ’ αξιολόγη ση και 113 προαπαιτούμενα

Μπορεί η επιτυχής δοκιμαστική έκδοση ομολόγων να έγινε κι αυτή αιτία για έναν ακόμα κύκλο μάλλον στείρας κομματικής αντιπαράθεσης, αλλά είναι γεγονός ότι αποτελεί ένα βήμα στον δρόμο για την επιστροφή στην “κανονικότητα”.

Ως τέτοιο χαιρετίστηκε και από το ευρωιερατείο και από τα διεθνή Μίντια.
Δεν είναι μόνο ότι έγινε μία αρχή. Είναι επίσης ότι αυτή η αρχή διευκολύνει τον φθηνότερο δανεισμό επιχειρήσεων με την έκδοση εταιρικών ομολόγων (Μυτιληναίος, Τέρνα και ΕΛΠΕ), καθώς και τη φθηνότερη χρηματοδότηση των τραπεζών. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι αποτελεί το πρώτο βήμα για να πεισθούν οι Αγορές και οι διεθνείς επενδυτές ότι στην Ελλάδα αρχίζει μία δυναμική recovery story.

Στην Πορτογαλία, η οποία είναι η πλησιέστερη προς την ελληνική περίπτωση, η έξοδος από το Μνημόνιο πραγματοποιήθηκε, αφού είχαν διαμορφωθεί κάποιες προϋποθέσεις. Από το 4ο τρίμηνο του 2013 είχε εισέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και επιπλέον είχε αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα. Επέστρεψε το 2012 στις Αγορές με δοκιμαστική έκδοση ομολόγου (τριετούς διάρκειας με επιτόκιο 5,12%).

Η δεύτερη προσπάθεια έγινε τον Ιανουάριο του 2013. Εκείνη τη χρονιά, δανείσθηκε συνολικά 13,3 δισ και κάλυψε το 77% των χρεολυσίων και το 44% των χρηματοδοτικών αναγκών της. Την επόμενη χρονιά δανείσθηκε 13,4 δισ και κάλυψε το 100% των χρεολυσίων και το 49% των χρηματοδοτικών αναγκών της. Εξέδωσε κυρίως δεκαετή ομόλογα με επιτόκια λίγο πάνω από το 6% το 2013 και με μέσο επιτόκιο κάτω του 4% το 2014.
Κλείσιμο

Κάνουμε αναφορά στην Πορτογαλία, επειδή η κυβέρνηση, με τη σύμφωνη γνώμη του ευρωιερατείου, βαδίζει στα βήματά της. Ο Τσακαλώτος προανήγγειλε δεύτερη έξοδο το φθινόπωρο και άλλες 2-3 μέχρι το καλοκαίρι του 2018. Στόχος του είναι αφενός να καλύψει τις περιορισμένες δανειακές ανάγκες, αφετέρου να δημιουργήσει ένα αποθεματικό ρευστότητας ύψους περίπου 10 δισ, προκειμένου να διασφαλισθεί πως δεν θα απειληθεί η μόνιμη επιστροφή στις Αγορές μέχρι το καλοκαίρι του 2018.

Στο πλαίσιο αυτό, το μισό ποσό από τα τρία δισ που αντλήθηκαν από τις Αγορές με το πενταετές ομόλογο θα χρησιμοποιηθεί για να αποπληρωθεί παλαιότερο ομόλογο. Το υπόλοιπο μισό θα αποτελέσει τη μαγιά για το αποθεματικό. Ας σημειωθεί ότι η Πορτογαλία είχε δημιουργήσει αποθεματικό ύψους 15,6 δισ πριν βγει από το Μνημόνιο τον Μάιο 2014. Με τον τρόπο αυτό μπορούσε να καλύψει το εναπομείναν δημοσιονομικό έλλειμμα του 2014 και ολόκληρο το εκτιμούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα του 2015.

Η ελληνική περίπτωση είναι πιο δύσκολη. Εάν το αποθεματικό προκύψει μόνο από δανεισμό θα αυξήσει το χρέος, ανακυκλώνοντας το πρόβλημα. Θα έπρεπε να δημιουργηθεί κυρίως από το πρωτογενές πλεόνασμα. Από την άλλη πλευρά, όμως, θα είναι αφόρητη αφαίμαξη για την πραγματική οικονομία, εάν το πρωτογενές πλεόνασμα το 2017 και τα επόμενα χρόνια υπερβεί τον υπέρμετρα υψηλό στόχο (3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2% στη συνέχεια).
Η απόφαση του Eurogroup (15 Ιουνίου 2017) προβλέπει την ανάγκη δημιουργίας αποθεματικού, προκειμένου να διευκολυνθεί η επιστροφή στις Αγορές. Για τον σκοπό αυτό ένα τμήμα των δόσεων θα πηγαίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτή τη φορά, οι Αγορές ανταποκρίθηκαν στην ελληνική έκδοση, επειδή θεώρησαν δικαιολογημένα ότι ήταν υπό την ομπρέλα της Ευρωζώνης. Υπήρχε, δηλαδή, υψηλή απόδοση, χωρίς αντίστοιχα υψηλό ρίσκο.
Για πρώτη φορά και για το σχετικά μικρό ποσό των τριών δισ το επιτόκιο 4,65% είναι λογικό. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι τις επόμενες φορές το επιτόκιο θα πρέπει να ακολουθήσει καθοδική τροχιά για να καταστεί σταδιακά βιώσιμη η επιστροφή στις Αγορές. Όλα τα δάνεια που θα λήγουν εφεξής θα πρέπει να αναχρηματοδοτούνται με επιτόκια αγοράς που είναι αρκετά υψηλότερα από τα επιτόκια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Μέχρι το 2022 οι δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας κινούνται κατά μέσο όρο στο επίπεδο των εννέα δισ και μπορούν να εξυπηρετηθούν. Το 2022, όμως, όταν θα λήξει η περίοδο χάριτος, ο κόμπος θα φθάσει στο χτένι. Εάν δεν αποφασισθούν εγκαίρως επαρκή μέτρα ελάφρυνσης, το φάσμα της χρεοκοπίας θα επανέλθει δριμύτερο.

Σ’ αυτή τη φάση, πάντως, η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα έστελνε ένα θετικό σήμα στις Αγορές, γεγονός που θα βοηθούσε στην πτώση του επιτοκίου. Η ένταξη, όμως, προσκρούει στο γεγονός ότι η Γερμανία αρνείται να προσδιορίσει μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους παρότι είναι καταφανώς μη βιώσιμο.
Η δοκιμαστική έξοδος στις Αγορές, μάλιστα, θα χρησιμοποιηθεί από το Βερολίνο σαν επιχείρημα για να εμμείνει στην άρνησή του και μετά τις γερμανικές εκλογές. Εξ ου και η δήλωση Σόιμπλε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο.

Η κρίσιμη παράμετρος είναι η είσοδος της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης. Η πρόβλεψη για το 2017 έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω, στο 1,5%, και για το 2018 στο 2%. Είναι κοινός τόπος, ωστόσο, ότι η ελληνική οικονομία είναι εύθραυστη, με την έννοια ότι μπορεί να τα όποια θετικά σημάδια να αντιστραφούν λόγω είτε πολιτικής αστάθειας είτε κοινωνικής αναταραχής.
Έχοντας συνείδηση αυτού του κινδύνου, το ευρωιερατείο έχει στείλει μηνύματα στην αντιπολίτευση να ρίξει τους τόνους και να βάλει στο ράφι την απαίτηση για πρόωρες εκλογές. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι θεσμικοί φορείς του επιχειρηματικού κόσμου. Από την άλλη πλευρά, πιέζουν από τώρα την κυβέρνηση να μην καθυστερήσει το κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης, η διαπραγμάτευση για την οποία θα αρχίσει τον Σεπτέμβριο.
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν αναμένεται να είναι εύκολα. Η Βελκουλέσκου δήλωσε ότι η Ελλάδα «έχει φουλ ατζέντα μπροστά της», ζητώντας εμμέσως πλην σαφώς περαιτέρω μείωση των δημοσίων δαπανών, μισθών και συντάξεων. Ας σημειωθεί ότι μέχρι το καλοκαίρι του 2018 πρέπει να έχουν εφαρμοσθεί 113 προαπαιτούμενα, εκ των οποίων τα 95 μέχρι το τέλος του 2017.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο αντιπρόεδρος Δραγασάκης δήλωσε πως κύκλοι του ευρωιερατείου και του ΔΝΤ θα επιχειρήσουν να βάλουν τρικλοποδιές στην πορεία της Ελλάδας για έξοδο από το Μνημόνιο, επειδή την θέλουν σε καθεστώς πλήρους εξάρτησης. Πρόκειται για δήλωση, η οποία έχει μία βάση, αλλά εξυπηρετεί και την εσωτερική πολιτική ανάγκη της κυβέρνησης να εμφανίζεται πως είναι στόχος υπονόμευσης.
Η αντιπολίτευση, βεβαίως, έχει δίκιο, όταν επισημαίνει πως η Ελλάδα βρισκόταν στο σημερινό σημείο πριν τρία χρόνια και πως εκείνη η πορεία είχε ανατραπεί μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως, επίσης, έχει δίκιο όταν αντιπαραθέτει τη σημερινή ρητορική του Τσίπρα και των υπουργών του με τα όσα έλεγαν το 2014 για τη δοκιμαστική έξοδο στις Αγορές της κυβέρνησης Σαμαρά.

Αυτή, ωστόσο, είναι μία κριτική που δεν έχει πλέον πολιτικό νόημα. Όπως δεν έχει νόημα η προσέγγιση της οικονομίας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη η πολιτική και η κοινωνική παράμετρος. Η εξέλιξη της οικονομίας δεν συντελείται σε πολιτικό και κοινωνικό κενό. 
Όπως αποδείχθηκε και από τις εκλογές του 2012, ένα μεγάλο τμήμα των Ελλήνων είχε γυρίσει την πλάτη στα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) και έψαχνε τρόπο να απαλλαγεί από το Μνημόνιο. Γι’ αυτό και μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό κόμμα διαμαρτυρίας σε αξιωματική αντιπολίτευση και τη Χρυσή Αυγή από μία περιθωριακή οργάνωση σε τρίτο κόμμα. Γι’ αυτό και επιβίωσαν κοινοβουλευτικά οι ΑΝΕΛ.
Το 2012 η ροπή αυτή του εκλογικού σώματος δεν ήταν αρκετή για να ανατρέψει τις ισορροπίες και να δώσει την πλειοψηφία στις αντιμνημονιακές δυνάμεις. Το 2014, όμως, όπως είχε φανεί στις ευρωεκλογές, ο συσχετισμός είχε αλλάξει. Κατά συνέπεια, ο οδικός χάρτης για την επιστροφή στην “κανονικότητα” που είχε χαράξει η κυβέρνηση Σαμαρά από κοινού με τους δανειστές ήταν μετέωρος.

Εάν αφήσουμε στην άκρη τη μικροπολιτική ρητορική των κομμάτων, το σημείο καμπής στην πορεία της Ελλάδας ήταν η στροφή της κυβέρνησης Τσίπρα το καλοκαίρι του 2015 με την υπογραφή του 3ου Μνημονίου. Στην πραγματικότητα, τότε κρίθηκε στην πράξη και διαψεύσθηκε η επαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα απαλλάξει την Ελλάδα από το Μνημόνιο. Προφανώς, το εξάμηνο της αντιπαραθετικής διαπραγμάτευσης με το ευρωιερατείο είχε σημαντικό κόστος για την ελληνική οικονομία, αν και ο ισχυρισμός ότι την επιβάρυνε με 100 επιπλέον δισ ευρώ είναι αφόρητα προπαγανδιστικός.

Από το καλοκαίρι του 2015 η Ελλάδα επανέρχεται στο μνημονιακό μονοπάτι, χωρίς πλέον να υπάρχει αξιόλογη πολιτική αμφισβήτηση αυτής της επιλογής, όπως υπήρχε το 2010 (τότε και από τη ΝΔ) και το 2012 (από τον ΣΥΡΙΖΑ κ.α.). Κι αυτό είναι κρίσιμο πολιτικό κέρδος για το ευρωιερατείο, δεδομένου ότι είχε και έχει επιπτώσεις σ’ όλη την Ευρώπη. Έστειλε ένα έμπρακτο μήνυμα ότι τα αριστερά πειράματα αμφισβήτησης των Μνημονίων και της λιτότητας είναι καταδικασμένα σε αποτυχία.
Είναι προφανές, επίσης, πως το ευρωιερατείο έχει κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένο από το γεγονός ότι τη μνημονιακή πολιτική εφαρμόζει μία κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά. Όχι μόνο για συμβολικούς λόγους, αλλά και επειδή έτσι υπάρχει μία αντιπολίτευση, η οποία κινείται στο ίδιο μήκος κύματος και η κριτική της προς την κυβέρνηση είναι ότι δεν έχει αναλάβει την “ιδιοκτησία” του Μνημονίου.

 Όσο, λοιπόν, η κυβέρνηση Τσίπρα εφαρμόζει τη μνημονιακή πολιτική τόσο το ευρωιερατείο δεν έχει λόγο να την υπονομεύσει, παρά τις κατά τα άλλα ιδεολογικές αντιπάθειες. Το αντίθετο μάλιστα. Έχει δύο πρόσθετους λόγους να θέλει τη συνέχιση της παρούσας κατάστασης.
Πρώτον, θεωρεί δικαιολογημένα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεγαλύτερη δυνατότητα από τη ΝΔ να διατηρεί τις κοινωνικές αντιδράσεις σε χαμηλή θερμοκρασία.
Δεύτερον, θεωρεί επίσης δικαιολογημένα ότι η μνημονιακή θητεία θα έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την πολιτική-εκλογική συρρίκνωση της Αριστεράς στην Ελλάδα, αλλά και τη μετάλλαξη του βασικού εκφραστή της σε συστημικό κόμμα σοσιαλδημοκρατικού τύπου.
Τα γεγονότα επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Παρά την αφόρητη πίεση που ασκείται στην κοινωνία οι αντιδράσεις είναι ασήμαντες. Προς το παρόν τουλάχιστον τα νοικοκυριά αγωνίζονται να επιβιώσουν, αποδεχόμενα στην πράξη τον μνημονιακό μονόδρομο. Η αντίδραση εκδηλώνεται στην πολιτική-εκλογική σφαίρα. Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν την εκεί συντελούμενη συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ.
Πιο σημαντικό απ’ όλα είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα σκέφτεται και μιλάει πλέον μνημονιακά. Η όλη ρητορική της με αφορμή τη δοκιμαστική επάνοδο στις Αγορές είναι απολύτως χαρακτηριστική. Λέει όσα έλεγε πριν από τρία χρόνια η κυβέρνηση Σαμαρά και απ’ αυτή την άποψη έχει δίκιο η σημερινή αντιπολίτευση να το επισημαίνει. Μόνο που ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του 2014.
Κατόπιν όλων αυτών είναι απολύτως εξηγήσιμο το γεγονός ότι ολοένα και πληθαίνουν οι έπαινοι εκ μέρους του ευρωιερατείου για τις μνημονιακές επιδόσεις της κυβέρνησης Τσίπρα.
Η επιτυχής δοκιμαστική έξοδος στις Αγορές είναι μία ανάσα για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο πολιτικό-επικοινωνιακό επίπεδο. Ειδικά μετά τη διάψευση των προσδοκιών της αφενός για την ελάφρυνση του χρέους, αφετέρου για την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Λόγω των επώδυνων μέτρων, η κυβέρνηση Τσίπρα έχει να “πουλήσει” στην κοινή γνώμη δύο μόνο επαγγελίες:
Πρώτον, την επιστροφή στην “κανονικότητα”, την προοπτική εξόδου από το μνημόνιο το καλοκαίρι του 2018 και την είσοδο σε τροχιά οικονομικής σταθεροποίησης και ανάπτυξης.
Δεύτερον, την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Στην πραγματικότητα, συμπολίτευση και αντιπολίτευση έχουν κοινό παρονομαστή τον μνημονιακό οδικό χάρτη, γεγονός που δημιουργεί την αντικειμενική βάση για ευρύτατη συναίνεση, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αξιόλογες διαφορές και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Η οξύτητα που υπάρχει στην πολιτική σκηνή προκύπτει από “καθεστωτικού” χαρακτήρα αντιθέσεις. Εδώ εμπλέκεται η τρέχουσα διαμάχη για τη Δικαιοσύνη, η οποία εμπλέκεται με την εκστρατεία της κυβ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

BEST OF NETWORK