Η ώρα της δικαίωσης

Η ώρα της δικαίωσης

Η Τζούλιαν Μουρ είχε ήδη στη βιτρίνα της όλα τα βραβεία, εκτός από ένα: τον θείο Οσκαρ! Τώρα το κατέκτησε κι αυτό, με τη θαυμάσια ερμηνεία της στην ταινία «Still Alice».

Η ώρα της δικαίωσης
Εννοείται ότι η Ακαδημία χρωστούσε ένα βραβείο στην Τζούλιαν Μουρ. Δεν εννοώ ότι η υποψηφιότητά της για το «Still Alice» ήταν απλώς μια αφορμή για να επανορθώσουν για το γεγονός ότι δεν είχε κερδίσει κανένα Οσκαρ ως τώρα.

Στον ρόλο μιας 50χρονης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Κολούμπια που μαθαίνει ότι έχει Αλτσχάιμερ, η Μουρ κατατρόπωσε δικαίως τον έντονο ανταγωνισμό της: τη Μαριόν Κοτιγιάρ («Δυο μέρες, μια νύχτα»), τη Φελίσιτι Τζόουνς («Η θεωρία των πάντων»), τη Ρόζαμουντ Πάικ («Το κορίτσι που εξαφανίστηκε») και τη Ρις Γουίδερσπουν («Wild»). Η αλήθεια όμως είναι ότι, ούτως ή άλλως, κάθε υποψηφιότητά της έως τώρα άξιζε εκατό βραβεία: για το «Boogie Nights» (1998), το «Τέλος μιας σχέσης» (2000) και ταυτόχρονα (!) για Β’ Γυναικείου Ρόλου για τις «Ωρες» και Α’ Γυναικείου για το «Ο παράδεισος είναι μακριά» (2003).

Κλείσιμο

Με το χαμόγελο του θριάμβου η Τζούλιαν Μουρ κραδαίνει το αγαλματίδιο του θείου Οσκαρ, το οποίο έλειπε από την προσωπική της συλλογή βραβείων

Το θέμα είναι όπως ότι, φτάνοντας στα Οσκαρ, η βράβευσή της ήταν σιγουράκι: η κοκκινομάλλα σταρ είχε ήδη σαρώσει ό,τι βραβείο είχε απονεμηθεί έως τότε, από τα Βραβεία του Σωματείου Ηθοποιών έως τα BAFTA και τις Χρυσές Σφαίρες. Οι Κάννες την είχαν ήδη δικαιώσει εν τω μεταξύ τον περασμένο Μάιο, δίνοντάς της το βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας για τον «Οδηγό ευτυχίας» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ.

Μπορεί η ταινία του Καναδού να είχε τις ατέλειές της, αλλά η Μουρ ήταν αψεγάδιαστη στον ρόλο μιας κακομαθημένης, ψωνισμένης, απεγνωσμένης, άκρως προβληματικής ηθοποιού. Παρόλο που ο χαρακτήρας σε καμία περίπτωση δεν σε κερδίζει με τις χάρες της, η Μουρ την κάνει ακαταμάχητη - ακόμα κι όταν δίνει οδηγίες στη βοηθό της, ενώ κάθεται στην τουαλέτα με ανοιχτή την πόρτα.

Το «Still Alice», μια μικρή για τα δεδομένα του Χόλιγουντ ταινία με προϋπολογισμό μόνο 4 εκατ. δολάρια και γυρίσματα που ολοκληρώθηκαν μόλις σε 23 ημέρες, ήταν σχεδόν προσωπική υπόθεση για τη Μουρ. Το σενάριο και η σκηνοθεσία ήταν των Ρίτσαρντ Γκλάτσερ και Γουός Γουέστμορλαντ, τους οποίους η Μουρ ευχαρίστησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στον λόγο της, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ήταν και από τα καλύτερα στοιχεία μιας κατά τ’ άλλα άτονης και ατελείωτης τελετής.


Στην ταινία «Still Alice» η Τζούλιαν Μουρ δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας στον ρόλο μιας 50χρονης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Κολούμπια που μαθαίνει ότι έχει Αλτσχάιμερ

«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε η Μουρ μες στη χαρά όταν παρέλαβε το βραβείο από τον Μάθιου ΜακΚόναχι. «Διάβασα ένα άρθρο που έλεγε ότι άμα κερδίσεις ένα Οσκαρ θα ζήσεις πέντε χρόνια περισσότερο. Αν αυτό ισχύει, θα ’θελα πραγματικά να ευχαριστήσω την Ακαδημία, γιατί ο άντρας μου είναι νεότερος από μένα. Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα η έννοια “καλύτερη ηθοποιός”, όπως αποδεικνύεται από τις ερμηνείες των συνυποψηφίων μου.

Ηταν τιμή μου να είμαι στο πλευρό σας έως τώρα. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό και ευγνώμων για την ευκαιρία να στέκομαι εδώ τώρα και να μπορώ να ευχαριστώ τους ανθρώπους που αγαπώ. [...] Είμαι τόσο χαρούμενη, είμαι ενθουσιασμένη για την ακρίβεια, που μπορέσαμε και φωτίσαμε λίγο το Αλτσχάιμερ. Τόσοι άνθρωποι που πάσχουν από την ασθένεια νιώθουν απομονωμένοι και περιθωριοποιημένοι και ένα από τα υπέροχα πράγματα με το σινεμά είναι ότι μας κάνει να νιώθουμε ότι κάποιος μας βλέπει, ότι δεν είμαστε μόνοι.



Θέλω να ευχαριστήσω τους σκηνοθέτες μας, τον Γουός Γουέστμορλαντ και τον Ρίτσαρντ Γκλάτσερ, οι οποίοι ήθελαν να είναι εδώ σήμερα, αλλά δεν μπορούσαν λόγω της υγείας του Ρίτσαρντ. Οταν ο Ρίτσαρντ διαγνώστηκε με Αλτσχάιμερ, ο Γουός τον ρώτησε τι ήθελε να κάνει. Ηθελε να ταξιδέψει; Να δει τον κόσμο; Εκείνος είπε ότι ήθελε να κάνει ταινίες και αυτό ακριβώς έκανε. Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω τον άντρα μου Μπαρτ και τα παιδιά μας, Καλ και Λιβ, σας ευχαριστώ για τη ζωή μου. Σας ευχαριστώ που μου δώσατε ένα σπιτικό. Σας ευχαριστώ τόσο πολύ γι’ αυτό!».


Η Τζούλιαν Μουρ σε χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας «Maps to the Stars» (πάνω) και στο «Boogie Nights»

Α, και μια μικρή πληροφορία για την οσκαρική βραδιά: στην ίδια σκηνή ανέβηκε και ο Εντι Ρεντμέιν προκειμένου να παραλάβει κι εκείνος το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για τη «Θεωρία των πάντων». Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που μοιράζονται την προσοχή του κοινού: είχαν εμφανιστεί μαζί στην ταινία «Savage Grace», όπου η Μουρ έπαιζε τη μητέρα του.  «Ο κόσμος μού λέει ότι είμαι πολύ θαρραλέα ηθοποιός, αλλά το να είσαι γενναίος σημαίνει ότι πρέπει να φοβάσαι», λέει στους «New York Times».

«Δεν φοβάμαι πράγματα που είναι φανταστικά. Τα απολαμβάνω. Μου αρέσουν οι μεγάλες αφηγήσεις, τα μεγάλα συναισθήματα. Δεν πρόκειται να πεθάνεις επειδή βίωσες ένα συναίσθημα». Αυτή είναι μάλλον και η ποιότητα για την οποία επιστρέφουν σ’ αυτήν ξανά και ξανά οι ίδιοι σκηνοθέτες: από τον Τοντ Χέινς («Safe», «Ο παράδεισος είναι μακριά», «I’m not there») έως τον Πολ Τόμας Αντερσον («Boogie Nights», «Magnolia»).

Η Τζούλιαν Μουρ γεννήθηκε ως Τζούλι Αν Σμιθ στις 3 Δεκεμβρίου του 1960, στη Βόρεια Καρολίνα. Ο πατέρας της Πίτερ Μουρ Σμιθ ήταν αλεξιπτωτιστής στον αμερικανικό στρατό, που μετά έγινε συνταγματάρχης και εντέλει στρατιωτικός δικαστής. Η μητέρα της, Αν, ήταν ψυχολόγος και κοινωνική λειτουργός. Εχει δυο μικρότερα αδέλφια, τη Βάλερι και τον συγγραφέα Πίτερ Μουρ Σμιθ. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα, η οικογένεια ταξίδευε τακτικά. Ηδη προτού η Μουρ γίνει 18 χρονών, είχαν μετακομίσει 23 φορές και η ηθοποιός πήγε σε 9 διαφορετικά σχολεία.

Ως αποτέλεσμα, αισθανόταν ιδιαίτερα ανασφαλής και δυσκολευόταν να κάνει φιλίες. Η ίδια έχει δηλώσει πως ήταν το απόλυτο σπασικλάκι: «Ξέρεις ότι πάντα υπάρχει ένα παιδί που είναι πολύ κοντό, ένα που φορά γυαλιά και ένα που δεν είναι καθόλου αθλητικό. Ε, εγώ ήμουν και τα τρία μαζί». Τέλειωσε το σχολείο στη Γερμανία, ενώ στη συνέχεια σπούδασε Θέατρο στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Το όνομά της αναγκάστηκε να το αλλάξει όταν έπρεπε να γραφτεί στο Σωματείο των Ηθοποιών, γιατί κάθε συνδυασμός του δικού της ονόματος είχε ήδη κατοχυρωθεί. Οπότε απλά ένωσε τα δυο της μικρά ονόματα και κράτησε για επίθετο το μεσαίο όνομα του πατέρα της.

Ξεκίνησε την καριέρα της με διάφορους ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές, όπως στη σαπουνόπερα «As the World Turns» και σε θεατρικές παραστάσεις εκτός Μπρόντγουεϊ. Η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν το 1990 στο «Tales from the Darkside: The Movie» στον ρόλο του θύματος μιας μούμιας, αλλά ουσιαστικά η πρώτη φορά που έστρεψε την προσοχή πάνω της ήταν στο αγαπημένο θρίλερ των 90s «Το χέρι στην κούνια».  Ο Ρόμπερτ Αλτμαν εντυπωσιάστηκε όταν την είδε να παίζει στο θεάτρο, στον «Θείο Βάνια», και τη διάλεξε για το «Short Cuts».

Η άνεση και η αυτοπεποίθηση με την οποία παίζει στη θρυλική ταινία του Αλτμαν διόλου δεν αντικατοπτρίζει τη δυσκολία που είχε αντιμετωπίσει η Μουρ στα γυρίσματα καθώς, για πρώτη φορά, βρισκόταν ανάμεσα σε τόσο πολλούς και καλούς ηθοποιούς. Από τη μία, ο αξέχαστος μονόλογός της στην ταινία, τον οποίο απέδωσε γυμνή από τη μέση και κάτω και, από την άλλη, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της ως διαταραγμένης υποχόνδριας στο «Safe» του Τοντ Χέινς την έκαναν σε σύντομο χρονικό διάστημα αγαπημένη ηθοποιό του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου.

Σταδιακά κέρδισε και το mainstream κοινό. Υστερα από κάποια χρόνια, έχοντας δει την ερμηνεία της στον «Φυγά» (ναι, θυμάστε τη γιατρό που «καρφώνει» τον Χάρισον Φορντ στην αστυνομία στη σκηνή του νοσοκομείου;), ο Στίβεν Σπίλμπεργκ την επιλέγει με κλειστά τα μάτια για το σίκουελ του «Jurassic Park». Η μοναδική της περσόνα είναι το άθροισμα -και- των αξέχαστων εμφανίσεών της: κρεμιέται σε σκοινιά για να κάνει «τέχνη» («Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι» των αδερφών Κοέν), σνιφάρει κόκα ενώ δίνει «μητρικές» συμβουλές στον Πολ Τόμας Αντερσον («Boogie Nights»), ανακαλύπτει την πραγματική σεξουαλική της ταυτότητα («Ο παράδεισος είναι μακριά»). Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι παράλληλα κάνει και κακές επιλογές: μετά τα «Παιδιά των ανθρώπων» ήρθε το «Freedomland» (παραλίγο υποψήφια για Χρυσό Βατόμουρο), μετά τις «Ωρες», το «Forgotten», μετά τον πνευματώδη «Δον Ζουάν» έπεσε στην «Υποψία». Χαλάλι όμως.

Η Μουρ παραμένει γοητευτική και ετοιμόλογη, αλλά και πολιτικοποιημένη ως ενεργό μέλος, για παράδειγμα, της Διεθνούς Ομοσπονδίας Οικογενειακού Προγραμματισμού στο κίνημα για τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα της γυναίκας. «Οταν κάποιος λέει ότι αδιαφορεί για την πολιτική, νιώθω ότι αυτό που εννοεί είναι ότι νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. Στην μπανιέρα του. Για τον εαυτό του και την μπανιέρα του».

Ταυτόχρονα, η Μουρ γράφει βιβλία για παιδιά, με πρωταγωνίστρια μια κοκκινομάλλα με φακίδες. Κάποτε είχε δηλώσει ότι πιστεύει στη ρήση του Φλομπέρ, «να είσαι φυσιολογικός στη ζωή, για να μπορείς να είσαι βίαιος και πρωτότυπος στη δουλειά σου». Μακάρι περισσότερος κόσμος να ήταν τόσο φυσιολογικός όσο και η Τζούλιαν Μουρ. Θα βλέπαμε καλύτερες ταινίες. 

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης