Οσκαρ ντε λα Ρέντα: Ο τελευταίος των κλασικών

Οσκαρ ντε λα Ρέντα: Ο τελευταίος των κλασικών

Από την Αμάλ Αλαμουντίν, που του ανέθεσε τον σχεδιασμό του νυφικού της, έως την Αννα Γουίντουρ, τη Μελίνα Μερκούρη, την Ελένη Μενεγάκη και διάσημες σταρ του Χόλιγουντ,
δεν υπήρξε γυναίκα που δεν ονειρεύτηκε την ετικέτα «Oscar de la Renta» σε κάποιο φόρεμά της.
Εκτός, όμως, από το σχεδιαστικό όραμα, αυτό που διέκρινε τον τελευταίο των κλασικών
της υψηλής ραπτικής που «έφυγε» σε ηλικία 82 ετών είναι η εμμονή του για την κομψότητα,
την πολυτέλεια και την απαράμιλλη θηλυκότητα της

Οσκαρ ντε λα Ρέντα: Ο τελευταίος των κλασικών
Λένε ότι η επαφή με την ομορφιά έρχεται από μια απειροελάχιστη λεπτομέρεια, από τη χάρη μιας κίνησης, ένα φύλλο που πέφτει αρχές φθινοπώρου. Για τον Οσκαρ ντε λα Ρέντα, τον σχεδιαστή που συνδέθηκε όσο κανείς με ό,τι συνεπάγεται η λέξη «ομορφιά», κάθε λεπτομέρεια μετρούσε από την πρώτη στιγμή που έπιασε στα χέρια του το μολύβι. Με τη σχολαστική ματιά του περίοπτου παρατηρητή, από πολύ μικρή ηλικία άρχισε να τραβάει ίσιες κοντυλιές με το καλοξυσμένο μολύβι που κρατούσε τόσο καλαίσθητα καταγράφοντας ό,τι του τραβούσε την προσοχή: όμορφα τοπία, τα ντελικάτα ρούχα της μητέρας του, τα περίεργα αποικιακά σπίτια της χώρας όπου γεννήθηκε, του Αγιου Δομίνικου. Πολύ σύντομα έμαθε να φωτοσκιάζει σωστά και να φτιάχνει ωραίους κόσμους από το τίποτα. Η μητέρα του παρατηρώντας τις περίτεχνες ακουαρέλες δεν φοβήθηκε τον καλλιτεχνικό του οίστρο. Σε ηλικία μόλις 18 ετών τον παροτρύνει να εγκαταλείψει το νησί για την αρχοντική Μαδρίτη. Φιλάει τον μονάκριβο γιο της στο μέτωπο και του δίνει την ευχή της. Το μακρύ ταξίδι της ομορφιάς έχει μόλις αρχίσει.



Κλείσιμο
Η Αμάλ Κλούνεϊ σίγουρα δεν θα μπορούσε να επιλέξει άλλον σχεδιαστή για το νυφικό της, που μοιάζει με εκείνο που είχε εμπνευστεί κάποτε ο ίδιος για την Τζάκι Κένεντι 

Και κάπως έτσι ο Αριστείδης Ορτίζ ντε λα Ρέντα βρέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στην καρδιά της ισπανικής πρωτεύουσας, μαθαίνοντας να αντλεί ομορφιά από οτιδήποτε καθημερινό και τετριμμένο: τα πολύχρωμα φορέματα των Τσιγγάνων -έκτοτε μόνιμη εμμονή του-, την αναδρομική γοητεία των αγέρωχων ταυρομάχων και των λαϊκών ειδώλων της εποχής. Παράλληλα έμαθε να τραγουδά και να χορεύει και σύντομα αναδείχθηκε στον καλύτερο καβαλιέρο των πιο περίκλειστων πάρτυ. Στα 19 του είχε μάθει ήδη πώς λέγονται τα πιο σπάνια κοκτέιλ -όπως ομολογούσε ο ίδιος, στην αρχή παράγγελνε pêche melba νομίζοντας ότι είναι όνομα ποτού- και ήξερε ότι οι πιο όμορφες γυναίκες «θέλουν απλώς πάθος και επιβεβαίωση». «Το μόνο που χρειάζεται άλλωστε μια γυναίκα», θα πει αργότερα εκείνος ο σπάνιος γυναικοκατακτητής, «είναι έρωτας για τα πάντα. Αν ερωτευτεί θα κάνει τα πάντα για να αποκτήσει το αντικείμενο του πόθου της. Δεν είναι θέμα χρημάτων αλλά απόφασης κι αυτό είναι που πρέπει να εμπνεύσεις σε μια γυναίκα».



Η Ζιζέλ πρωταγωνιστούσε στα εντυπωσιακά ντεφιλέ του Ντε λα Ρέντα



Αντιπροσωπευτικό βραδινό Ντε λα Ρέντα, φορεμένο στο κόκκινο χαλί από την Τζένιφερ Γκάρνερ

Περισσότερο από δουλειά και αφοσίωση, ο Οσκαρ ήταν εκείνος που επινόησε για τις γυναίκες πανέμορφους κόσμους στους οποίους ήθελαν να ανήκουν για πάντα - τους χάρισε το παραμύθι και το όνειρο. Δεν δοκίμασε να πειραματιστεί με αγριότητες, αλλά έμεινε με συνέπεια μέχρι τέλους πιστός στα υλικά μιας εκλεπτυσμένης ωραιότητας βγαλμένης από τους πίνακες, τα γυαλιστερά σαλόνια, τις αφηγήσεις των πιο ρομαντικών παραμυθιών. Κι ο ίδιος διεκδικούσε το παραμύθι από μικρός αφού στα 20 του στη Μαδρίτη τόλμησε να ζητήσει σε χορό την ίδια την Αβα Γκάρντνερ: «Θυμάμαι ακόμη το χρώμα από τα γκριζοπράσινα μάτια της, το διάφανο δέρμα της, την αγαλματένια μύτη και τα μήλα - μια ομορφιά σπάνια και ανυπέρβλητη», θα πει αργότερα σε συνέντευξή του.




Προσωπική φίλη του και μοντέλο των ντεφιλέ του για χρόνια ήταν και η Κάρλα Μπρούνι



Κάθε γυναίκα με Ντε λα Ρέντα αισθάνεται τουλάχιστον πριγκίπισσα. Απόδειξη η Εϊμι Ανταμς 

Παράλληλα συχνάζει στους υψηλούς κύκλους και με τα χρήματα που του στέλνουν οι έξι μεγαλύτερες αδελφές του -να άλλος ένας λόγος που λατρεύει τις γυναίκες- ράβει κουστούμια στον Λουί Λοπέζ (τον οίκο του οποίου αργότερα θα διευθύνει), ενώ φροντίζει να μην υποκύπτει σε τίποτα φθηνό. «Φρόντιζα έκτοτε να φοράω πάντοτε γραβάτα γιατί φοβόμουν ότι αν με δει κανείς με κάτι διαφορετικό, όπως με φλοράλ πουκάμισο, θα με σταματήσει και θα μου πει “συγγνώμη, αλλά η λάτιν μπάντα παίζει στη διπλανή πόρτα”», έλεγε πάντα γελώντας αποσαφηνίζοντας τον σπάνιο εκλεκτικισμό του.



Ούτε η κόρη της Γκόλντι Χόουν, Κέιτ Χάντσον, μπόρεσε να αντισταθεί στη γοητεία του

Στη Μαδρίτη γίνεται φίλος με τον Αμερικανό πρεσβευτή, η γυναίκα του οποίου ζητάει από τον νεαρό Ντε λα Ρέντα να σχεδιάσει το φόρεμα της κόρης της για τον χορό των αποφοίτων το 1956. Το φόρεμά του γίνεται αμέσως εξώφυλλο στο «Life» και οι προτάσεις αρχίζουν να πέφτουν βροχή. Εκείνος, όμως, αποφασίζει να δουλέψει για τον κορυφαίο: τον Balenciaga, τον οποίο αποκαλεί από τότε μέντορά του φροντίζοντας ταυτόχρονα να αυξάνει και να διευρύνει τον κύκλο του στον κόσμο των ισχυρών. Γίνεται ο καλύτερός τους φίλος και ιδανικός raconteur -όπως τον αποκαλούν- διαμορφώνοντας με ιδιαίτερη φροντίδα και χωρίς να βιάζεται τα μικρά κομμάτια του προσωπικού του μύθου. «Πολύ γρήγορα στη Μαδρίτη έμαθα πώς να είμαι ένας πραγματικός senorito - δανδής της ανώτερης τάξης με τέλειο κουστούμι, κολλαριστά πουκάμισα και πάντα ένα κόκκινο γαρίφαλο στο πέτο. Μόνο που φρόντιζα το γαρίφαλο να έχει πάντα την ακριβή απόχρωση του κόκκινου, το σκοτεινό ερυθρό του πάθους και να μην είναι απλώς κοκκινωπό».



Η Πενέλοπε Κρουζ δεν ήταν μόνο ιδανική μούσα αλλά και συχνή καλεσμένη στο σπίτι του σχεδιαστή

Ο αγαπημένος των γυναικών - από τη Μελίνα στην Αμάλ

Αυτή η διαφορά είναι επεξηγηματική του θρύλου που συνέδεσε τον Ντε λα Ρέντα με τις κυρίες της πρώτης γραμμής - συζύγους πολιτικών, ανεξάρτητες και δυναμικές που ήταν πάντα φίλες του, σύζυγοι και ερωμένες. Ινδαλμά του ήταν πάντα η Κοκό Σανέλ και δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη του γυναίκα ήταν από τις λίγες πολύ στενές φίλες της. Για την ακρίβεια, είχε την τύχη, το 1967, αναγνωρισμένος σχεδιαστής πλέον και έχοντας θητεύσει δίπλα στον Ντιόρ, να παντρευτεί την κραταιά διευθύντρια της «Vogue», Φρανσουάz ντε Λαγκλάντ, η οποία του μετέφερε τα μυστικά της ομορφιάς και του καλού γούστου. Μαζί παραδόθηκαν στην ξέφρενη ζωή του λαμπερού Παρισιού - από τις ατελείωτες νύχτες στην ντισκοτέκ «Regine» μαζί με την Κατρίν Ντενέβ και την τακτική φιλοξενούμενή τους Ελίζαμπεθ Τέιλορ έως τις οριεντάλ βραδιές με τον Πλάθιντο Ντομίνγκο και τη Μελίνα Μερκούρη.

Η Μελίνα ήταν άλλωστε από τις γυναίκες που δεν θα ξεχάσει ποτέ. Οπως ομολογούσε αργότερα σε συνέντευξή του σε γυναικείο περιοδικό: «Ηταν πολύ πεισματάρα… Θυμάμαι πέταξε από Αθήνα εδώ στη Νέα Υόρκη και πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα μου για να έρθει για φαγητό. Εμείς εκείνες τις μέρες φιλοξενούσαμε έναν Ισπανό που ήταν φιλοβασιλικός. Ο Μίνγκο, έτσι τον έλεγαν, προσπάθησε να ξεκινήσει μαζί της μια συζήτηση λέγοντάς της "εμείς οι δύο έχουμε κάτι κοινό. Η βασίλισσά μας είναι Ελληνίδα!". Και η Μελίνα γυρίζει με αυτά τα μάτια όλο φωτιά και του λέει: "Σας πληρώσαμε να την πάρετε για να την ξεφορτωθούμε!". Ο Μίνγκο ίδρωσε, ανατρίχιασε. Ηταν υπέροχη γυναίκα…». Αντίστοιχα δεν ξεχνούσε ποτέ και τις υπόλοιπες Ελληνίδες που είχε γνωρίσει από κοντά λόγω και των καταστημάτων που διατηρούσε στο κέντρο της Αθήνας και την Κηφισιά: «Με τις Ελληνίδες έχουμε αναπτύξει σχέσεις αμοιβαίας συμπάθειας και εκτίμησης και κάποιες από αυτές έχουν φορέσει κομμάτια του οίκου μας», ομολογούσε σε παλαιότερη συνέντευξή του στη συνάδελφο Μαρία Λεμονιά. «Με την Ελένη Μενεγάκη -που είναι μια εντυπωσιακή γυναίκα- έχουμε κάνει εξώφυλλο στο περιοδικό “Hello!” και με την κυρία Μαριάννα Βαρδινογιάννη -μια πραγματική κυρία με σημαντικό κοινωνικό έργο- έχουμε οργανώσει φιλανθρωπικό γκαλά προς τιμήν του Ιδρύματος “Ελπίδα”».



Μεγάλο μέρος της τεράστιας φήμης που απέκτησε ο Ντε λα Ρέντα το οφείλει στην Τζάκι. Στη φωτογραφία με δημιουργία του

Ερχόταν μάλιστα συχνά στην Ελλάδα, λάτρευε την Πλάκα, τις ταβέρνες και το ωραίο σαντορινιό κρασί, ενώ ομολογούσε ότι αν αποφάσιζε ποτέ να μετακομίσει στην Ελλάδα, θα έμενε σε κάποιο νεοκλασικό. Ηταν άλλωστε κι αυτό κοντά στα δικά του ιδανικά για την καλαισθησία - όπως και τα αγάλματα, οι λήκυθοι και το νέο  Μουσείο της Ακρόπολης «που είναι τόσο υπέροχο, από τα ωραιότερα στον κόσμο», όπως έλεγε. Ποιος να το φανταζόταν ότι η γυναίκα για την οποία σχεδίασε το πιο πολυσυζητημένο νυφικό έμελλε να καταφθάσει στο ίδιο μουσείο για να υποστηρίξει την επιστροφή των Μαρμάρων; Η Αμάλ Αλαμουντίν σίγουρα είναι η τελευταία ισχυρή κυρία που έντυσε ο Οσκαρ ντε λα Ρέντα με ένα παραμυθένιο, ομολογουμένως, νυφικό. Μια κυρία που διαθέτει το class που φέρει το όνομα Κλούνεϊ και τη φιλοδοξία που χαρακτήριζε την Τζάκι Κένεντι Ωνάση -όχι τυχαία ο Ντε λα Ρέντα είχε ράψει και το δικό της νυφικό- δεν θα μπορούσε να επιλέξει άλλον σχεδιαστή για την αξέχαστη μέρα της στη Βενετία.



Για την ομορφιά και τις γυναίκες ζούσε και ανέπνεε ο δανδής σχεδιαστής


Φρόντισαν μάλιστα από κοινού, νύφη και σχεδιαστής, να παραχωρήσουν συνέντευξη και φωτογράφηση μπροστά στον φακό της Ανι Λίμποβιτς στη «Vogue», όπου η Αμάλ έλεγε με ενθουσιασμό ότι ο Οσκαρ «είναι ο άνδρας που κάθε γυναίκα θέλει να αγκαλιάσει έστω για μία φορά». Κάτι που ισχύει όντως για τις περισσότερες γυναίκες που έχουν δηλώσει κατά καιρούς ότι τον λατρεύουν - από την Οπρα Γουίνφρεϊ, που έχει ομολογήσει ότι είναι ο αγαπημένος της σχεδιαστής, και τη Σάρα-Τζέσικα Πάρκερ, που τον κατέστησε ίνδαλμα του «Sex & the City», έως την Αννα Γουίντορ, η οποία ανέκαθεν τον θεωρούσε από τους στενούς της φίλους. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή από το «Devil Wears Prada» όπου η Γουίντορ (Μέριλ Στριπ) περιγράφει στην ανίδεη υπάλληλό της τον τρόπο που ο διάσημος σχεδιαστής μετέτρεψε το ποταπό μπλε στο σήμα κατατεθέν μιας κολεξιόν που άλλαξε τα δεδομένα του πώς βλέπουμε τις γκριζαρισμένες κολεξιόν του χειμώνα.



Η Οπρα ήταν από τις πρώτες που απηύθυναν συλλυπητήρια στην οικογένεια Ντε λα Ρέντα


Η αλήθεια είναι ότι ο Οσκαρ ντε λα Ρέντα, παρότι αντιπαθούσε τις ακρότητες και τους πειραματισμούς, ήταν οραματιστής στον χώρο της μόδας. Δεν είχε σκοπό να ανατρέψει αλλά να ανοίξει δρόμους στον τρόπο που το κλασικό, το ωραίο, το φινετσάτο, η ποιότητα και η πολυτέλεια θα συνδέονται με την υψηλή ραπτική και την τέχνη. Κι αυτό δεν το έκανε με περίκλειστο τρόπο αλλά με μια ανοιχτοσύνη που τον κατέταξε πρώτο στις προτιμήσεις των σιδηρών κυριών - από τη Χίλαρι Κλίντον, που τον λάτρευε γιατί «φορώντας τα φορέματά του ο σύζυγός μου με έβλεπε πάντοτε ωραία», έως τη Μισέλ Ομπάμα που υπέκυψε τελικά στην πολυτελή γοητεία του. Η ίδια η σύζυγος του άλλοτε κραταιού Μπους του πρεσβύτερου είχε πει ότι ο «Ντε λα Ρέντα ξέρει τις γυναίκες καλύτερα απ’ τον καθένα».



Το ρομαντικό φόρεμα της Ντίαζ συμπλήρωσε απόλυτα την πρεμιέρα του «Shrek»


Ολες τον ήθελαν στα σπίτια τους αφού ήταν ο καλύτερος χορευτής και η ψυχή των πάρτυ και τον συμβουλεύονταν για τα κορυφαία γεγονότα της ζωής τους - και όχι μόνο ως σχεδιαστή. Η Μιράντα Μπρουκς, μία από τις λιγότερο επιφανείς γυναίκες που έντυσε ο Ντε λα Ρέντα με νυφικό Τσιγγάνας, τον είχε συμβουλευτεί για τον γάμο της. Τότε εκείνος της είχε πει ότι πρέπει να φροντίσει ο γάμος της να γίνει στους πιο όμορφους κήπους -που μόνο εκείνη ήξερε να φτιάχνει ως σχεδιάστρια κήπων- με μια μεταξένια τέντα υπογραφής Raul Avila από την οποία θα κρέμονται σπάνια ενθύμια από την Κωνσταντινούπολη, ενώ το νερό θα έπρεπε να σερβίρεται αποκλειστικά από αρχαιοελληνικούς αμφορείς. Εννοείται ότι τα τραπέζια θα είχαν πάνω αγριολούλουδα και τα τραπεζομάντιλα θα ήταν ποτισμένα με σπάνια μύρα. Αυτοί ήταν οι γάμοι που ήξερε να σχεδιάζει ο Οσκαρ, αυτή ήταν και η δική του οπτική για την ανεξάντλητη ομορφιά.

Λάτρης της ομορφιάς, καινοτόμος επιχειρηματίας

Μια άλλη οπτική του ήταν ωστόσο ακραιφνώς επιχειρηματική. Ηξερε πάντα να κάνει τις σωστές επιλογές την κατάλληλη στιγμή και με τον ιδανικότερο τρόπο - βλέποντας τις διαφορετικές ανάγκες σε διαφορετικές πλευρές του πλανήτη. Οταν στο τέλος της δεκαετίας του ’60 μετακόμισε από το Παρίσι στην Αμερική, ήξερε ότι εκεί βρισκόταν το ευρύ και διάσημο αγοραστικό κοινό του. Ηταν τότε που διέβλεψε ότι η υψηλή ραπτική πρέπει να ανοιχθεί στο pret-a-porter και σε μια μεγαλύτερη κατηγορία κοινού που θα αποκτούσε έτσι δικαίωμα στα πολυτελή προϊόντα. Εκτοτε άρχισε να σχεδιάζει καθημερινά συνολάκια, αρώματα και να χαρίζει το όνομά του σε σειρές που έμειναν για πάντα συνδεδεμένες στη μνήμη ως Ντε λα Ρέντα.

«Ηξερα ότι κάποια στιγμή αυτό που θα θυμάται ο κόσμος είναι το όνομα του σχεδιαστή και όχι μόνο του καταστήματος. Προτού αρχίσω να σφραγίζω τις δημιουργίες με το επώνυμό μου, τα ρούχα είχαν πάνω τις ταμπέλες των μεγάλων καταστημάτων», είχε πει. Καινοτόμος όμως ήταν και ως προς τον τρόπο της προώθησης των ρούχων του, καθώς αντί για την πασαρέλα καθιέρωσε το κόκκινο χαλί ως αναγνωριστικό σημείο της λαμπερής του ταυτότητας. Κάθε σταρ που σεβόταν τον εαυτό της έπρεπε να επιβάλει το όνομα Ντε λα Ρέντα στην εμφάνισή της και, όπως έγραψε γνωστός δημοσιογράφος μόδας, «καμιά τους δεν έμεινε ποτέ παραπονεμένη. Ο Οσκαρ ντε λα Ρέντα ήταν η σίγουρη επιλογή για μια εμφάνιση τουλάχιστον χολιγουντιανή».



Ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η επί 25 χρόνια σύζυγός του Ανέτ

Το εκτόπισμα μιας σταρ ήταν ό,τι πιο φυσικό για εκείνον, αφού τα αστέρια έπρεπε να καταυγάζουν την απαραίτητη λάμψη σε κάθε του κίνηση. Ακόμη και η ομολογία αγάπης στη δεύτερη γυναίκα του, Ανέτ, είχε τη ρομαντική αίγλη που μόνο ένας Ντε λα Ρέντα μπορούσε να δώσει. Επειδή δεν μπορούσε να της πει ότι την αγαπάει, φρόντισε να γράψει μια επιστολή την οποία έσπευσε να συνοδέψει με τα απαραίτητα σκουλαρίκια από τον Φρεντ Λέιτον. «Τα έστειλα στο αεροδρόμιο με τον οδηγό μου. Οταν εκείνη αποβιβάστηκε από την Αμερική στο Παρίσι μου τηλεφώνησε. Αυτός ήταν ο δικός μου τρόπος να πω σ’ αγαπώ», της είπε.

Το ζευγάρι συνδέθηκε με τις πιο ξεχωριστές ιστορίες μετά τον «Υπέροχο Γκάτσμπι» στην αμερικανική ήπειρο με ατελείωτα πάρτυ, δεξιώσεις, φιλανθρωπικά events, ξεχωριστούς καλεσμένους. Από την Τζάκι Κένεντι έως την Γκλόρια Γκίνες, τη Νάνσι Ρίγκαν και την Πενέλοπε Κρουζ, είναι ατελείωτος ο κατάλογος με τις θηλυκές παρουσίες που στόλιζαν τις γωνιές των τεράστιων σαλονιών του ζεύγους. «Ο Οσκαρ κάνει πάντα μια γυναίκα να νιώθει και να φαίνεται γυναίκα. Αυτό που τον διακρίνει είναι η παλαιομοδίτικη κομψότητα, την οποία ωστόσο ερμηνεύει με έναν ιδιαίτερα μοντέρνο τρόπο», είχε πει η καλύτερή του φίλη και διάσημη σχεδιάστρια Νταϊάν Φον Φίρστενμπεργκ. Κι αυτό ήταν τελικά ο Ντε λα Ρέντα: η θύμηση της αιώ­νιας λεπτότητας και ομορφιάς σε έναν παράδοξα πολύπλοκο κόσμο.

Οι γυναίκες πάντα θα θέλγονται από τα όμορφα πράγματα, όπως μια πεταλούδα από το φως - τίποτα πιο απλό από ένα μαργαριτάρι και τίποτα πιο πολύτιμο από τη θηλυκότητα που ο Ντε λα Ρέντα ανέδειξε όσο κανείς. Ο θάνατός του οιωνίζεται όχι στιγμές τέλους, αλλά αιώνιας υπόσχεσης ότι το καλό και το όμορφο θα νικήσουν ό,τι κι αν γίνει.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα

BEST OF NETWORK

Δείτε Επίσης